Ξαναδιαβάζοντας το “Generation X” μετά από τρεις δεκαετίες

Ξαναδιαβάζοντας το “Generation X” μετά από τρεις δεκαετίες Facebook Twitter
«Φαντάσου να βρισκόσουν ξαφνικά στο 1992 για λίγες μέρες, πίσω σ' έναν κόσμο με ελάχιστη ως μηδενική πρόσβαση σε "περιεχόμενο". Θα μαράζωνες αργά από την έλλειψη πληροφορίας...». Φωτ.: Νathan McBride, Aθήνα
0



ΤΡΙΑΝΤΑ ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΧΡΟΝΙΑ θα θα συμπληρωθούν με το νέο έτος από την κυκλοφορία του Generation X, του βιβλίου του Ντάγκλας Κόπλαντ που χάρισε μια αμφιλεγόμενη και αφαιρετική ταμπέλα στην γενιά η οποία ενηλικιώθηκε κατά την δεκαετία του '90.

Σ' ένα κείμενο που έγραψε το 2017, ανάμεσα σε προβλέψεις για το κοντινό μέλλον («η εικονική πραγματικότητα είναι ο αστεροειδής που θα χτυπήσει τον πλανήτη το 2023») ο συγγραφέας –μεσήλικας και βάλε πλέον– θα επέστρεφε και πάλι νοερά σ' εκείνη τη μακρινή εποχή, την τελευταία πριν από το Ίντερνετ:


«Τα πάντα μοιάζουν πλέον σαν να συνέβησαν είτε πριν από δέκα λεπτά είτε πριν από δέκα χρόνια... Φαντάσου να βρισκόσουν ξαφνικά στο 1992 για λίγες μέρες, πίσω σ' έναν κόσμο με ελάχιστη ως μηδενική πρόσβαση σε "περιεχόμενο". Θα μαράζωνες αργά από την έλλειψη πληροφορίας... Μου λείπει καμιά φορά το μυαλό μου πριν από το ίντερνετ, αλλά δε νομίζω ότι το θέλω πίσω. Κάποιες φορές το ξεγελάω διαβάζοντας ένα βιβλίο, έτσι ώστε να νομίσει ότι είμαστε ακόμα στον 20ό αιώνα, μόλις όμως αφήσω κάτω το βιβλίο, επιστρέφω αμέσως στο σήμερα. Είναι κάτι σαν χρονικός οικοτουρισμός για μας τους εκπρόσωπους της Gen X. Είχαμε να διαχειριστούμε και την αναλογική και την ψηφιακή εποχή. Μόλις φύγουμε από τη μέση, δεν θα υπάρχει ζωντανή μνήμη της αναλογικής εποχής».

Κάποια «λήμματα», μια χαρά θα έστεκαν και σήμερα, όπως ένας από τους πιο διάσημους τότε νεολογισμούς του βιβλίου, η "McJob" εργασία, δηλαδή οι «δουλειές χαμηλής αμοιβής, χαμηλού πρεστίζ, χαμηλής αξιοπρέπειας, χαμηλών παροχών, χαμηλής προοπτικής».


Στο πλαίσιο μιας τέτοιας άσκησης χρονικού οικοτουρισμού κατέβασα το σαββατοκύριακο που μας πέρασε, το αντίτυπο του βιβλίου από το ράφι και άρχιζα να το ξεφυλλίζω μετά από πολλά, πολλά χρόνια, ψάχνοντας να διαπιστώσω αν και πόσο αμετάκλητα συνδεδεμένο υπήρξε με την εποχή του ή αν μπορεί ενδεχομένως να λέει και κάτι για το σήμερα.

Καταρχάς, στέκεται ακόμα ο υπότιτλος του βιβλίου –«Ιστορίες για μια επιταχυνόμενη κουλτούρα»– παρότι δεν θα μπορούσε να φανταστεί ούτε ο συγγραφέας του ούτε εμείς που το διαβάσαμε τότε, το είδος της γεωμετρικής επιτάχυνσης που θα ξεκινούσε λίγο αργότερα μέσω της ιλιγγιώδους τεχνολογικής ανάπτυξης.

Όσον αφορά το γλωσσάρι της «Γενιάς Χ» που σποραδικά εμφανίζεται στο πλαϊνό περιθώριο των σελίδων, κάποιοι πιασάρικοι τότε όροι και νεολογισμοί μοιάζουν είτε εντελώς παρωχημένοι είτε ως κατάλοιπα νεανικών φαντασιώσεων. Όπως το «τζετ σετ της ανέχειας», δηλαδή το να ταξιδεύεις διαρκώς με τον χαμηλότερο δυνατό προϋπολογισμό αντί για σταθερή δουλειά και μόνιμη κατοικία. Όνειρα θερινής νυκτός.


Κάποια άλλα «λήμματα» πάλι, μια χαρά θα έστεκαν και σήμερα, όπως ένας από τους πιο διάσημους τότε νεολογισμούς του βιβλίου, η "McJob" εργασία, δηλαδή οι «δουλειές χαμηλής αμοιβής, χαμηλού πρεστίζ, χαμηλής αξιοπρέπειας, χαμηλών παροχών, χαμηλής προοπτικής».

