Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ

Ο γενναιόδωρα οργισμένος Τζορτζ Όργουελ Facebook Twitter
O Τζορτζ Όργουελ αποδεικνύεται ταυτόχρονα ένας πραγματικά κορυφαίος κριτικός λογοτεχνίας, ένας σπουδαίος κοινωνικός αναλυτής και ανθρωπολόγος αλλά και ένας κορυφαίος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, όπως διαφαίνεται σε όλα του σχεδόν τα κριτικά κείμενα.
0

ΌΣΟ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ, όσες επιφυλάξεις και αν εκφράσει κανείς για το κατά πόσο μπορεί ένας σκεπτόμενος άνθρωπος να είναι γενναιόδωρα οργισμένος (generously angry), αυτή ακριβώς η περιγραφή ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση της πολύπλευρης προσωπικότητας του Τζορτζ Όργουελ.

Για χρόνια, ομολογώ, όπως πολλοί άλλοι που διάβασαν τα προφητικά 1984 και Φάρμα των Ζώων, δεν μπορούσα να καταλάβω πώς κατάφερνε να γίνεται αποδεκτός τόσο από τη φιλελεύθερη όσο και από τη ριζοσπαστική παράδοση, καθώς η γραφή του έχει αγαπηθεί ταυτόχρονα από τον ντεριντιανό Κρίστοφερ Νόρις αλλά και από τον φιλελεύθερο Κρίστοφερ Χίτσενς, ο οποίος θεωρούσε την πρόζα του Όργουελ υποδειγματική. Μέχρι που διάβασα τα αδαμάντινα κριτικά κείμενά του για τη λογοτεχνία, την πολιτική και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί, που επιλέχθηκαν με προσοχή για την έκδοση του Μεταιχμίο με τίτλο Ό,τι μου κάνει κέφι (μτφρ. Οδυσσεάς Πάππος).

Εν προκειμένω, ο Τζορτζ Όργουελ αποδεικνύεται ταυτόχρονα ένας πραγματικά κορυφαίος κριτικός λογοτεχνίας ‒το κείμενό του για τον Κάρολο Ντίκενς πρέπει να διδάσκεται σε όλα τα φιλολογικά τμήματα‒, ένας σπουδαίος κοινωνικός αναλυτής και ανθρωπολόγος ‒είναι τρομερή η αντικειμενική αποστασιοποίηση με την οποία προσεγγίζει τον ίδιο του τον τόπο στο κείμενο του Ο αγγλικός λαός‒ αλλά και ένας κορυφαίος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, όπως διαφαίνεται σε όλα του σχεδόν τα κριτικά κείμενα.

Αυτό που ο ίδιος προκρίνει ως σημαντικότερο είναι ό,τι διαφεύγει την προσοχή και μετατρέπεται σε υψηλή λογοτεχνία και ανυπέρβλητη τέχνη: τις υπέροχες «αχρείαστες λεπτομέρειες», όπως τις αποκαλεί, αναδεικνύοντας την τεράστια σπουδαιότητά τους, τη διαρκή «γονιμότητα της επινόησης», αυτό που εν τέλει ξεφεύγει απ’ όλους τους χαρακτηρισμούς, τα πλεονεκτήματα ή τις αδυναμίες και μετατρέπεται σε υψηλή τέχνη, κάνοντας το εκάστοτε έργο να «επιβιώνει» στους αιώνες.

Ο τίτλος της συγκεκριμένης έκδοσης ουσιαστικά προέρχεται, όπως εξηγεί ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο άκρως κατατοπιστικό επίμετρό του, από τον τίτλο της στήλης που διατηρούσε ο Όργουελ στο εβδομαδιαίο «Tribune» με τον τίτλο «As I please» («Έτσι μου κάνει κέφι») που αναφερόταν κυριολεκτικά στα πάντα: από κορυφαία πολιτικά γεγονότα, όπως οι πολεμικές συρράξεις και συγκρούσεις ‒σε αρκετά άρθρα αναφέρεται με τον πιο δηκτικό τρόπο στην επέμβαση των Βρετανών στα εσωτερικά της Ελλάδας‒, έως τη λογοτεχνία, τον βασικό τομέα που τον απασχολεί.

