ΤΟ ΕΛΑΦΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ της δεκαετίας του ’60 δεν είναι... ελαφρό πράγμα. Εννοώ πως το κοινωνικό αντίκρισμά του υπήρξε σημαντικό και συμβατό με όλες τις εξελίξεις στην τέχνη του τραγουδιού και τη διασκέδαση, αντανακλώντας τους προβληματισμούς της εποχής.
Χοντρικά, θα έλεγα πως το ελαφρό τραγούδι είναι τέτοιο έως το 1964-65, μετά επιχειρεί να γίνει κάπως πιο «μοντέρνο», ώστε να μπορέσει να επιβιώσει μέσα στην πολιτισμική θύελλα της beatlemania και της μετατροπής της κυρίαρχης διασκέδασης από... μεσόκοπη σε νεανική, ενώ μετά από την επιβολή της δικτατορίας θα μετατρεπόταν σταδιακά σε ελαφρολαϊκό, αποκτώντας πολύ μεγάλο εμπορικό κύρος και συχνά καλλιτεχνικό.
Δεν μπορείς να δεις το ελαφρό τραγούδι, στα σίξτις, έξω από αυτές τις πολύ βασικές παραμέτρους – κι ένας τραγουδιστής όπως ο αείμνηστος Σάκης Παπανικολάου (1933-2022) αποτελεί, με το ρεπερτόριό του, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της διολίσθησης και μετεξέλιξης του ελαφρού από φάση σε φάση. Με αφορμή ένα μάλλον ανέλπιστο βιβλίο, που κυκλοφόρησε εσχάτως από το Όγδοο, την αυτοβιογραφία του Παπανικολάου υπό τον τίτλο «Αποθήκη Αναμνήσεων» επικεντρωνόμαστε τώρα στον άξιο αυτόν ερμηνευτή.
Κατ’ αρχάς εκείνο που πρέπει να ειπωθεί είναι πως ο Παπανικολάου ήταν κι ένας πολύ καλός γραφιάς-αφηγητής (πέρα από ερμηνευτής). Η γλώσσα του είναι στρωτή, ρέει με άνεση, και βασικά είναι ουσιαστικός σ’ αυτά που αφηγείται, δίχως να πλατειάζει.
Οι νεότεροι φαν του ελληνικού τραγουδιού μπορεί να μην γνωρίζουν πολλά για την περίπτωση του Παπανικολάου, αλλά για τους πιο μεγάλους το όνομά του σίγουρα σημαίνει πολλά – καθώς αυτό είναι στενά συνδεμένο με τη διασκέδαση του ’60, τα φεστιβάλ τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, τον κινηματογράφο και βεβαίως με την ανάλογη δισκογραφία. Ο Σάκης Παπανικολάου θα έφευγε από τη ζωή πριν συμπληρώσει τα 89 χρόνια του, στις 4 Ιανουαρίου 2022, με το βιβλίο να το παραδίδουν προς έκδοση οι γιοι του, ο Φώτης και ο Νίκος. Όπως γράφουν οι ίδιοι στον πρόλογο:
«Είδε πολλά, έζησε πολλά και άκουσε πολλά. Και πάντα ευχαριστούσε τον Θεό για αυτό. Δεν ένιωσε ποτέ το πατρικό χάδι, αφού ορφάνεψε λίγους μήνες πριν έρθει σ’ αυτόν τον κόσμο. Έζησε τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής στην Πάτρα, όπου μεγάλωσε με τις τόσες κακουχίες, που πάντα θυμόταν μέχρι το τέλος. Τα ξεπέρασε όμως, με τη βοήθεια, την αγάπη και το μυαλό της μάνας του, Διονυσίας, που δεν δίστασε να προτάξει τα στήθη της μπροστά στο όπλο του κατακτητή, για να προστατεύσει εκείνον και τον αδελφό του. Τι εικόνα κι αυτή για ένα παιδί εννέα ετών. Και δεν ήταν η μόνη... Μέσα από τα χρόνια αυτά, αλλά και τα επόμενα που ακολούθησαν, επίσης δύσκολα, άνοιξε τα φτερά του, ανδρώθηκε και πέτυχε πολλά. Υπήρξε εξαιρετικός μαθητής, σπουδαίος αθλητής(...). Αυτό όμως που τον κέρδισε τελικά ήταν το μεγαλύτερο από τα ταλέντα του, το τραγούδι, που αγαπούσε από μικρό παιδί και δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του χωρίς αυτό, και που τον ακολούθησε μέχρι το τέλος».

