Κάρολος Τσίζεκ και Ζαν Ματέρν

Κάρολος Τσίζεκ και Ζαν Ματέρν Facebook Twitter
0

Κωστής ΠαπαγιώργηςΗ λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις

του Καρόλου Τσίζεκ

Εκδόσεις Κίχλη, σελ.: 221, τιμή: €13,00

Το ύφος του Τσίζεκ, ενός συγγραφέα οικείου και εξίσου ξένου, παρά το γεγονός ότι έζησε και έγραψε στη Θεσσαλονίκη, θυμίζει τον χαρακτηρισμό «άνθρωπος για όλες τις εποχές». Γεννιέται στην Μπρέσια της Ιταλίας από Τσέχους γονείς, εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη και, χωρίς να χάσει την επαφή του με τη χώρα του, το '87 αποκτά την ελληνική ιθαγένεια. Αν σκεφτούμε λίγο ότι η περιοχή της Αυστροουγγαρίας κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου διαλύθηκε κυριολεκτικά από την προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων και κατόπιν από την κυριαρχία των Σοβιετικών, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί πάσα δυστυχία αποζητά τον αφηγητή της. Ποια αφήγηση ακριβώς; Αν ο (εσωτερικά) εξόριστος Τσίζεκ στρεφόταν στην αφήγηση των συντριπτικών χτυπημάτων που δέχτηκε η χώρα του, πιθανότατα θα είχαμε να κάνουμε με μια παραλλαγή γνωστών αφηγήσεων.

Γράφει ο Τσίζεκ: «Ήρθε η Κατοχή και παραδώσαμε κι εμείς το κυνηγετικό μας όπλο. Ο πατέρας μου, ωστόσο, μπόρεσε να το ξαναπάρει –όχι ακριβώς το δικό του, αλλά το δωδεκάρι κάποιου άλλου– από την αποθήκη όπου ήταν στοιβαγμένα, χάρις στις ενέργειες ενός Γερμανού συναδέλφου του, του Βίνκλερ, που εργαζόταν κι αυτός ως μηχανικός στην καλτσοβιομηχανία των αδελφών Μοδιάνο, στο νεότερο όμως τμήμα της, όπου πλέκονταν κατά δωδεκάδες σε νέου τύπου μηχανήματα γυναικείες κάλτσες με ραφή. Τα επερχόμενα γεράματα, μαζί με την έλλειψη τροφίμων, είχαν ξυπνήσει στην ψυχή του Βίνκλερ, που ελάχιστες φορές μας είχε επισκεφθεί με την πανέμορφη γυναίκα του στη μονοκατοικία με κήπο που νοικιάζαμε στην οδό Τζαβέλλα, το ένστικτο του κυνηγού. Ήταν, όμως, πέρα για πέρα άπειρος και του χρειαζόταν δάσκαλος και συνοδός. Σε ποιον άλλον να αποταθεί αν όχι στον πατέρα μου; Μπορεί, βέβαια, η ηλικία και οι κατοχικές στερήσεις να είχαν αρχίσει να τον καταβάλλουν, αλλά το κυνήγι εξακολουθούσε να τον ελκύει όπως παλιά, χώρια που μας έδινε τώρα την ευκαιρία να φάμε λίγο κρέας, που από καιρό είχε εξαφανιστεί απ' το τραπέζι μας. Από ανάγκη μαγειρεύαμε πότε-πότε καμιά χελώνα, αντάξιο υποκατάστατο της κότας».

Κυλώντας τη χιονόμπαλα της αφήγησης, ο Τσίζεκ θα επιδείξει μερικές σπάνιες αρετές. Όταν η πρόζα έχει προκύψει από εσωτερική ανάγκη και όχι από αναγνωστική πείρα, τα πιο κοινά πράγματα μοιάζουν πρωτοφανή και η παρουσία του αφηγητή δανείζεται χρόνο για να φτιάξει τον ιδιωτικό της κόσμο. Η πρόζα δεν γεννιέται από μεστωμένη πρόθεση, αντίθετα κερδίζει τον εαυτό της από αράδα σε αράδα, για να διαβάσει τελικά το πρόσωπό της στην ολοκλήρωση του κειμένου. Το τάλαντο, με άλλα λόγια, δεν είναι χρυσάφι μόνο, είναι και ζυγαριά όπου τα πάντα ζυγιάζονται από τη γραφίδα του γραφιά.

Τις απίθανες καταστάσεις, όπως τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τους φούρνους, ο Τσίζεκ δεν τα έζησε παρά από δεύτερο (αφηγηματικό χέρι). «Ο φίλος μου Ντάνυ Μπεναχμίας γύρισε απ' το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, όπου τον είχαν βάλει να δουλεύει στους φούρνους. Δεν ζει πια σήμερα, όμως μια Αμερικανίδα δημοσιογράφος, η Ρεμπέκκα Καμχί Φρόμερ, κατέγραψε την οδύσσειά του. Εγώ θυμάμαι, δυστυχώς όλο και πιο αμυδρά, τις αφηγήσεις του, με πρώτη τη διαπίστωση ότι στο στρατόπεδο από άνθρωπος γίνεσαι αριθμός, καθώς και μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά της ναζιστικής κτηνωδίας, όπως εκείνο με την Εβραιοπούλα που, σε ένα παραλήρημα αγωνίας ή πρόκλησης μπροστά στον επικείμενο θάνατο, άρχισε να τραγουδά το βαλς του Στράους "Ο ωραίος γαλάζιος Δούναβης" και ο φρουρός που την εκτέλεσε με το οπλοπολυβόλο συνέχισε τον λικνιστικό σκοπό απ' το σημείο που είχε διακοπεί».

