ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ, όπως το έχουμε τονίσει κι άλλες φορές στο παρελθόν, αποτελούν την πιο καλή συντροφιά του μουσικόφιλου – πριν ή μετά από τις ακροάσεις. Πάνε «πακέτο», δηλαδή, με τα βινύλια, τα CD ή τα ψηφιακά αρχεία, δημιουργώντας νέες βάσεις απόλαυσης του ήχου και αποτελώντας χάρτες για νέες ανεξερεύνητες διαδρομές. Μερικά τέτοια βιβλία σας παρουσιάζουμε στη συνέχεια...
Χάρης Συμβουλίδης: 60 Χρόνια Scorpions
[εκδόσεις ΛΟΓΟ-ΤΥΠΟ]
Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του γνωστού μουσικογράφου Χάρη Συμβουλίδη. Το βιβλίο έχει τίτλο «60 Χρόνια Scorpions» (2025) και αποτελεί, όπως όλοι και όλες αντιλαμβάνονται, μια μονογραφία για τους Scorpions – αυτό το γερμανικό συγκρότημα του hard rock, που τυχαίνει να είναι κι ένα από τα διαχρονικά αγαπημένα των μουσικόφιλων στη χώρα μας. Είναι προφανές, θέλω να πω, πως εξαιτίας της δημοτικότητας των Scorpions στην Ελλάδα γράφτηκε το βιβλίο –κάτι που το φανερώνει και ο υπότιτλός του... «το γερμανικό ροκ φαινόμενο που λάτρεψε η Ελλάδα»– και αυτό από μόνο του έχει ξέχωρο ενδιαφέρον. Να προσεγγιστεί, εννοώ, και αυτή η διάσταση της ιστορίας τους, η ελληνική – κάτι που συμβαίνει στο τελευταίο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «αντί επιλόγου / οι Scorpions και η Ελλάδα».
Κατ’ αρχάς το πρώτο που πρέπει να πω είναι πως το βιβλίο έχει διαστάσεις 17Χ24 (είναι κάπως μεγαλούτσικο δηλαδή), διαθέτοντας 136 σελίδες, με διάφορες ασπρόμαυρες φωτογραφίες και γραφιστικά να «πέφτουν» ενδιαμέσως. Επίσης έχει ωραίο εξώφυλλο και ωραίο, μοντέρνο σχεδιασμό. Είναι τραβηχτικό σαν εικόνα και σαν... ξεφύλλισμα, και αυτό οπωσδήποτε μετράει.
Οι ιστορίες διαδέχονται η μία την άλλη και, κάπως έτσι, επιλέγω εδώ κάτι από εκείνη του τραγουδιού “Wind of change” (που συνδέθηκε, ως γνωστόν, με την πτώση του «υπαρκτού»), προκειμένου να αντιληφθείτε, ανάμεσα σε άλλα, και τον τρόπο γραφής του Συμβουλίδη...
Ο Συμβουλίδης είναι φαν προφανώς των Scorpions ή τέλος πάντων έγινε από ένα σημείο και μετά, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να προτείνει ένα βιβλίο «αντικειμενικό», χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές και μεγαλοστομίες. Ο λόγος του είναι μετρημένος, σοβαρός, «ψαγμένος», όσον αφορά τα του γερμανικού γκρουπ (το αντιλαμβάνεσαι αμέσως αυτό, από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο), και εν τέλει έγκυρος. Εγώ αυτό εισπράττω διαβάζοντας το βιβλίο – και κρίνοντας στο μέτρο που μπορώ όλα αυτά που υποστηρίζει ο συγγραφέας. (Το λέω, γιατί η δική μου επαφή με τους Scorpions δεν είναι αυτή του φαν, αλλά του απλού και περιστασιακού ακροατή της μουσικής τους, καθώς το μοναδικό άλμπουμ τους που έχω στη δισκοθήκη μου, από 30ετίας και βάλε, είναι το παρθενικό τους “Lonesome Crow”).

