Ο ΗΛΙΑΣ ΖΑΪΚΟΣ είναι ο τραγουδοποιός, κιθαρίστας και τραγουδιστής των Blues Wire – του καλύτερου blues συγκροτήματος, που εμφανίστηκε ποτέ στην Ελλάδα. Άρα, και κατ’ επέκτασιν, είναι και ο Ζάικος ένας μουσικός, ο πρώτος, από κάθε άποψη, αυτού του στυλ στη χώρα μας. Τούτα είναι λόγια κοινά, με τα οποία όλοι συμφωνούν.
Μέσα στα χρόνια έχω γράψει πολλές φορές για δίσκους των Blues Wire, ενώ έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε που τους είδα για πρώτη φορά ζωντανά, όταν αποκαλούνταν ακόμη Blues Gang (και ο Ζάικος τραγουδούσε με το χέρι στο γύψο – κρατείστε το αυτό). Επίσης να πω πως ο Ζάικος, για ένα-ενάμισι χρόνο υπήρξε συνεργάτης στο περιοδικό «Jazz & Τζαζ» (από τον Σεπτέμβριο του 2005 έως και τον Ιανουάριο του 2007), κάτι που σημαίνει πως είχα εγκαίρως ψυλλιαστεί (και) την αγάπη του για τη γραφή – και κατά συνέπεια δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία το παρόν βιβλίο του, που αποκαλείται «Ντόμπρα blues» και που κυκλοφορεί, τώρα, από τις OBLIK Editions της Θεσσαλονίκης.
Τα υποκεφάλαια είναι μικρά, η αφήγηση γοργή και κάπως έτσι μεταφέρεσαι από το ένα θέμα στο άλλο, δίχως να το καταλαβαίνεις. Αυτό οφείλεται στον τρόπο που γράφει ο Ζάικος, που είναι απλός, κατανοητός και κυρίως μεστός – και μάλιστα με μια εκφραστική άνεση, που την συναντάς μόνο στους φτασμένους γραφιάδες.
Επίσης να πω πως μέσα από το facebook, τα πιο πρόσφατα χρόνια, διαβάζω τα ποστ του Ζάικου, τα οποία ασυζητητί είναι από εκείνα που ξεχωρίζουν, επειδή βγάζουν πάντα μια ανθρωπιά. Νομίζω πως αυτή η λέξη υπερισχύει όλων όσων μπορώ να σκεφθώ, σε σχέση με τα κείμενά του, και πως όσο και να προσπαθήσω μάλλον δεν θα μπορέσω να βρω καλύτερη. Διαβάζεις, εννοώ, τις σκέψεις ενός ανθρώπου, αγνού και καθαρού, που αγαπάει τον κόσμο. Όχι όλο τον κόσμο... εκείνον που αξίζει της αγάπης του.
Το βιβλίο από τον τίτλο του, ήδη, δείχνει τον δρόμο. Πρώτα μια λέξη σλάβικης προέλευσης (που συμβολίζει και τη δική του ανάλογη ρίζα), η λέξη «ντόμπρα», που σημαίνει ειλικρινή, καθαρά, αληθινά και δίπλα η λέξη «blues», με λατινικούς χαρακτήρες γραμμένη (και όχι «μπλουζ»), που δείχνει εκείνο που έχει βιώσει καλλιτεχνικά ο Ζάικος και είναι η ζωή του όλη – δηλαδή το blues. Άρα ξέρεις, κατά μίαν έννοια, πως εδώ θα διαβάσεις κείμενα αληθινά, αλλά και κείμενα για το blues και για τη ζωή του Ζάικου ως bluesman. Βαριά η λέξη (bluesman) –δεν ξέρω αν την αποδέχεται ο ίδιος, λόγω της ταπεινότητας που τον διακρίνει–, αλλά εγώ τη γράφω και την εννοώ.
