Σούπα φασόλια ή Φασουλάδα;

Σούπα φασόλια ή Φασουλάδα; Facebook Twitter
0

 

Πέρσι τέτοια εποχή οι εκδόσεις Νεφέλη ξεκίνησαν την επανέκδοση των Απάντων του Ηλία Πετρόπουλου. Η αρχή έγινε με το «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη» για να ακολουθήσουν το «Μπουρδέλο», το «Άγιο Χασισάκι», τα «Καλιαρντά» και αρκετά άλλα ακόμα. Τα περισσότερα βιβλία, μυθικά για την εποχή τους, παρέμεναν εκτός εμπορίου για καιρό. Οχτώ χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατό του και η οριστική έκδοση των Απάντων του θα είναι μια ευκαιρία για να τον γνωρίσουν και οι νεότεροι.

Με ένα τεράστιο και πολυσχιδές έργο –80 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα– έγινε γνωστός ο Ηλίας Πετρόπουλος ως λαογράφος του περιθωρίου, ανατρεπτικός λεξικογράφος, βιωματικός ρεμπετολόγος αλλά και τεχνοκρίτης, αρθρογράφος, ποιητής. Κατέγραψε εκφάνσεις του υποκόσμου που μέχρι τότε αγνοούσε ή περιφρονούσε η επίσημη έρευνα και με τρόπο που προκαλούσε τον πουριτανισμό του ακαδημαϊκού κατεστημένου, πράγμα φυσικά που του κόστισε σε διώξεις και φυλακίσεις, αναγκάζοντας τον έτσι να τραπεί σε φυγή στο Παρίσι το 1975.

Συλλέγω επίθετα που τον έχουν χαρακτηρίσει κατά κόρον όλα αυτά τα χρόνια: Αιρετικός, αποσυνάγωγος, αντικομφορμιστής, ασυμβίβαστος, ανένταχτος, ρηξικέλευθος, προκλητικός, ενοχλητικός, σαρκαστικός, άθεος, άπατρις, αναρχικός, πορνογράφος, υβριστικός, βωμολόχος, σκωπτικός, αθυρόστομος, καυστικός. Αλλά ασφαλώς και δε μου φτάνουν για να δω το όλον. Γιατί και άλλοι συγγραφείς μπορεί να είναι κάτι από όλα αυτά αλλά ο Πετρόπουλος μια ξεχωριστή μονάδα.

Αναρχικός κοντά στη ρίζα του όρου, πέρα από ιδεολογικά τερτίπια, ίσως ο μόνος από τους συγγραφείς μας που θα μπορούσε να διεκδικήσει επάξια αυτόν τον τίτλο, με μόνιμη αναφυλαξία έναντι σε κάθε τι καθεστωτικό, σταθερός σε αυτή τη γραμμή μέχρι τέλους. Ακόμα και η πορνογραφία ή ο ερωτισμός, που για αυτόν είναι ένα αξεδιάλυτο σύνολο –κόντρα στους ύποπτους διαχωρισμούς από φιλολογίζοντες του σιναφιού του– ενέχουν θέση δήλωσης επαναστατικότητας και αναρχισμού.

Παρ' όλο το κυνηγητό από την εξουσία, την αυτοεξορία στο Παρίσι, την περιφρόνηση των ομοτέχνων του, τα βιβλία του Πετρόπουλου ευτύχησαν μεγάλης αναγνώρισης απ' το κοινό. Ωστόσο ένα έργο με τέτοιο εύρος και εξαιτίας της sui generis προσωπικότητας του δημιουργού του είναι αδύνατον να προσδιοριστεί επακριβώς –παρά μόνο ψήγματα να συλλεχθούν. Ανάλογα με το εργαλείο που θα επιλέξεις για να το «διαβάσεις», ξεκλειδώνεις κάθε φορά και κάτι άλλο.