Το πόσο έχει ψάξει ο Συμβουλίδης τα των Scorpions το «πιάνεις», όπως προείπα, από το αρχικό κεφάλαιο του βιβλίου, που ασχολείται με την προϊστορία του γερμανικού γκρουπ, η οποία ξεκινά το 1965, κάπου κοντά στο Ανόβερο, φθάνοντας μέχρι και την κυκλοφορία του “Lonesome Crow”. Αυτή η περίοδος δράσης των Scorpions δεν είναι γνωστή στους πολλούς, ούτε επαρκώς καταγραμμένη, με τον Συμβουλίδη, που έχει πρωτογενείς πηγές, να κάνει λόγο μέχρι και για τους Βρετανούς... συνονόματους Scorpions, που θα έκαναν επιτυχία ακόμη και στην Ελλάδα (είχαν κυκλοφορήσει τουλάχιστον τρία 45άρια στη χώρα μας, το 1966). Βεβαίως τους «κανονικούς» Scorpions όλος ο κόσμος, και οι Έλληνες, θα τους γνώριζαν για τα καλά από το 1974 και μετά, και φυσικά στις δεκαετίες του ’80 και του ’90.
Ο Συμβουλίδης ακολουθεί μία τρόπον τινά γραμμική αφήγηση στην ιστορία του, πιάνοντας τους Scorpions δίσκο με δίσκο, και επιτυχία με επιτυχία, προσθέτοντας συνεχώς λεπτομέρειες σε σχέση με τις επιρροές του γκρουπ, τα πολύ καλά, καλά και αδιάφορα τραγούδια τους, τα μέλη και τις αλλαγές τους, τους παραγωγούς και τους μάνατζέρ τους, τα live τους, τον τρόπο που προσέγγισαν τα διαφορετικά ακροατήρια, στην Ευρώπη, την Αμερική ή την Ιαπωνία, με τα άλμπουμ που αποτέλεσαν το πρώιμο βαρύ πυροβολικό τους, σαν τα “In Trance”, “Virgin Killer”, “Lovedrive”, “Animal Magnetism”, “Blackout” και όλα τα υπόλοιπα, ενώ δεν λείπουν οι ιστορίες για τα... απρεπή ή... σοκαριστικά εξώφυλλά τους –που ήταν, εδώ που τα λέμε, κι ένα από τα χαρακτηριστικά τους– και άλλα διάφορα, που σίγουρα θα κρατήσουν το ενδιαφέρον των fans σε υψηλό επίπεδο.
Οι ιστορίες διαδέχονται η μία την άλλη και κάπως έτσι επιλέγω, εδώ, κάτι από εκείνη του τραγουδιού “Wind of change” (που συνδέθηκε, ως γνωστόν, με την πτώση του «υπαρκτού»), προκειμένου να αντιληφθείτε, ανάμεσα σε άλλα, και τον τρόπο γραφής του Συμβουλίδη...
«Μπορεί ασφαλώς να επικρίνεις τη μελό βάση του “Wind of change”, επισημαίνοντας ότι ωχριά μπροστά στις μπαλάντες της ακμής τους. Μπορείς να αισθανθείς συμπάθεια για τον ιθύνοντα της δισκογραφικής, που έκανε τα αδύνατα δυνατά για να αφαιρεθεί το κατά τη γνώμη του ακαλαίσθητο σφύριγμα του Meine, το οποίο εν τέλει πέρασε μόνο λόγω της άκαμπτης επιμονής του. Και σίγουρα μπορείς να ορίσεις το τραγούδι ως μια στιγμή που εν καιρώ παγίδεψε τους Scorpions σε μια χρονοκάψουλα, παγιώνοντάς τους ως η μπάντα ειδική στις μπαλάντες, με μπροστάρη τον τραγουδιστή με το στρατιωτικό μπερεδάκι και το κατσαρό μαλλί. Αλλά για έναν εντυπωσιακό αριθμό μουσικόφιλων ανά την υφήλιο, το “Wind of change” έγινε ένα με μια συγκινησιακή στιγμή που σάρωσε τα πάντα, γιγαντωμένο έτσι σε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Ακόμα και το σφύριγμα του Meine, που έκανε τόσα αφτιά να πονέσουν, έμεινε ως αδιαφιλονίκητο σήμα κατατεθέν».
Από ’κει και πέρα έχουμε κεφάλαια για το «αδικημένο» “Face the Heat” του 1993, τα άτολμα και ακατανόητα “Pure Instinct” του ’96 και “Eye II Eye” του ’99, το παράταιρο “Scorpions & Berliner Philharmoniker-Moment of Glory” του 2000 ή το ανιαρό “Acoustica” του ’01, με τις ιστορίες (κρίσεις για δίσκους, τραγούδια και άλλα τινά περιστατικά) να συνεχίζονται έως και τα χρόνια της covid-19 με την καλή περίπτωση του άλμπουμ “Rock Believer” το 2022.