Φαίνεται μάλιστα πως η ενδελεχής συγγραφική ματιά του τον βοηθάει να αποκωδικοποιήσει και να δικαιολογήσει πολιτικές παρεκτροπές προς τον φασισμό ή τον ελιτισμό, π.χ. στην περίπτωση του Πάουντ ή του Κίπλινγκ, να διακρίνει αδικίες όπως αυτή του Τολστόι προς τον Σαίξπηρ και, το κυριότερο, να καταλάβει τι είναι αυτό που διασώζει τελικά, πέρα από ηθικές κρίσεις και πολιτικά συμπεράσματα, την υψηλή λογοτεχνία, την οποία υπερασπίζεται μέχρι τέλους.

Η ανάγκη του ίδιου να διεισδύσει ακόμα και στην πιο λεπτή άκρη κάθε περιγραφής, να δει τι μπορεί να κρύβεται πίσω από τις φαινομενικές αντιφάσεις, δείχνει το αδιάλειπτο, μέχρι τα όρια του παράδοξου, πάθος του να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία μιας υπέρτερης αξίας χωρίς κομματικό ή πολιτικό πρόσημο και να κατέβει από τα ύψη της μεγάλης ποίησης μέχρι τον τελευταίο χωρικό και αγροίκο, με όλο τον κίνδυνο της συνενοχής αλλά και με τη μεγαλόθυμη (generous) αυθυπέρβαση που συνεπάγεται μια τέτοια στάση. Εξού και δεν του διαφεύγει τίποτα: μπορεί με κίνδυνο της ζωής του να ζει για ένα διάστημα με τους φυλακισμένους, ώστε να μπορεί να είναι αντικειμενικός, ενώ την ίδια στιγμή δείχνει να αντιλαμβάνεται όλες τις κοινωνικές διαστρωματώσεις που διαχωρίζουν τον ευγενή από τον τελευταίο αγύρτη.

Ως εκ τούτου, δεν θεωρεί κάτι χειρότερο για τη λογοτεχνία και για τη ζωή από τη συναγωγή εύκολων συμπερασμάτων και αυθαίρετων γενικεύσεων, όπως το ότι ο Πάουντ ήταν απλώς ένας φασίστας και ο Ντίκενς ένας απλός ηθικολόγος ή πολιτικά συντηρητικός και όχι ριζοσπάστης.

ΟΡΓΟΥΕΛ
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ. Τζορτζ Όργουελ, Ό,τι μου κάνει κέφι, Μτφρ.: Οδυσσέας Πάππος, Εκδόσεις Μεταίχμιο
Σελ.: 592

Αυτό που ο ίδιος προκρίνει ως σημαντικότερο είναι ό,τι διαφεύγει την προσοχή και μετατρέπεται σε υψηλή λογοτεχνία και ανυπέρβλητη τέχνη: τις υπέροχες «αχρείαστες λεπτομέρειες», όπως τις αποκαλεί, αναδεικνύοντας την τεράστια σπουδαιότητά τους, τη διαρκή «γονιμότητα της επινόησης», αυτό που εν τέλει ξεφεύγει απ’ όλους τους χαρακτηρισμούς, τα πλεονεκτήματα ή τις αδυναμίες και μετατρέπεται σε υψηλή τέχνη, κάνοντας το εκάστοτε έργο να «επιβιώνει» στους αιώνες.