Όλα όσα έχουν γραφτεί μοιάζουν λειψά. Ίσως ακόμα να μην έχουμε συνειδητοποιήσει σε όλο τους το βάθος τι μπορεί να σήμαιναν η ασκητική επιμονή με την οποία συνέλεγε την αργκό των ομοφυλοφίλων, τα μάγκικα της λαχαναγοράς ή τα πειράγματα του δρόμου, κατέτασσε τα ονόματα οδών και πλατειών σε στρατηγούς και αγίους, αντέγραφε τις ζωγραφιές από τους τοίχους των φυλακών, φωτογράφιζε νεκροταφεία σε ακριτοχώρια της Ελλάδας.

Αν τα βιβλία του σήμερα δε θα κινδύνευαν από κατηγορίες για περιύβριση αρχής και παραβίασης του νόμου περί ασέμνων, ωστόσο δεν κινδυνεύουν λιγότερο από παρερμηνείες, αποσιωπήσεις, επιλεκτικές φωτοσκιάσεις και από την προσπάθεια διάφορων ομάδων να ενστερνιστούν την αχλή του αντισυστημικού που τον περιέβαλε. Ο Πετρόπουλος ευτυχώς διέθετε πολύ πιο ανεπτυγμένη την αίσθηση της ελευθερίας από όλους αυτούς.

Αλλά, όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, «Όμηρον εξ Ομήρου σαφηνίζειν». Τα ίδια του τα κείμενα με διαφωτίζουν. Όπως ο πρόλογος του «Κουραδοκόφτη» που, με τα σχόλια που κάνει για κάθε άρθρο, λειτουργεί σαν μπούσουλας για όλο του το έργο:

«Στην Ελλάδα κυριαρχεί η υποκρισία και η μυθολογία».

«Πιστεύω πως η πρόκληση και ο αναπόφευκτος σκανδαλισμός εξαναγκάζουν τους αναγνώστες να χρησιμοποιήσουν τη σκέψη τους».

«Πρέπει να διασώζουμε κάθε λογής γλωσσάρια, επειδή αντικατοπτρίζουν κάποιες πλευρές του κοινωνικού βίου».

Ανακαλύπτω με τη χαρά του αρχαιοδίφη ένα από τα δυσεύρετα εξαντλημένα του, που έχει πολλά να μου πει. Με εκπλήσσει με τη φρεσκάδα του και μου φαντάζει όλο σαν ένα λανθάνον επίκαιρο σχόλιο για την τρέχουσα κατάσταση. Πρόκειται για το κείμενο «Η Εθνική Φασουλάδα» που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σχολιαστής» τον Απρίλιο του 1990 και περιέχεται στο βιβλίο «Η εθνική φασουλάδα και η ομελέτα» (Νεφέλη, 1993), που πρόκειται να επανακυκλοφορήσει κι αυτό σύντομα.

Έγραφε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ το '90 με αφορμή την επανέκδοση των «Ρεμπέτικων»: «Πολύ λίγοι ξέρουν να εκθέτουν το θέμα τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρασύρουν τον αναγνώστη τους σ' ένα γοητευτικό ταξίδι, όπου οι πιο γνώριμες μορφές, τα πιο καθημερινά αντικείμενα αποδείχνονται κρύπτες άγνωστων και εξαίσιων θησαυρών». Αυτό ακριβώς κάνει ο Πετρόπουλος κι εδώ με μια φασολάδα σε μόλις 50 σελίδες. Παίρνει τα ευτελή του υλικά και τα κάνει να χορεύουν μπροστά σου.

«Το ελάχιστο είναι, ήδη, μια ελπίδα. Γραπατσώνομαι από το ελάχιστο», λέει. Κι αυτό το «γραπατσώνομαι» κρύβει μέσα του τόση λαχτάρα. «Η φασουλάδα μοιάζει κάποιο γελοίο θέμα προς μελέτην. Αλλά μέσα από το ασήμαντο βγάζεις το σημαντικό, και, μέσα στο γελοίο βρίσκεις το σοβαρό». Είναι από αυτά τα αμελητέα ελάχιστα που χρειάζεται μια ματιά σαν και αυτή του Πετρόπουλου για να τα εκτιμήσεις.