Ο Τσίζεκ μπορεί να ανασύρει θηριωδίες και άγρια περιστατικά, μόνο που επιτυγχάνει να τις περιγράψει με ιδιωτικές συγχορδίες, άνευ των οποίων το γεγονός θυμίζει προσωπογραφία χωρίς μάτια. Απόδειξη η ακόλουθη παράγραφος: «... τα μάτια θεωρούνται καθρέφτες της ψυχής, έτσι άφηνε να πλανιέται στον αέρα η αόριστη εντύπωση ότι αυτή η ψυχή έκρυβε μέσα της κάτι βαθύτερο και μυστηριώδες, που ωστόσο δεν ήταν εύκολο να το αντιληφθείς».

Ο Τσίζεκ ήταν άριος, αβάπτιστος και αθρήσκευτος, κατά τη γραπτή δήλωση του πατέρα του. Πιθανότατα γι' αυτό παρακολουθούμε έναν άνθρωπο συνετό που ανταλλάσσει τις περιγραφές του με εκρήξεις μαύρου χιούμορ που παρά ταύτα αποδίδουν δευτερευόντως μιαν εκπληκτική σοβαρότητα. «Εμείς θάλασσα δεν έχουμε», λέει στον διπλανό του, «ωστόσο έχουμε έναν εφευρέτη της προπέλας!». «Μα, ούτε και οι Ούγγροι έχουν θάλασσα» μου απαντά. «Ο Στέφανος Τυρ, που συμπολέμησε με τον Γαριβάλδη, εκπόνησε τα σχέδια για την κατασκευή της κλιμακωτής διώρυγας του Παναμά, ενώνοντας τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό. Επίσης, ένας συμπατριώτης του Τυρ, ονόματι Μπέλα Γέρστερ, κατόρθωσε να δώσουν τα χέρια το Ιόνιο με το Αιγαίο χάρη στον Ισθμό της Κορίνθου... Έτσι εξηγείται και το πάθος των Κεντροευρωπαίων για τη θάλασσα». Και προσθέτει: «Θα δίναμε ευχαρίστως τη Σλοβακία για λίγη θάλασσα». Οι Τσέχοι έχουν ένα ιδιότυπο χιούμορ...

Ιδού το παράδειγμα του χαράκτη Γιόζεφ Σάσκα, ο οποίος δεν ήθελε να γίνει μέλος του Kομμουνιστικού Kόμματος. Ο λόγος ήταν απλός: ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής, αλλά, επειδή σε κάποια συνεδρίαση διαφώνησε, τον ξαπόστειλαν. «Πώς θέλετε, λοιπόν, εγώ να γίνω μέλος του κόμματος;».
Μεστό και οξύ το επίμετρο του Αλέξη Ζήρα.

Από μέλι και γάλα

του Ζαν Ματέρν, μτφρ.: Εύα Καραϊτίδη

Εκδόσεις Εστία, σελ.: 121, τιμή: €12,00

Τη λογοτεχνική και άλλη αφήγηση που εγκαινίασαν οι πατεράδες ως αυτόπτες μάρτυρες των διωγμών του Πολέμου τη συνεχίζουν, καθώς φαίνεται, τα παιδιά με δοτές παραστάσεις και ανεξάντλητα αισθήματα. Κι εδώ, όπως στην περίπτωση του Τσίζεκ, έχουμε ως θέατρο απόγνωσης μέσα κι έξω από τα σύνορα της Αυστρίας που φτάνουν ως την Τιμισοάρα. «Η κομμουνιστική Ρουμανία μας είχε απορρίψει, ξεράσει, φεύγαμε για να γλιτώσουμε τη φυλακή ή τη δυστυχία, ο Ντε Γκωλ μας θυμήθηκε πάνω στην ώρα». Ισχύει, τάχα, η ρητή σκέψη του αφηγητή όταν λέει ότι σε όλη του τη ζωή αρνήθηκε την αυταρέσκεια των αναμνήσεων;

Απροστάτευτη τόσο από τους Γερμανούς όσο και από τους Ρώσους, η οικογένεια –με όλους τους Σουαβούς της Τσάκοβα– συζητούσε σοβαρά αν θα έπρεπε να πάει μαζί τους ή να μείνει στον τόπο. «Όπου να 'ναι οι Γερμανοί θα αρχίσουν ν' αναρωτιούνται αν ήμασταν με το μέρος τους ή όχι, γιατί σε μια πόλη όπου οι Ρουμάνοι, οι Σέρβοι και οι Ούγγροι ήταν όσοι και οι Σουαβοί το ερώτημα είχε τη σημασία του...». Φυλές, εθνικότητες, προελαύνοντες στρατοί και διαφορετικές γλώσσες πολιορκούν το ζεύγος που, παρά τη γενική σύγχυση, υπαγορεύει στον άνδρα την απόφαση να κάνει τη ζωή της συζύγου του «μέλι και γάλα».