Κατ’ αρχάς εκείνο που πρέπει να ειπωθεί είναι πως ο Παπανικολάου ήταν κι ένας πολύ καλός γραφιάς-αφηγητής (πέρα από ερμηνευτής). Η γλώσσα του είναι στρωτή, ρέει με άνεση, και βασικά είναι ουσιαστικός σ’ αυτά που αφηγείται, δίχως να πλατειάζει. Βεβαίως το βιβλίο είναι κάπως ετεροβαρές, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με το ύφος του συγγραφέα. Τι εννοώ με το «ετεροβαρές»; Πως το «Μέρος 1 / Παιδικά και Νεανικά Χρόνια» απλώνεται σε 124 σελίδες (21-145), ενώ το «Μέρος 2 / Μια διαδρομή στην Οδό των Ήχων και των Εικόνων», που αναφέρεται στην καριέρα τού τραγουδιστή-τραγουδοποιού, μόλις σε 50 (149-189).

Σάκης Παπανικολάου, Αποθήκη Αναμνήσεων, Εκδ. Όγδοο
Προφανώς ο Παπανικολάου ενδιαφερόταν να περιγράψει περισσότερο και με λεπτομέρειες τα δύσκολα παιδικά χρόνια του στην Πάτρα, καθώς μεγάλωνε, ανακαλύπτοντας τον εαυτό του και εδραιώνοντας την αγάπη του για την καλλιτεχνία. Φυσικά, έχουν ενδιαφέρον και αυτές οι σελίδες – και για μένα πολλαπλάσιο, επειδή όλα τα τοπωνύμια, που αναφέρονται μού είναι πάρα πολύ οικεία (λόγω και της δικής μου καταγωγής), ενώ και οι διηγήσεις του συγγραφέα είναι σε μεγάλο βαθμό ανάλογες με εκείνες των δικών μου γονιών στα ίδια ακριβώς μέρη, την ίδια εποχή.
Ένοιωσα «κάπως», εννοώ, διαβάζοντας τις ιστορίες με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, στην Πάτρα, επί Κατοχής, ενώ ανακάλεσα και τις διηγήσεις του δικού μου πατέρα για τα πατρινά κέντρα διασκέδασης στα μετακατοχικά χρόνια, και βασικά την «Εξέδρα» –στον κεντρικό μώλο της Αγίου Νικολάου, εκεί όπου ήταν ο παλιός φάρος της πόλης–, τον χώρο, στον οποίο θα εμφανιζόταν, για πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο, κάπου στην αρχή της δεκαετίας του ’50, ο Παπανικολάου.

Στο κεφάλαιο 2 βρίσκουμε όλα εκείνα που συνιστούν το καλλιτεχνικό όνομα «Σάκης Παπανικολάου». Ο συγγραφέας ανοίγει την «αποθήκη των αναμνήσεων» και καταγράφει σημαντικές όψεις της διαδρομής του, που σχετίζονται με τις εμφανίσεις του στη ραδιοφωνία, στα στούντιο ηχογραφήσεων, στις θεατρικές σκηνές, στα κινηματογραφικά πλατώ, στα πάλκα των κέντρων διασκέδασης της εποχής, όπως και στα πάμπολλα φεστιβάλ τραγουδιού (στην Ελλάδα και το εξωτερικό), όταν συνεργαζόταν με την αφρόκρεμα του ελαφρού εκείνων των ετών, και βασικά με τους συνθέτες Κώστα Γιαννίδη, Κώστα Καπνίση, Αλέκο Γεωργιάδη, Γιώργο Κατσαρό, Μίμη Πλέσσα, Γιώργο Θεοδοσιάδη, Ανδρέα Χατζηαποστόλου, Αλέκο Σπάθη, Χάρη Ανδρεάδη, Σπύρο Παπαβασιλείου, Γεράσιμο Λαβράνο, Γιάννη Καστρινό, Γιώργο Μουζάκη, Μανώλη Χιώτη κ.ά.