Έτσι κι εγώ βυθίζομαι σε μια ανακουφιστική σαφήνεια, εν μέσω γενικής ασάφειας. Και στην υποδόρια ειρωνεία του που με διατρέχει πατόκορφα.

Εκ πρώτης όψεως κάνει μια πλούσια αναδρομή σε ό, τι συνιστά το θέμα του. Ετυμολογικές αναζητήσεις, λεξικογραφικά παραδείγματα, ιστορικά στοιχεία, γνωμικά, παροιμιώδεις εκφράσεις, ανεκδοτολογικά περιστατικά, λέξεις της αργκό, συμβουλές για το μαγείρεμα, χρηστικές πληροφορίες, βιβλιογραφία, συνταγές. Αλλά αυτό που κάνει στην πραγματικότητα, όπως και σε όλα του τα βιβλία, είναι να καταρρίπτει μύθους. Μέσα στη φασολάδα του καθρεφτίζονται –άλλοτε ξεκάθαρα, άλλοτε αμυδρά– παθογένειες, ήθη, τάσεις, ελλείμματα, λες και γνωρίζει τη νεοελληνική ψυχή καλύτερα απ' τον καθένα.

Το φαγητό που ανέθρεψε γενιές επί γενιές με τη γοητεία του κλασικού εδέσματος της φτωχολογιάς, επιβίωσε του σνομπισμού μας στα χρόνια της μεταπολιτευτικής ευμάρειας, για να φτάσει να μας σαρκάζει σήμερα μέσα από το κείμενο του Πετρόπουλου ή έτσι μου φαίνεται. Ίσως γιατί συνοψίζει τα στρώματα του αρχοντοχωριατισμού μας.

«Οι έλληνες λαογράφοι απεχθάνονται την φασουλάδα. Οι έλληνες λεξικογράφοι περιφρονούν την φασουλάδα». Αντίθετα, ο Πετρόπουλος της αποδίδει τις τιμές που της πρέπουν.

Ακόμα και η ταπεινή φασολάδα σ' αυτή τη χώρα δεν υπολείπεται σε εθνικούς μύθους. Έτσι κι αλλιώς σέρνει πίσω της βαρύ φορτίο –μέχρι και τον τίτλο του εθνικού μας εδέσματος –σαν να λέμε ο Σολωμός στο πιάτο μας. Τον οποίο βέβαια ο Πετρόπουλος ευθαρσώς και δεν αναγνώριζε ως εθνικό ποιητή με αποτέλεσμα φυσικά να εγείρει μόνο οργή. Έτσι εδώ καταρρίπτει το μύθο περί φαγητού της φτωχολογιάς, καθώς τα φασόλια είχαν μια πλατιά κοινωνική διαστρωμάτωση. Μπαρμπούνια με αγριογούρουνο  για τους λεφτάδες, κοινά φασόλια για το λαό, γυφτοφάσουλα για τους φτωχούς και εβρέικη φασουλάδα για την κατώτατη πλέμπα. Και με ένα τέτοιο σχόλιο βάζει στη θέση τους όλους τους «ανόητους (μαρξίζοντας) έλληνες κοινωνιολόγους».

Και βάζει μια ακόμα διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Παλιά Ελλάδα και τους νεοαφιχθέντες: «Έχω μιλήσει, κατ' επανάληψιν, για τα βλαχαδερά του Μοριά που εκπολιτίστηκαν από τους πρόσφυγες». Τα μπαρμπούνια δεν τα ήξεραν στη μητροπολιτική Ελλάδα. Τα γνώρισαν από τους βορειοελλαδίτες. Αλλά κι ένα σωρό άλλα φαγητά που τους ήταν άγνωστα.

Η ιστορία της «απαισίας μνήμης» εβρέικης φασουλάδας, την οποία παραθέτει, αποδεικνύει πως οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν κατά κύριο λόγο πάμφτωχοι πληθυσμοί, ξεθολώνοντας την κυρίαρχη εικόνα περί πλούσιων εβραίων εμπόρων. Στα σφαγεία ζωντανεύει μπροστά σου συγκλονιστικές σκηνές από ένα παρελθόν που σοκάρει με τη φτώχεια του.