Έχοντας επίγνωση ότι η λογοτεχνία δεν γράφεται για να ικανοποιήσει το κοινό ‒γι’ αυτό επιτίθεται στους κριτικούς που παρασύρονται από τις μόδες στο κείμενό του «Προς υπεράσπιση του μυθιστορήματος»‒, ξέρει ότι το μέγιστο κριτήριο αποτίμησης του λογοτεχνικού έργου είναι η αντοχή του στον χρόνο, γι’ αυτό επιμένει πως δεν έχει σημασία αν ο Τολστόι επέκρινε με δριμύτητα, σε κάποια σημεία δικαίως, τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ, αφού το συγκεκριμένο δοκίμιό του ξεχάστηκε, αλλά ο Σαίξπηρ όχι.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με την υψηλή ποίηση του αριστοκράτη του πνεύματος και εν μέρει φασίστα Γέιτς ή με τους εμπνευσμένους στίχους του Κίπλινγκ.

Αυτό που εν προκειμένω μετράει για τον Όργουελ δεν είναι η πολιτικά χρωματισμένη κρίση αλλά η «αληθινή ποιότητα του ονείρου, η ποιότητα που δίνει στα πράγματα έξω από τα στενά πλαίσια των λέξεων, στην πολύτιμη μεταφορική τους δύναμη (βλέπε κείμενο “Νέες λέξεις”)». Είναι σαφές ότι μπροστά στα ηλίθια ερωτήματα του τύπου αν ο Σαίξπηρ ήταν καπιταλιστής (βλέπε κείμενό του «Λογοτεχνία και Αριστερά») ο Τζορτζ Όργουελ απαντά με την παραφορά του Σελίν και την απολίτικη, εν πολλοίς, αβάσταχτη ελαφρότητα του Μαρκ Τουέιν, ο οποίος δεν μπόρεσε «να απογαλακτιστεί από την ιδέα ‒η οποία είναι μάλλον μια αμερικανική ιδέα‒ ότι η επιτυχία και η αρετή είναι το ίδιο πράγμα».

Επομένως ο Όργουελ μπορεί να συγχωρέσει τα πάντα σε έναν σπουδαίο λογοτέχνη, εκτός από την απουσία μιας βολτερικού τύπου οξυδέρκειας, η οποία μπορεί να βοηθήσει τον συγγραφέα να αντιληφθεί τις λεπτές κοινωνικές αποχρώσεις που θα συμπεριλάβει απαραίτητα στο έργο του, και ενός ανθρωπισμού που θα τον κάνει να προασπίζεται πάντα τη θέση του αδύναμου και όχι του δυνατού.

Είναι συγκινητικός, για παράδειγμα, ο τρόπος που ο Έρικ Άρθουρ Μπλερ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Τζορτζ Όργουελ, ακολουθεί έναν καταδικασθέντα σε θάνατο διά απαγχονισμού στα τελευταία του βήματα, καταγράφοντας απλώς τις αλγεινές αντιδράσεις του περιβάλλοντός του, ή η εμμονή του να επιστρέφει στους συγγραφείς που έγραφαν για τα ανυπεράσπιστα ή κακοποιημένα παιδιά (δεν είναι τυχαία η αγάπη του για μυθιστορήματα όπως ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, ο Όλιβερ Τουίστ, οι Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν). Αυτό που ορίζει, σε κάθε περίπτωση, τον γραφιά είναι ο εγγενής σκεπτικισμός και η αμφιβολία, έστω και κρυμμένη κάτω από την ειρωνεία, απέναντι στον ολοκληρωτισμό και τα παραδεδομένα συστήματα αξιών.

Επομένως ο λόγος που γράφει για μεγάλες πόλεις όπως το Λονδίνο είναι γιατί σε αυτό, όπως και σε όλες τις μεγάλες πόλεις, η πραγματικότητα αναιρεί εκ των πραγμάτων τη φαινομενικότητα και ο ψεύτικος ιδεαλισμός διαλύεται στο εφήμερο, όπου οι μηχανισμοί των αναγκών καταστρέφουν στην ολέθρια τους δίνη όλες τις ψευδεπίγραφες ιδεολογίες. Εξού και έχει δίκιο ο Ζουμπουλάκης όταν γράφει στο επίμετρό του πως η «γενναιόδωρη οργή» την οποία ο Όργουελ αποδίδει στον Ντίκενς ουσιαστικά αφορά τον ίδιο και τη γενικότερη πολιτική και κριτική στάση του.