Επίσης ο «θεαματισμός» (η εμμονή με ακραίες καταστάσεις), η «αίρεση της μοναχικότητας», η «πλατωνική σκιά» (η στενή, μη σεξουαλική σχέση με άτομο του αντίθετου φύλου), η «αρχιτεκτονική δυσπεψία» (η μανία με την μινιμαλιστική αισθητική), η «μεταφασία» (η αδυναμία αντίληψης του μεταφορικού λόγου), η «κρυπτοτεχνοφοβία», η «βραζιλιοποίηση» (το διαρκές άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς και η συντριβή των μεσαίων στρωμάτων).

Δεν μας είχε ανοίξει ακριβώς τα μάτια το "Generation X", όπως αργότερα το "No Logo" της Ναόμι Κλάιν στα τέλη εκείνης της δεκαετίας, λειτουργούσε πάντως, εκτός των άλλων, και ως μια γλαφυρή προειδοποίηση για πολλά από τα δεινά που θα σημάδευαν την κουλτούρα στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα.


Σε ό,τι έχει να κάνει με την κεντρική ιστορία που αφηγείται το βιβλίο, μου έκανε εντύπωση ο συναισθηματισμός, η μελαγχολία και η μοιρολατρία που συνάντησα σ' αυτή μου την ανάγνωσή του (το θυμόμουν πολύ πιο στεγνό, αυτάρεσκο και σαρκαστικό), μαζί με μια έντονη προδιάθεση συγκρότησης ενός προσωπικού ηθικού κώδικα κάποιου τύπου.

Όπως σ' αυτό το απόσπασμα: «Διψασμένος για τρυφερότητα και τρομοκρατημένος από την ιδέα της εγκατάλειψης, άρχισα να αναρωτιέμαι αν το σεξ δεν ήταν παρά μια αφορμή για να κοιτάξεις ένα άλλο ανθρώπινο ον βαθιά στα μάτια».

Ή σ' αυτήν την μικρή ελεγεία για τις (μικρο)μεσαίες τάξεις: «Τα συναισθήματα μας, όσο υπέροχα κι αν είναι, μοιάζουν σα να αντανακλώνται στο κενό, επειδή ανήκουμε στη μεσαία τάξη. Και όταν ανήκεις στη μεσαία τάξη, πρέπει να ζήσεις με το γεγονός ότι η Ιστορία θα σε αγνοήσει, ότι η Ιστορία δεν θα υποστηρίξει τους σκοπούς σου, ότι η Ιστορία δεν θα λυπηθεί ποτέ για σένα. Είναι το τίμημα για την άνεση και την σιωπή. Και εξαιτίας αυτού του τιμήματος, όλες οι ευτυχίες είναι στείρες, όλες οι πίκρες είναι άκλαυτες. Και κάθε μικρή στιγμή έντονης, φλογερής ομορφιάς θα ξεχαστεί εντελώς, σβησμένη από τον χρόνο σαν φιλμ Super-8 που έμεινε παρατημένο στην βροχή, χωρίς ήχο, για να αντικατασταθεί από χιλιάδες δέντρα που μεγαλώνουν στη σιωπή».

 

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Βιβλίο / To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Κόντρα στα κυρίαρχα ήθη, ο Μεσοπόλεμος υπήρξε διεθνώς μια εποχή σεξουαλικής ελευθεριότητας. Μια πρωτότυπη έκδοση από τους Τάσο Θεοφίλου και Εύα Γανίδου εστιάζει στις επιδόσεις των Αθηναίων στο «παράνομο» σεξ, μέσα από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, με τα ευρήματα να είναι εντυπωσιακά, ενίοτε και σπαρταριστά.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εύα Στεφανή: «Με συγκινεί ακόμα ο «Πεισίστρατος» του Γιώργου Χειμωνά»

The Book Lovers / Εύα Στεφανή: «Βρίσκω θεραπευτικά τα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Εύα Στεφανή, σκηνοθέτιδα και καθηγήτρια Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για τη διαδρομή της από την Δάφνη ντι Μοριέ στον Ε.Χ. Γονατά κι από τον Τσβάιχ στον Γιώργο Χειμωνά.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Βιβλίο / Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Οι «Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ» είναι ένα μυθιστόρημα άριστα δομημένο, με πυκνό λόγο και πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, που αναπλάθει τη γαλλική επαρχία των ’50s μέσα από μια απελπισμένη ερωτική ιστορία με φεμινιστική χροιά. 
M. HULOT
Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Βιβλίο / Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και στοχαστής, που έβαλε ποίηση στο σκυρόδερμα και συνέδεσε τα οράματα ενός σύγχρονου «Blade Runner» με τον Παρθενώνα, μοιάζει σήμερα να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο και σημασία όσο ποτέ. Η «Συζήτηση με τους φοιτητές της αρχιτεκτονικής» από εκδόσεις ΠΕΚ αποδεικνύει γιατί.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Βιβλίο / Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Τα κεραμικά των Δαρδανελλίων, ο συσχετισμός τους με την ταυτότητα, με το συναίσθημα. Ένα γοητευτικό βιβλίο δείχνει πώς τα «λαϊκά», «αγροτικά» κεραμικά συνδέονται με το κίνημα Arts & Crafts, με τον ιαπωνισμό, με τις διακοσμητικές τέχνες και το ντιζάιν στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