Και ωσάν μαζί με αμπελοφάσουλα να σου σερβίρει από κοντά στο πιάτο και λίγο ψαχνό, σου πετάει και τα απογειωτικό του σχόλιο για τη νεοελληνική πραγματικότητα. Εκεί που μαθαίνω πως στη χωριάτικη φασολάδα δεν πρέπει να τσιγαρίσεις τα κρεμμύδια, γιατί το φαγητό θα γίνει βαρύ και ότι μια καυτερή κόκκινη πιπεριά είναι των εκ των ων ουκ άνευ, εκεί κάνει κι ένα κοινωνιολογικό σχόλιο όπως: «Οι δυστυχείς Νεοέλληνες άλλαξαν (όχι μόνο τα είδη διατροφής) αλλά και τον τρόπο όπου έτρωγαν. Μέσα σε εκατό χρόνια οι συμπατριώτες μου εξελίχθησαν από ολοζώντανα πλάσματα εις πιθήκους...».

Αποθησαυρίζει από τη «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια» του 1930 ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο: «Η εγχωρία παραγωγή φασιόλων δεν καλύπτει τας ανάγκας της καταναλώσεως, δι' ό εισάγονται εκ του εξωτερικού περί τους 15-20.000 τόννοι ετησίως.» Ούτε και ο εγχώριος βασιλιάς των οσπρίων ξέφυγε από την ελλειμματική μας παραγωγή. 80 χρόνια μετά εξακολουθούμε να εισάγουμε πολύ περισσότερα απ' όσα παράγουμε.

Η κρίση κατά τον Πετρόπουλο το 1990: «Η χώρα μας μαστίζεται από μια πολιτιστική κρίση. Η χώρα μπαίνει τώρα στην χειρότερη φάση αυτής της κρίσης. Ο λαός (που δεν είναι διόλου αγνός και αθώος) ευθύνεται εν μέρει για την κρίση. Το μεγαλύτερο ποσοστό της ευθύνης το έχει και το κατέχει το Κράτος, όπως εκφράζεται από τους σάπιους πολιτικάντηδες. Εδώ και σαράντα χρόνια η Ελλάδα κατευθύνεται από βάρβαρους πρωθυπουργούς...».

Για να τα ξεχάσει όλα αυτά τι μένει; Η φασολάδα.

«Για να ξεχάσω τα καθάρματα που διοικούν την Ελλάδα, επιστρέφω με χαρά στην φασουλάδα».

Και σε πάει μια βόλτα σε ό, τι θεωρεί αυθεντικά ελληνικό. Από τον «ελληνικό τρόπο» του Νίκου Καρούζου, ο οποίος «άρχιζε τη μυσταγωγία της νύχτας με μια καυτή φασουλάδα», μέχρι την ελληνική συνείδηση όπως εκφράζεται από τον Καστοριάδη, τον Φασιανό, τον Σαχτούρη και τον Ελύτη. Οι λογοτεχνικές αναφορές της φασολάδας δεν είναι διόλου αμελητέες. Από τα χασαπάκια και τους ταμπάκηδες του Γιώργου Ιωάννου, στον Ροδοκανάκη και στον Πεντζίκη. Από τον Καραγκιόζη ως τη «Βαβυλωνία», από τον Παπαδιαμάντη ως τον Καρκαβίτσα. Και ασφαλώς στην περίφημη πολίτικη της Ιορδανίδου.