Blues Gang - Dangerous Blues
Το κοντόχοντρο αυτό βιβλίο, με τον πίνακα του Λουκά Βενετούλια «Θεσσαλονίκη 1980» στο εξώφυλλο και με τις 382 σελίδες του, διαβάζεται άνετα και στο πι και φι – μην σας τρομάζει ο όγκος του δηλαδή. Είναι καλοτυπωμένο, καλοσχεδιασμένο, ελαφρύ στα γραμμάριά του, και κυλάει σαν νεράκι. Δεν ξέρω αν είναι ένα βιβλίο παραλίας ή κομοδίνου (προσωπικά δεν διαβάζω ούτε σε παραλίες, ούτε σε κρεβάτια), λέω, όμως, ότι είναι ένα βιβλίο που λειτουργεί και σαν αποτύπωμα μιας τίμιας και ανεξάρτητης ζωής, που κυλάει (η ζωή) δίχως να λοξοδρομεί ή να κάμπτεται από τις πάσης φύσεως «σειρήνες».

Ο Ηλίας Ζάικος (γενν. το 1960) μας παρουσιάζει, κατ’ αρχάς εδώ, μία περίπου αυτοβιογραφία του. Εννοώ πως στο «Ντόμπρα blues» μιλάει για τα παιδικά χρόνια του, το χωριό του στη Φλώρινα, τη ζωή του στο χωριό, τους γονείς του, τους παππούδες, τις γιαγιάδες και τους συγγενείς του, όλα όσα τον καθόρισαν σαν παιδί, πριν περάσουμε στη μεγάλη πόλη, τη Θεσσαλονίκη, στα χρόνια του ’70 πια, όταν ως έφηβος θα αρχίσει να ασχολείται με τη μουσική (σαν ακροατής αρχικά) και μετά τα είκοσί του σαν κιθαρίστας.
Τα υποκεφάλαια είναι μικρά, η αφήγηση γοργή και κάπως έτσι μεταφέρεσαι από το ένα θέμα στο άλλο, δίχως να το καταλαβαίνεις. Αυτό οφείλεται στον τρόπο που γράφει ο Ζάικος, που είναι απλός, κατανοητός και κυρίως μεστός – και μάλιστα με μια εκφραστική άνεση, που την συναντάς μόνο στους φτασμένους γραφιάδες.
Βεβαίως, ένας άνθρωπος 65 ετών, ας είναι και πρωτοεμφανιζόμενος στην επίσημη γραφή, δεν μπορεί παρά να έχει διανύσει τα γραπτά χιλιόμετρά του, εκλεπτύνοντας μέσα στα χρόνια το ύφος του, βρίσκοντας, παράλληλα, τους τρόπους να εκφράζεται καλύτερα και κυρίως όπως του αρέσει. Ο Ζάικος σαν γραφιάς, ή σαν συγγραφέας αν θέλετε, «το έχει» όπως λέμε, και γι’ αυτό, λόγω της άνεσής του στον γραπτό λόγο, μπορεί να μιλάει (δηλαδή να γράφει) για πολλά και τελείως διαφορετικά μεταξύ τους ζητήματα, ξέροντας, κάθε φορά, τι θα πει.

Είτε γράφει, λοιπόν, για τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο, είτε γράφει για τα πολιτικά πρόσωπα του καιρού μας, είτε γράφει για κοινωνικά θέματα, είτε γράφει για τον καπιταλισμό, για τον σύγχρονο τρόπο ζωής, για την κοινωνική αδικία, για τον πολιτισμό και τον τρόπο που τον διαχειρίζονται οι εξουσίες, για τη (μη) σχέση του με το στρατό και το δημόσιο, μα ακόμη και για τον κινηματογράφο, τη λαϊκή μουσική κτλ., όλα αυτά που σημειώνει είναι πάντα «σκεπασμένα» με τη σιγουριά που προσφέρει το βίωμα – μαζί με τις ποικίλες επιλογές στη ζωή του, που τον έχουν οδηγήσει στη γνώση. Γιατί, όπως γράφει και ο ίδιος κάπου... «βιβλία στη ζωή μου δεν διάβασα πολλά, όχι όσα ήθελα».