Οι μετατοπίσεις στη γεωγραφία άλλαζαν αυτομάτως τόσο τη γλώσσα όσο και την πολιτική «ταυτότητά» τους. «Συνεργάτης ή αντιστασιακός, ήμουν εκ των πραγμάτων αποκλεισμένος από το καινούργιο παιχνίδι το οποίο μοίραζε τα θεωρεία και τα βοηθητικά καθίσματα στο θέατρο της μεταπολεμικής γαλλικής κοινωνίας». Ο αφηγητής δεν υποκρίνεται. Όντας Γάλλος μερικών μηνών, απόκτησε και γαλλικές απόψεις. Έπρεπε να δοθούν πίσω οι αποικίες; Αυτό διδάσκει η Ιστορία, ωστόσο δεν έπρεπε να ξεβρακωθούν κιόλας ενώπιον των Αράβων! Άλλωστε, μόλις και μετά βίας μάντευε προς τα πού πέφτει η Αλγερία... Με τη νίκη του ΚΚΓ το 1956, ο αφηγητής αναρωτιέται αν οι Αλσατοί πρόγονοί του είχαν όντως γλιτώσει από τον κομμουνισμό προσφέροντάς του μια μακρινή γαλλική καταγωγή, ήτοι μια χώρα υποδοχής.

Μόλις δεκαπέντε χρόνων, ο αφηγητής –ορφανός από μητέρα, μόνος, με μια υπερήλικη γιαγιά– αναθυμάται ότι η αντίστασή του απέναντι σε έναν Γερμανό στρατιώτη τον έκλεισε σε ένα κελί όπου βρισκόταν το γενικό στρατηγείο του γερμανικού στρατού. Αγνοούσε αν ο πατέρας και τα αδέρφια του ζούσαν ή πέθαναν. Εντούτοις, στον εσωτερικό του ζυγό ένιωθε ότι το σώμα του κρατούσε τη μνήμη από τις στιγμές της ελευθερίας και της μαγείας. Τελικά, ο Στεφάν, ο άνθρωπος της μουσικής, θα τον σώσει, πείθοντας τον Γερμανό αξιωματικό ότι όλα οφείλονταν σε μια παρεξήγηση – ήμουν, όπως εκείνος, ένας καλός Γερμανός!

Η τεχνική του Ζαν Ματέρν, που συνυφαίνει τη ζωή μιας οικογένειας με τις απίθανες εξελίξεις της γερμανικής επίθεσης και της τελικής της πανωλεθρίας, μπορεί να μην είναι καινούργια, ωστόσο παρουσιάζεται με μιαν απλότητα, λες κι έρχεται σε επαφή με την ίδια τη ζωή.

«Χρόνια αργότερα έμαθα από τι γλίτωσα, πηγαίνοντας παραταύτα στη Βιέννη. Πάνω από σαράντα χιλιάδες πολίτες πέθαναν κατά την πολιορκία της Βουδαπέστης, που ξεκίνησε τελικά στις 29 Δεκεμβρίου, και οι μάχες υπήρξαν φονικές για τους τέσσερις στρατούς. Ρώσους και Ρουμάνους από τη μια, Γερμανούς και Ούγγρους από την άλλη. Τα δύο τρίτα της πόλης μετατράπηκαν σε ερείπια, οι γέφυρες καταστράφηκαν, αρρώστια κι ερήμωση παντού. Το χειρότερο, χάρη στη βραδύτητα του σοβιετικού στρατού, που είχε σωρευτεί στις εισόδους της πόλης συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του πριν από την τελική επίθεση, οι φανατικοί Ούγγροι φασίστες πρόλαβαν να πραγματοποιήσουν αυτό που η Ουγγαρία αρνιόταν μέχρι τότε στους Γερμανούς συμμάχους της: να στήσουν ένα γκέτο και να οργανώσουν εν συνεχεία μια πορεία θανάτου προς τα στρατόπεδα της Αυστρίας με πάνω από εβδομήντα χιλιάδες Εβραίους. Το παραλήρημα του μίσους τους είχε στηθεί τόσο καλά που, ακόμα και στην κορύφωση των μαχών ενάντια στον Κόκκινο Στρατό, στο χείλος του γκρεμού, δεν παρέλειψαν να οργανώσουν τη σύλληψη είκοσι χιλιάδων ανθρώπων στο γκέτο για να τους δολοφονήσουν στις όχθες του Δούναβη. Βουβός θεατής της ανθρώπινης τρέλας, ο ποταμός ως τελευταία κατοικία. Τάφος που σύντομα θα γίνει πάγος...».

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