Αποδομεί απολαυστικά τα ιερά τοτέμ της κλασικής ελληνίδας νοικοκυράς, Νικόλαο Τσελεμεντέ και Χρύσα Παραδείση, που ανέθρεψαν γενιές και γενιές νεοελλήνων. Η προσπάθεια τους να εκσυγχρονίσουν με εκ Γαλλίας δάνεια την ελληνική κουζίνα, εδώ βρίσκεται αντιμέτωπη με τον άτεγκτο Πετρόπουλο, που συμφωνεί με όσους υποστήριζαν πως κάτι τέτοιες απόπειρες την νόθεψαν. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η προσπάθεια του Τσελεμεντέ για εκσυγχρονισμό των πιάτων μας συμπορευόταν με την προσπάθεια εξευρωπαϊσμού της χώρας . Έτσι μάθαμε τότε και την άγνωστη béchamel. Ο Τσελεμεντές, λέει ο Πετρόπουλος, διέθετε «ακατανόητο μίσος προς τη λέξην φασουλάδα», πάσχει από «ένα αθεράπευτο σύνδρομο της φαρίνας» και βάζει αλεύρι παντού και το ψιλοκομμένο κρεμμύδι «το βρίσκει χυδαίο γιατί προφανώς του βρώμαγε», κι έτσι το απέκλειε. Η Παραδείση με την περίφημη «Ελληνική μαγειρική» της αντιγράφει σε γενικές γραμμές τον Τσελεμεντέ αλλά πρόσθεσε και τις δικιές της πινελιές ισπανικής και ιταλικής κουζίνας. Τον ενοχλεί η ασάφεια, ο μιμητισμός και οι παραλείψεις τους και είναι σάμπως, μέσα από αυτούς, να καταφέρεται εναντίον όλων όσων πηγαίων αντικαταστάθηκαν προς χάριν ενός ευρωπαϊκού λούστρου. Νομίζω ότι αν μπορούσε, όταν τους μελετούσε, θα τους φώναζε: «Τι σούπα φασόλια και αηδίες. Φασουλάδα τη λένε, μαϊμούδες, ε, μαϊμούδες!»

«Η ελληνική κουζίνα υπήρξε αλλά ήταν αόρατη.» Και βέβαια δεν υπήρξε «μέσα στα ανύπαρκτα αρχοντικά της ανύπαρκτης αριστοκρατίας μας». Της αστικής τάξης, δηλαδή, που ποτέ δεν είχαμε. Κατά τον ίδιο τρόπο που και η δική του Ελλάδα υπήρξε αλλά ήταν αόρατη.

Και ποιο να ήταν άραγε το καλύτερο συνοδευτικό για τη φασολάδα; Μα το μαύρο χαβιάρι φυσικά. Ω, τι έκπληξη! Ο Πετρόπουλος διαβεβαιώνει τους αδαείς για την απρόσμενη σύζευξη: «Δεν κάνω πλάκα. Το χαβιάρι ήτο πάμφτηνο και περιφρονητέο. Στην Παλιά Σαλονίκη το τρώγανε οι χαμάληδες». Λες και κοροϊδεύει, μαρτυρώντας την ταπεινή καταγωγή του εδώδιμου εμβλήματός του, τον άκοπο και γρήγορο πλουτισμό μιας χώρας, που όφειλε να το φωνάζει κιόλας πως είχε αφήσει πολύ μακριά πίσω της τη φτώχεια του '50.

Και φυσικά δε λείπει ούτε εδώ ο σκανδαλώδης Πετρόπουλος. Φροντίζει να πληροφορήσει όσους από τους νεότερους το αγνοούν πως «Οι νεοέλληνες αποκαλούσαν την κλειτορίδα φασουλάκι». Και παραθέτει το βασικότερο αβαντάζ της φασολάδας έναντι των ανταγωνιστών της: «Ανέκαθεν αντιμετώπιζα την πορδή σαν γέλιο της κωλοτρυπίδας». Φάτε μια στεγνή κυριολεξία για να έχετε να πορεύεστε δηλαδή. Αυτό που σήμερα πιο πολύ σκανδαλίζει είναι το γεγονός ότι ένας άνθρωπος έσκυβε με πάθος και τρυφερότητα και όχι από επαγγελματική διαστροφή πάνω από αυτά που οι άλλοι περιφρονούσαν και έκρυβαν κάτω από το χαλί. Ο ίδιος έλεγε «Είμαι τρυφερός και εν ταυτώ ανηλεής». Έπρεπε να τα ταιριάξει αυτά τα δύο για αυτόν τον κόσμο, τον οποίο αναδιφούσε με την αφοσίωση μυρμηγκιού, σωρεύοντας ακατάπαυστα τα «ελάχιστα» στη φωλιά του για χρόνια. Και φεύγοντας άφησε υλικό για χίλιες ζωές ακόμα.