Και κάπου εδώ φθάνουμε στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Συμβουλίδη για τους Scorpions, το «Οι Scorpions και η Ελλάδα», που κλείνει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την εξιστόρηση της εξηκονταετίας του γερμανικού γκρουπ. Όλα όσα διαμόρφωσαν τη σχέση του ελληνικού κοινού με το γερμανικό συγκρότημα, τα απανωτά live του στη χώρα μας, ο τρόπος που το αντιμετώπισαν οι δικοί μας μουσικογραφιάδες και άλλα διάφορα μπαίνουν σε μια τάξη και μια σειρά, δίνοντας στον αναγνώστη και την αναγνώστρια μια σωστή και ακεραία εικόνα αυτής της εντελώς μοναδικής σχέσης.
Το βιβλίο του Χάρη Συμβουλίδη το διάβασα (ξαν)ακούγοντας, παράλληλα, χαρακτηριστικά τραγούδια απ’ όλη τη βασική δισκογραφία των Scorpions, μα ακόμη και από δίσκους τους, τους οποίους αγνοούσα εντελώς. Το τελευταίο δεν θα το έκανα ποτέ στη ζωή μου (μάλλον), αν δεν με καθοδηγούσε τούτο το πολύ ενδιαφέρον ανάγνωσμα.
Scorpions - Catch your Train
Επαφή: www.logo-typo.gr
Νίκος Δρόσος: Στέλιος Καζαντζίδης-Πάνος Γεραμάνης, Όπως τους γνώρισα
[Μετρονόμος]

Ο 74χρονος Νίκος Δρόσος είναι δημοσιογράφος, με παρουσίες σε διάφορες εφημερίδες (Έθνος, Ελεύθερος Τύπος, Espresso κ.λπ.), με το βιβλίο του «Στέλιος Καζαντζίδης-Πάνος Γεραμάνης, Όπως τους γνώρισα», που είναι μικρού μεγέθους και 100 σελίδων, να περιστρέφεται γύρω από το λαϊκό τραγούδι... και βασικά τον Στέλιο.

Το βιβλίο ξεκινάει με το πιο βασικό κεφάλαιο όλων, το «Ο Στέλιος Καζαντζίδης όπως τον γνώρισα», που απλώνεται σε δέκα σελίδες και στο οποίο καταγράφεται η γνωριμία του συγγραφέα με τον θρύλο του λαϊκού τραγουδιού. Μια γνωριμία, που συνέβη μέσω του Πάνου Γεραμάνη, του γνωστού δημοσιογράφου, συγγραφέα και ραδιοπαραγωγού – στενού φίλου του Στέλιου ήδη από το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’60. Δρόσος και Γεραμάνης γνωρίζονταν, αφού στο ξεκίνημα του ’80 εργάζονταν αμφότεροι στο «Έθνος» – με τη γνωριμία Δρόσου-Καζαντζίδη να συμβαίνει, τελικά, σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων στην Καλογρέζα. Έτσι, από εκείνη την πρώτη γνωριμία του με τον Στέλιο, παίρνει αφορμή ο συγγραφέας προκειμένου να περάσει σε μια χαρακτηρολογική περιγραφή του λαϊκού βάρδου, βάσει ορισμένων καθημερινών γεγονότων που θα βίωνε κοντά του.
Από ’κει και κάτω το βιβλίο περιγράφει όψεις της πορείας του Στέλιου στη ζωή και την Τέχνη, ξεκινώντας από την εποχή όπου ήταν άγνωστος ακόμη («Άγνωστες πτυχές από τη ζωή του Καζαντζίδη στα Πλατανάκια Σερρών και στη Ροδώνα Κιλκίς», «Ο Γολγοθάς του Καζαντζίδη μετά τον θάνατο του πατέρα του»), φθάνοντας έως τις «Μεγάλες επιτυχίες», το «Υπάρχω, το «Ούζο Υπάρχω και την Standar[sic]», αλλά και το πώς «Τα σπάσαν Καζαντζίδης-Νικολόπουλος».
