Οι σκέψεις, όμως, του υπολοχαγού Στέφανου Καραμανίδη είναι κάπου αλλού. Άνθρωπος κλειστός, χωρίς χαμόγελο, αγρίμι, έχει μόνο μια επιθυμία: να ζητήσει σε χορό τον κρυφό του έρωτα, τη Ζωή, σύζυγο του συνταγματάρχη Μανώλη Λόγγου. Δεν ξέρει, όμως, να χορεύει. Θα ζητήσει τη βοήθεια ενός φαντάρου, του Λάζαρου Λαζάρου, ενός συνεσταλμένου νεαρού, από τους λίγους που ξεχώριζαν στο στρατόπεδο για τη μόρφωση και καλλιέργειά τους. Η γνωριμία τους, σύντομη αλλά καταλυτική, θα είναι η αφορμή για μια σειρά γεγονότων που θα κορυφωθούν μ’ ένα τανγκό... Το τανγκό των Χριστουγέννων... σε μια μέρα που θ’ αλλάξει τις ζωές των τριών ηρώων μια για πάντα.

It takes two (men) to tango σε αυτό το αισθηματικό δράμα που μεταφέρει τη νουβέλα του Γιάννη Ξανθούλη στη μεγάλη οθόνη. Είναι σπάνιο αυτό το είδος του σινεμά πλέον στον εγχώριο κινηματογράφο και ο Νίκος Κουτελιδάκης, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, καταφέρνει ν’ αποδώσει την κορύφωση, με τη βοήθεια της εύστοχης, αν και overproduced, μουσικής του Γιάννου Αιόλου, και να κρατήσει τις βασικές γραμμές του αδήλωτου, λόγω συνθηκών και εποχής, πάθους και πόθου, ομολογουμένως με περισσότερο αδρές γραμμές απ’ ό,τι θα επέτρεπε η περίσταση. Ο ατμοσφαιρικός χειρισμός της εικόνας ισοφαρίζει τις υπερβολές, η Παπαδοπούλου είναι γοητευτική, ο Στάνκογλου συγκεκριμένος και δωρικός, ο Μπέζος ακριβής και κινηματογραφικός, ενώ ο Αντίνοος Αλμπάνης κατευθύνεται σε μια ευαισθησία που σπάει τη δραματικότητα σε πολλά κομμάτια - για τη σύγχυση ευθύνεται κυρίως η αδυναμία του σεναρίου να φωτίσει την ομοφυλοφιλία του με πιο κινηματογραφικούς όρους, αντί να την αφήσει ανεξήγητα μετέωρη.