Στην πραγματικότητα διδάσκει το δικό του «ήθος» –το Πετροπούλειον– με μια ακλόνητη συνέπεια που διαπνέει όλο το έργο και μια έμφυτη ροπή προς την αλήθεια –πιο σταθερός από πολλούς άλλους θιασώτες του τρίπτυχου πατρίς-θρησκεία-οικογένεια.

Και εκτός από το ήθος ,το ύφος. Το ύφος του μεγάλου στυλίστα που συναρπάζει και σφραγίζει ανεξίτηλα. Το ύφος που σε κάνει, είτε μιλάς για φασολάδες, είτε για κατσαπλιάδες, μπουρδέλα, φουστανέλες, σκαμνιά να εξακριβώνεσαι αυτομάτως στη λογοτεχνική πιάτσα αλλά και να σε απολαμβάνουν ακριβώς γι' αυτό. Το ύφος που χρωματίζεται από «αυτό το αλλόκοτο είδος του αγοραίου που έχει καταπιεί βιβλιοθήκες» κατά Κωστή Παπαγιώργη. Και πλέκει εδεσματολογία, πορνογραφία, λαογραφία, ιστοριογραφία, κοινωνιολογία, ετυμολογία πάνω σε έναν καμβά. Η ενδελεχής έρευνα, που έχει αποβάλλει την ακαδημαϊκή δυσκοιλιότητα και σου δίνει το ψαχνό στο πιάτο. Εύστοχος μέχρι κεραίας και εραστής της ακριβολογίας  –η κυριολεξία στα καλύτερα της. Το ύφος που καταλήγει να μην είναι τίποτε άλλο από Ποίηση.

Κρατάω για το τέλος κάτι που μου επιφύλαξε στην αρχή. Πριν προλάβω ακόμα να εγκλιματιστώ στο Πετροπούλειον σκώμμα, μου πετάει στα μούτρα μια ειρωνεία που νομίζω πως είναι όλη δικιά μου. Αναφέρεται σε ένα ανεκδοτολογικό περιστατικό με τον Πεντζίκη, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία από τα χρόνια της Θεσσαλονίκης. Μια μέρα που ο Πετρόπουλος του σύστησε μια νεαρή ποιήτρια, ο Πεντζίκης, αφού την ξεψάχνισε, της είπε: «αντί να γράφεις ποιήματα, θάτανε καλύτερα να μάθεις πως μαγειρεύουν φασουλάδα». Ο Πετρόπουλος πιστοποιεί τον παροιμιώδη μισογυνισμό του Πεντζίκη. Είναι η πρώτη φορά που θα διαφωνήσω κάθετα μαζί του. Γιατί εμένα αυτό δε μου μοιάζει διόλου μισογύνικο, αλλά απλά ένα τσουχτερό σχόλιο για την αδιαφιλονίκητη υπεροχή της χρηστικότητας...

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Lifo Videos / «Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Η Αγλαΐα Παππά διαβάζει ένα απόσπασμα από τις βέβηλες και αμφιλεγόμενες «120 Μέρες των Σοδόμων» του Μαρκησίου ντε Σαντ, ένα βιβλίο αναγνωρισμένο πλέον ως αξεπέραστο λογοτεχνικό αριστούργημα και χαρακτηρισμένο ως «εθνικός θησαυρός» της Γαλλίας.
THE LIFO TEAM
Το «προπατορικό αμάρτημα» του Τζο Μπάιντεν

Βιβλίο / Ποιο ήταν το θανάσιμο σφάλμα του Τζο Μπάιντεν;

Ένα νέο βιβλίο για τον πρώην Πρόεδρο αποτελεί καταπέλτη τόσο για τον ίδιο όσο και για τη δουλοπρεπή κλίκα πιστών και μελών της οικογένειάς του, που έκαναν το παν για να συγκαλύψουν τον ραγδαίο εκφυλισμό της γνωστικής του ικανότητας.
THE LIFO TEAM
ΕΠΕΞ Συγγραφείς/ Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου / 8 Έλληνες συγγραφείς ξαναγράφουν τους μύθους και τις παραδόσεις