Το βιβλίο θα ολοκληρωθεί με τα κεφάλαια «Η γνωριμία του Γεραμάνη με τον Καζαντζίδη» και «Ο Πάνος Γεραμάνης για το Υπάρχω “Έργο σύμβολο για το λαϊκό τραγούδι”» (με το τελευταίο κεφάλαιο να αφορά ένα κείμενο του αείμνηστου Γεραμάνη από το 2001).
Καζαντζίδης Στέλιος ** Άν είναι η αγάπη έγκλημα -1970
Επαφή: www.metronomos.gr
Γιώργος Μπιλικάς: Rock Around the... Bands!
1. Οι μπάντες της δεκαετίας ’60 & ’70, Rock Around... Women! / 2. Οι γυναίκες του rock, Rock Around... Troubadours! / 3. Οι τροβαδούροι του rock
[24γράμματα]

Το να κυκλοφορεί στις μέρες μας, στην Ελλάδα, μία ροκ εγκυκλοπαίδεια, σε έναν ή περισσότερους χειροπιαστούς τόμους, είναι οπωσδήποτε κάτι το απρόσμενο. Ποιος αγοράζει και διαβάζει σήμερα εγκυκλοπαίδειες και δη ροκ εγκυκλοπαίδειες, όταν υπάρχει η Wikipedia κατ’ αρχάς, περαιτέρω το discogs, μα και χιλιάδες άλλα sites, blogs κ.λπ. στα οποία μπορείς να βρεις ό,τι πληροφορία θέλεις ή ζητήσεις; Προσωπικώς έχω δει σε παλαιοβιβλιοπωλεία να εκποιούνται σοβαρές εγκυκλοπαίδειες (όχι ροκ) σε αστείες τιμές – δεκαπεντάτομες και εικοσάτομες να φεύγουν με 50 ευρώ. Ξέρω πως υπάρχουν συλλέκτες που μαζεύουν εγκυκλοπαίδειες, αλλά αυτό μπορεί να είναι και κάτι... διαστροφικό. Δεν μπορεί να έχει σχέση, θέλω να πω, με μια τυπική καθημερινότητα.
Η ροκ εγκυκλοπαίδεια αποτελούσε φετίχ για τους μουσικόφιλους ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’60. Και κάπως έτσι θα ήταν η “Rock Encyclopedia” [Grosset & Dunlap, 1969] της Lillian Roxon, που θα άνοιγε το χορό, επηρεάζοντας, κατά έναν τρόπο, κάθε επόμενο εγκυκλοπαιδιστή. Διάσημες εγκυκλοπαίδειες των σέβεντις ήταν το δίτομο “NME Book of Rock” [Star, 1975/1977], η τρίτομη “The Encyclopedia of Rock” [Panther Books, 1976] των Phil Hardy & David Laing και άλλες διάφορες (του Norm N. Nite, του David Dachs, του Irwin Stambler κ.λπ.).

Η τρέλα ή τέλος πάντων η αναγκαιότητα μιας ροκ εγκυκλοπαίδειας δεν γινόταν να μην χτυπήσει και την Ελλάδα, με τον Πητ Κωνσταντέα να καταρτίζει πρώτος μια ανάλογη, ενσωματωμένη στο περιοδικό «Ήχος & Hi-Fi» ήδη από το δεύτερο μισό του 1974. Το 1976 ο Αντρέας Μάχος θα ξεκινούσε την πρώτη, φιλόδοξη, ελληνική αυτόνομη (όχι ένθετη) εγκυκλοπαίδεια, υπό τον τίτλο “Rock”, αλλά θα έμενε μόνο σ’ έναν τόμο (με το γράμμα Α και μ’ ένα μέρος του Β), ενώ τόσο το περιοδικό «Μουσική» με τη δική του αυτόνομη «Εγκυκλοπαίδεια Rock», το 1979, που δεν ολοκληρώθηκε, όσο και το «Ποπ & Ροκ» με τη δική του ένθετη εγκυκλοπαίδεια, που μάλλον ολοκληρώθηκε, θα έμπαιναν επίσης στο χορό, με μάλλον μέτρια αποτελέσματα. Υπήρξε και ο τόμος «Rock Εγκυκλοπαίδεια» των εκδόσεων Νεφέλη (από τους Κώστα Ιανό και Δημήτρη Κολιοδήμο) το 1979, οι «Άγνωστοι του Rock» (1982) του Ντίνου Δηματάτη κ.λπ.