Γι’ αυτό και όταν ο τελευταίος περιγράφει τον κορυφαίο Βρετανό μυθιστοριογράφο νομίζει κανείς ότι τελικά αναφέρεται στον εαυτό του: «Ε, λοιπόν, στην περίπτωση του Ντίκενς βλέπω ένα πρόσωπο που δεν είναι ακριβώς το πρόσωπο στις φωτογραφίες του, αν και του μοιάζει. Είναι το πρόσωπο ενός άντρα γύρω στα σαράντα, με μικρή γενειάδα και ανοιχτά χρώματα. Γελάει, με μια πινελιά θυμού στο χαμόγελό του, αλλά δεν αποπνέει θρίαμβο ούτε κακία. Είναι το πρόσωπο ενός άντρα που είναι γενναιόδωρα οργισμένος ‒ με άλλα λόγια, ενός φιλελεύθερου του δέκατου ένατου αιώνα, μιας ελεύθερης διάνοιας, ενός τύπου που μισήθηκε εξίσου απ’ όλες τις δύσοσμες, μικρές ορθοδοξίες που σήμερα μάχονται για το ποια θα κυριεύσει την ψυχή μας».

Εκπληκτικό απόσπασμα ενός σπάνιου κειμένου, όπως και όλα σχεδόν που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, με μια μικρή ένσταση σε ορισμένες επιλογές: παρότι η ελληνική μετάφραση είναι, υφολογικά μιλώντας, κοντά στο πρωτότυπο και αφουγκράζεται το σαρκαστικά οξυδερκές πνεύμα του συγγραφέα, ενίοτε καταφεύγει σε «αγγλισμούς» και παρανοήσεις (φέρ’ ειπείν, ο όρος «redcoats» του δέκατου έβδομου αιώνα δεν μπορεί επ’ ουδενί να αποδίδονται ως οι «στρατιώτες με τα κόκκινα σακάκια»). Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια άκρως πολύτιμη έκδοση που δεν έχει απολέσει στο παραμικρό τη ζωντάνια και την επικαιρότητά της.  

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Μόνο «δυστοπικός» δεν ήταν ο καημένος ο Όργουελ

Βιβλίο / Μόνο «δυστοπικός» δεν ήταν ο καημένος ο Όργουελ

Σπαράγματα από δημοσιογραφικά άρθρα και δοκίμια του Τζορτζ Όργουελ που αντανακλούν πιο καίρια από την δυστοπική μυθοπλασία του «1984» τις κρίσεις και τις διαταραχές που βιώνουμε συλλογικά φέτος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Παπαδιαμάντης και η αυτοκτονία στη λογοτεχνία

Βιβλίο / Ο Παπαδιαμάντης και η αυτοκτονία στη λογοτεχνία

Το ημιτελές διήγημα «Ο Αυτοκτόνος», στο οποίο ο συγγραφέας του βάζει τον υπότιτλο «μικρή μελέτη», μας οδηγεί στο τοπίο του Ψυρρή στο τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως όμως στο ψυχικό τοπίο ενός απελπισμένου και μελαγχολικού ήρωα.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Βιβλίο / Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Για πρώτη φορά κυκλοφορούν ιστορίες από το αρχείο του Πέδρο Αλμοδόβαρ με τον τίτλο «Το τελευταίο όνειρο», από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, συνδέοντας το ιερό με το βέβηλο, το φανταστικό με το πραγματικό και τον κόσμο της καταγωγής του με τη λάμψη της κινηματογραφίας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