Η Λυσιστράτη ερμηνεύει τις ερωτικές σχέσεις του σήμερα, η Ιφιγένεια διαλογίζεται στην παραλία και μια Τρωαδίτισσα δούλα γίνεται πρωταγωνίστρια: 8 σύγχρονοι δημιουργοί, που συμμετέχουν με τα έργα τους στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, συνομιλούν με τα αρχαία κείμενα και συνδέουν το παρελθόν με επίκαιρα ζητήματα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζούντιθ Μπάτλερ: «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Τζούντιθ Μπάτλερ / «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Μια κορυφαία προσωπικότητα της σύγχρονης παγκόσμιας διανόησης μιλά στη LiFO για τo «φάντασμα» της λεγόμενης ιδεολογίας του φύλου, για το όραμα μιας «ανοιχτόκαρδης κοινωνίας» και για τις εμπειρίες ζωής που της έμαθαν να είναι «ένας άνθρωπος ταπεινός και ταυτόχρονα θαρραλέος».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ντίνος Κονόμος

Βιβλίο / «Ο κύριος διευθυντής (καλό κουμάσι) έχει αποφασίσει την εξόντωσή μου…»

Ο Ντίνος Κονόμος, λόγιος, ιστοριοδίφης και συγγραφέας, υπήρξε συνεχιστής της ζακυνθινής πνευματικής παράδοσης στον 20ό αιώνα. Ο συγγραφέας Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής παρουσιάζει έργα και ημέρες ενός ανθρώπου που «δεν ήταν του κόσμου τούτου».
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
Η ζωή του Καζαντζάκη σε graphic novel από τον Αλέν Γκλικός

Βιβλίο / Ο Νίκος Καζαντζάκης όπως δεν τον είχαμε ξαναδεί σε ένα νέο graphic novel

Ο ελληνικής καταγωγής Γάλλος συγγραφέας Αλέν Γκλικός καταγράφει την πορεία του Έλληνα στοχαστή στο graphic novel «Καζαντζάκης», όπου ο περιπετειώδης και αντιφατικός φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος ψυχαναλύεται για πρώτη φορά και συστήνεται εκ νέου στο ελληνικό κοινό.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πετρίτης»: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ηχητικά Άρθρα / Πετρίτης: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ο Τζoν Άλεκ Μπέικερ αφιέρωσε δέκα χρόνια από τη ζωή του στην παρατήρηση ενός πετρίτη και έγραψε ένα από τα πιο ιδιαίτερα βιβλία της αγγλικής λογοτεχνίας – μια από τις σημαντικότερες καταγραφές της άγριας ζωής που κινδυνεύει να χαθεί για πάντα. Κυκλοφόρησε το 1967 αλλά μόλις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι κριτικοί και το κοινό το ανακάλυψαν ξανά.
M. HULOT
Μπενχαμίν Λαμπατούτ: «Ας μην αφήνουμε τον Θεό στους πιστούς» 

Βιβλίο / Μπενχαμίν Λαμπατούτ: «Αν αξίζει ένα πράγμα στη ζωή, αυτό είναι η ομορφιά»

Εν όψει της εμφάνισής του στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, στις 21 Μαΐου, ο Λατινοαμερικανός συγγραφέας-φαινόμενο Μπενχαμίν Λαμπατούτ μιλά στη LiFO για τον ρόλο της τρέλας στη συγγραφή, τη σχέση επιστήμης και λογοτεχνίας και το μεγαλείο της ήττας – και δηλώνει ακόμα φανατικός κηπουρός και εραστής της φύσης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Το πίσω ράφι/ Άντονι Μπέρτζες: «Έρνεστ Χέμινγουεϊ»

Το Πίσω Ράφι / Ο Χέμινγουεϊ ήταν ένας φωνακλάς νταής αλλά κι ένας σπουδαίος συγγραφέας του 20ού αιώνα