Γενικώς μέχρι και την εμφάνιση του ίντερνετ η ροκ εγκυκλοπαίδεια ήταν κάτι που απασχολούσε την κοινότητα, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ και πιο μετά ροκ εγκυκλοπαίδειες, για επιμέρους είδη, γνώρισαν μια εμπορική ανταπόκριση. Τέλος πάντων, τα χρόνια και οι δεκαετίες μπορεί να περνούν όμως η ανάγκη των φυσικών εγκυκλοπαιδειών, απ’ όσο το έψαξα, δεν έχει εξαλειφθεί – και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε και τους τρεις τόμους του Γιώργου Μπιλικά. Λέμε λοιπόν για τα βιβλία: Rock Around the... Bands! / 1. Οι μπάντες της δεκαετίας ’60 & ’70, Rock Around... Women! / 2. Οι γυναίκες του rock και Rock Around... Troubadours! / 3. Οι τροβαδούροι του rock.
Κατ’ αρχάς να πω πως ο Μπιλικάς είναι παλαιός μουσικός του ελληνικού ροκ, τον οποίον οι fans θα γνωρίζουν από την παρουσία του στους Θαρσείν Χρει, το 1973-74 (ένα από τα γκρουπ του “Pop Festival ’73”), ενώ ο ίδιος έχει και σχετική αρθρογραφία (στο musicheaven.gr), γράφοντας περαιτέρω μυθιστορήματα, διηγήματα και ποιήματα, έχοντας, επίσης, και εμφανίσεις σε ταινίες (κυρίως του Δημήτρη Αθανίτη) είτε ως μουσικός είτε ως ηθοποιός. Πολυσχιδής, λοιπόν, ο Μπιλικάς δοκιμάζεται, εδώ, ξανά, μέσα απ’ αυτή την τρίτομη προσπάθειά του, που ξεπερνά τις 1300 σελίδες.
Ένα θα πω βασικό και δεν θα επεκταθώ πολύ... Ο Μπιλικάς δεν γράφει μια «ξερή» εγκυκλοπαίδεια, «ξερά» λήμματα δηλαδή, με πληροφορίες αναμενόμενες, αλλά εκφράζει πολλάκις προσωπικές απόψεις, και αυτό είναι το ενδιαφέρον της δικής του εγκυκλοπαίδειας. Το αν συμφωνείς με αυτά που γράφει είναι βεβαίως άλλο θέμα, όμως, και σε κάθε περίπτωση, έχει νόημα το τι μπορεί να πιστεύει ο ίδιος για τους Caravan ή για τους Soft Machine, παρά να διαβάζεις ποιος μουσικός έφυγε από τους μεν ή από τους δε, ποιος τον αντικατέστησε κ.λπ. Υπάρχουν και αυτά κάπως κωδικοποιημένα, αλλά το βασικό εδώ είναι η βιωματική γραφή του Μπιλικά, που έχει νόημα. Ο άνθρωπος έχει βιώσει τα ροκ ακούσματα εννοώ σε πρώτο χρόνο και αυτό, οπωσδήποτε, φαίνεται σε όσα γράφει. Δίνω ένα απόσπασμα από το λήμμα του για τους Grand Funk Railroad (GFR), για να γίνει κατανοητό για τι ακριβώς συζητάμε:
«Η στάση μου απέναντι στους GFR ήταν περίπλοκη. Κατ’ αρχήν ακολούθησα τη “γενική κατακραυγή” όχι από μίμηση, αλλά από επιλογή. Μπάντες που βάζουν την ένταση σε πρώτο πλάνο εις βάρος της τραγουδοποιίας, δεν ήταν, ούτε είναι, αλλά ούτε και θα είναι στα ενδιαφέροντά μου. Θέλεις να με κερδίσεις; Δεν χρειάζονται φιοριτούρες. Μια όμορφη μελωδία, ένας ενδιαφέρων στίχος και ένα απλό άρπισμα είναι αρκετά. Απ’ την άλλη μεριά, όση ώρα γράφω τώρα για τους GFR μου έχει κολλήσει εκείνο το τραγούδι τους που έλεγε: “we’re an American band, we’re an American band”. Κι ενώ θα μπορούσα τώρα να σου αραδιάσω ένα σωρό τραγούδια από Kinks, Who, Rolling Stones, Beatles, Neil Young κ.λπ., δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από τους GFR».