Φυσικά, από το «Ντόμπρα blues» δεν γίνεται να μην παρελαύνει (και) η ιστορία των Blues Gang και βεβαίως των Blues Wire στην πορεία, ή μάλλον, καλύτερα, συγκεκριμένα στιγμιότυπα αυτής της διαδρομής, τα οποία μέσα στα χρόνια θα αποδεικνύονταν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, καθοριστικά. Κι ένα απ’ αυτά είναι, οπωσδήποτε, το ατύχημα του πιωμένου Ζάικου με τη βέσπα του αείμνηστου Γιώργου Τσακαλίδη (δισκάδικο Bebop music, κλαμπ Παραρλάμα, Ano Kato Records, κλαμπ Υδρόγειος κ.λπ.), στο μέσο των 80s, στην περιοχή του Λευκού Πύργου, στη Θεσσαλονίκη, που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Τη γλίτωσε ο φίλος μας ευτυχώς... και το σπασμένο χέρι, με το οποίο θα εμφανιζόταν αργότερα στις συναυλίες, θα ήταν το λιγότερο.

Το βιβλίο του Ηλία Ζάικου θα ολοκληρωθεί με μια σειρά κειμένων άμεσα σχετιζόμενων με το blues, καθώς σ’ αυτά γράφει για μεγάλους μουσικούς με τους οποίους θα γνωριζόταν στη διαδρομή του (Champion Jack Dupree, Clarence “Gatemouth” Brown, Louisiana Red, Maxine Howard, Katie Webster, Carey Bell, Lurrie Bell κ.ά.) – κείμενα, που, για πρώτη φορά, είχαν δημοσιευθεί στο «Jazz & Τζαζ», μεταξύ 2005-2007. Χαίρομαι, γιατί τα ξαναβλέπω τώρα, εδώ, στο «Ντόμπρα blues», σ’ αυτό το πολύ περιποιημένο βιβλίο. Ας κλείσω, λοιπόν, μ’ ένα δείγμα της δικής του γραφής:
«Μόνο με κλειστά μάτια βλέπεις την αλήθεια. Πώς κατάντησε έτσι αυτός ο τόπος; Πόση φτήνια κι υποκρισία έχει καλλιεργηθεί και πλέον φουντώνει ανεξέλεγκτα; Έχουμε τις πιο ακριβές παροχές αγαθών και παράλληλα μισθούς πείνας, πλήρως κατευθυνόμενη ενημέρωση και μηδενικό έλεγχο της εξουσίας. Η κριτική αδειάζει από αυστηρότητα όσο πιο γεμάτο πορτοφόλι έχει εκείνος που τη δέχεται. Μέσα μου στροβιλίζονται η περιφρόνηση για τους υπανθρώπους, που ακούω γύρω μου και βλέπω στις τηλεοράσεις και σε ρυπαρές ιστοσελίδες, μαζί με την απελπισία της παραδοχής πως αποδειχτήκαμε ανεπαρκείς, άβουλοι κι ελάχιστοι να σπρώξουμε τον κόσμο μας σε μια καλύτερη πραγματικότητα. Και βγαίνω εκτός εαυτού σαν διαβάζω καθημερινά υπέρ ανιστόρητων θεωριών των δύο άκρων, δήθεν τήρηση ίσων αποστάσεων κι ισοπεδωτικές απόψεις τύπου “όλοι το ίδιο είναι”, ενόσω ο κοινωνικός αυτοματισμός δουλεύει υπερωρίες. Ο φασισμός είναι ένας και μισητός, δεν έχει άλλες πλευρές και δεν είναι νόμισμα για να ’χει άλλη όψη».
Blues Wire - Keep blues alive