Η βιογραφία «Έρνεστ Χέμινγουεϊ - Μια ζωή σαν μυθοπλασία» του Βρετανού συγγραφέα Άντονι Μπέρτζες αποτυπώνει όχι μόνο την έντονη και περιπετειώδη ζωή του κορυφαίου Αμερικανού ομοτέχνου του αλλά και όλο το εύρος της αντιφατικής προσωπικότητάς του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
21η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης

Βιβλίο / 21η ΔΕΒΘ: Εξωστρέφεια και καλύτερη οργάνωση αλλά μένουν ακόμα πολλά να γίνουν

Απολογισμός της 21ης ΔΕΒΘ που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά υπό την αιγίδα του νεοσύστατου ΕΛΙΒΙΠ. Σε ποιο βαθμό πέτυχε τους στόχους της και ποια στοιχήματα μένει ακόμα να κερδίσει;
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Η ποίηση όχι μόνο αλλάζει τον κόσμο, τον δημιουργεί» ​​​​​​/Μια νέα ανθολογία ελληνικής queer ποίησης μόλις κυκλοφόρησε στα ισπανικά /11 Έλληνες ποιητές σε μια νέα ισπανική queer ανθολογία /Queer ελληνική ποίηση σε μια νέα δίγλωσση ισπανική ανθολογία

Βιβλίο / Μια Ισπανίδα καθηγήτρια μεταφράζει ελληνική queer ποίηση

Η María López Villalba, καθηγήτρια Νέων Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Μάλαγα, μετέφρασε 11 ελληνικά ποιήματα, σε μια πρόσφατη ανθολογία που προσφέρει στο ισπανόφωνο κοινό την ευκαιρία να γνωρίσει τη σύγχρονη ελληνική queer –και όχι μόνο– ποίηση.
M. HULOT
«Κανείς δεν μας επέβαλε να έχουμε όλοι μια μονστέρα στο σαλόνι»

Βιντσέντζο Λατρόνικο / «Κανείς δεν μας επέβαλε να έχουμε όλοι μια μονστέρα στο σαλόνι»

Ο Ιταλός συγγραφέας και υποψήφιος για το βραβείο Booker, Βιντσέντζο Λατρόνικο, μιλά στη LIFO για το πολυσυζητημένο βιβλίο του «Τελειότητα», στο οποίο αποτυπώνει την αψεγάδιαστη αλλά ψεύτικη ζωή μιας ολόκληρης γενιάς ψηφιακών νομάδων στην Ευρώπη, καθώς και τη μάταιη αναζήτηση της ευτυχίας στην ψηφιακή εποχή.
M. HULOT
Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Ηχητικά Άρθρα / Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Το όνομά της έχει συνδεθεί με την εικόνα μιας αδίστακτης, σεξουαλικά ακόρεστης και επικίνδυνης γυναίκας. Ένα νέο βιβλίο, όμως, έρχεται να αμφισβητήσει αυτή τη στερεοτυπική αφήγηση και να φωτίσει μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Rene Karabash

Βιβλίο / Rene Karabash: «Θέλω πίσω τη γυναικεία δύναμη που μου στέρησαν οι άνδρες»

Η Βουλγάρα συγγραφέας Rene Karabash μιλά για το μυθιστόρημά της «Ορκισμένη», που τιμήθηκε με το βραβείο Ελίας Κανέτι, και στο οποίο εστιάζει στην ιστορία των «ορκισμένων παρθένων» γυναικών των Βαλκανίων που επέλεξαν να ζήσουν ως άνδρες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Δυο γυναίκες συγγραφείς αποκαλύπτουν τα κρυφά μυστικά της γραφής

Βιβλίο / Όλες οι γυναίκες του κόσμου στο νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Στο «Μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη», η μητρότητα γίνεται ο συνδετικός κρίκος που ενώνει όλες τις μητέρες και όλες τις κόρες με τις γυναίκες της Ιστορίας που θαυμάσαμε, αλλά και τις ανώνυμες «Παναγίες» που κράτησαν στους ώμους τους τα βάρη της ανθρωπότητας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