Τα γεγονότα, ευχάριστα και δυσάρεστα, είναι πολλά, με τον Παπανικολάου να τα περιγράφει απλά και κατανοητά, χωρίς να αποφεύγει και το δικό του «τσαλάκωμα» (με το άγριο περιστατικό στο night-club Coronet, κάτω από το ξενοδοχείο King’s Palace, στην αρχή της Πανεπιστημίου). Φυσικά, στο εν λόγω κεφάλαιο γίνεται λόγος και για τα πιο γνωστά τραγούδια του, όπως ήταν το «Φέρε μου την άνοιξη» (Μίμης Πλέσσας) από το σάουντρακ της ταινίας του Γιάννη Δαλιανίδη «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες» (1967) (πρόκειται, απλώς, για το ελληνικό... “Blue velvet”, με το κλιπ, αισθητικά, να φέρνει στη μνήμη κάτι από την πολύ μεταγενέστερη ταινία του David Lynch!), «Θα πάρω τ’ άλλο τραίνο» (Σάκης Παπανικολάου), που κατέκτησε τρίτο βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, το 1969 κ.λπ.
Σάκης Παπανικολάου - Θα πάρω τ’ άλλο τραίνο
Απ’ αυτά τα «και λοιπά» θα ξεχώριζα το «Είναι η νύχτα στα νερά της» (1966) των Γιώργου Ποταμιάνου-Θάνου Σοφού, το οποίο θα έλεγε και η Φλέρυ Νταντωνάκη το 1973, το «Όνειρο παληό λησμονημένο» (1969) στην ψυχεδελική εκτέλεση των Dave Set (θα το έλεγε και ο Παπανικολάου πιο μετά), το «Απόψε» (1969) και ακόμη την εκτέλεση του παραδοσιακού «Ο Μενούσης» από το LP «Κοχύλια και Ανεμώνες» [Sparta, 1972].
Σάκης Παπανικολάου - Είναι η νύχτα στα νερά της
Περαιτέρω, στο βιβλίο υπάρχει κι ένα τρίτο φωτογραφικό μέρος, το «Στιγμιότυπα προσωπικού αρχείου» που αναπτύσσεται σε 70 σελίδες (192-262) και που περιλαμβάνει πλούσιο οπτικό υλικό, όπως φωτογραφίες, που απεικονίζουν ανάμεσα σε άλλα και τις φιλικές σχέσεις του Παπανικολάου με προσωπικότητες του χώρου, όπως την Σοφία Βέμπο ή την Ζωζώ Σαπουντζάκη, εξώφυλλα δίσκων και φωτογραφίες ετικετών, εξώφυλλα περιοδικών, αποκόμματα ή και ολάκερες σελίδες από συνεντεύξεις σε έντυπα, διαφημιστικές καταχωρήσεις κέντρων, θεάτρων και εκδηλώσεων, πίνακες ζωγραφικής που είχε φιλοτεχνήσει ο συγγραφέας κ.λπ.

Κάποιο απ’ αυτό το υλικό είναι αρκετά διαφωτιστικό και σε σχέση με άλλα τραγούδια του Παπανικολάου, όπως, για παράδειγμα, το «Ένα καράβι από χαρτί», που ήταν η μία από τις δύο ελληνικές συμμετοχές στην 3η Ολυμπιάδα Τραγουδιού, το 1970 ή το «Πάνω απ’ όλα έχω τον Παναθηναϊκό» (Μάρτιος 1971), που κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια της «εποποιίας» του Wembley κ.λπ. Επίσης εδώ καταγράφεται και η ιδιαίτερη πορεία του πατρινού ερμηνευτή στις χώρες του ανατολικού μπλοκ (και βασικά στην Βουλγαρία και την Πολωνία) λόγω των επιτυχημένων εμφανίσεών του στο Sopot International Song Festival (στην πολωνική πόλη Σόποτ) το 1976 και στο Golden Orpheus (στην Sunny Beach της Βουλγαρίας) το 1977.
Το βιβλίο του Σάκη Παπανικολάου «Αποθήκη Αναμνήσεων» θα ολοκληρωθεί με το τέταρτο και τελευταίο μέρος του, που έχει τίτλο «Τα τραγούδια» και στο οποίο περιλαμβάνονται 30 κώδικες QR, που, σκαναρισμένοι με το σμάρτφον, σε οδηγούν στα αντίστοιχα κομμάτια. Μία πλήρης έκδοση λοιπόν για μια προσωπικότητα του ελαφρού τραγουδιού μας, με τη δική της ιδιαίτερη ιστορία.
Μίμης Πλέσσας "Φέρε μου την Άνοιξη" με τον Σάκη Παπανικολάου