Δεν εκφράζεται σε όλα τα λήμματα προσωπικά ο Μπιλικάς, αλλά οπωσδήποτε εκφράζεται σε αρκετά. Σε άλλα, εννοώ, είναι πιο τυπικός και σύντομος. Θέλω να πω πως μέσα από τα λήμματα αντιλαμβάνεσαι και τα γούστα του συγγραφέα, και τα αγαπημένα του ονόματα, και τις ενστάσεις του έναντι διαφόρων ροκ κατευθύνσεων. Πολλοί, δε, θα απορήσουν και με τις εκτάσεις των λημμάτων, υπό την έννοια πως διάσημα και «επιδραστικά» συγκροτήματα μπορεί να παρουσιάζονται σε λίγες γραμμές, όπως συμβαίνει με τους Iron Maiden ή με τους Hawkwind π.χ., ενώ άλλα, σαν τους Queen π.χ. να καταλαμβάνουν τρεις και τέσσερις σελίδες.
Στην εγκυκλοπαίδεια του Μπιλικά δεν υπάρχουν «τα πάντα»... καθώς «τα πάντα» δεν υπάρχουν σε καμία εγκυκλοπαίδεια. Υπάρχουν όμως πολλά από τα βασικά και πολλά που μπορεί να είναι βασικά για τους πιο ψαγμένους ή τις μειοψηφίες (Demetrio Stratos, Alison Krauss, Gryphon, X, Triffids κ.ο.κ.). Οι νέοι, σε ηλικία αναγνώστες, οπωσδήποτε θα βρουν πολλά εδώ, που θα τους ενδιαφέρουν, και, κυρίως, θα τους κατατοπίσουν σε σχέση με την ιστορία του ροκ, ενώ και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία θα μπουν σ’ ένα... διάλογο με τον συγγραφέα, που οπωσδήποτε θα ανάψει τα αίματα – και αυτό, όπως και να το κάνουμε, είναι εποικοδομητικό. Εντύπωση, πάντως, εμένα μου κάνει το γεγονός πως δεν υπάρχουν και 5-10 ελληνικά ονόματα ανάμεσα (Aphrodite’s Child, Socrates, Διονύσης Σαββόπουλος, Last Drive...), υπό την έννοια πως η εγκυκλοπαίδεια είναι ελληνική και θα άξιζε να έχει και μια τέτοια διάσταση.
Πολλά θα μπορούσα να γράψω ακόμη, αλλά θα κλείσω με ένα. Χαρά στο κουράγιο του Γιώργου Μπιλικά, επειδή πήρε την απόφαση, να γράψει τέτοιου τύπου βιβλία σήμερα και, κυρίως, γιατί την υλοποίησε αυτή την απόφαση, φθάνοντάς την έως το τέρμα της.
Place Of My Own
Επαφή: www.24grammata.com
ECM New Series / A Compendium
[ΕCM Records]

Προσφάτως κυκλοφόρησε ένα βιβλίο-κατάλογος μεγάλου μεγέθους (21Χ27) και 264 σελίδων από την ECM Records (για την Ελλάδα AN Music), που έχει τίτλο “ECM New Series / A Compendium”. Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο στην παράλληλη ετικέτα της γερμανικής εταιρείας, την ECM New Series, με τις «δύσκολες» μουσικές, τα σάουντρακ, τις νεο-κλασικές, «προχωρημένες», αβάντ και θρησκευτικές κυκλοφορίες, που ξεκίνησε την πορεία της το 1984 και η οποία 40+ χρόνια αργότερα εξακολουθεί να προτείνει ενδιαφέροντες δίσκους. Το βιβλίο χωρίζεται σε μερικά βασικά κεφάλαια, που καλό είναι να τα αναφέρω.
Το ξεκίνημα γίνεται με μια σύντομη δίγλωσση (αγγλικά / γερμανικά) εισαγωγή, που επιγράφεται “Scenes from a Journey / 40 Years of ECM New Series”, για να ακολουθήσει το πρώτο εκτεταμένο κεφάλαιο, που αποκαλείται “Composers”. Εδώ καταγράφονται όλοι οι συνθέτες, που ηχογράφησαν για την ετικέτα. Υπάρχει μία κεντρική φωτογραφία τους, και από ’κει και πέρα οι δίσκοι τους, με τα εξώφυλλά τους, και με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες (βασικά τα track lists, το πότε ηχογραφήθηκαν και από ποιους). Η λίστα είναι μεγάλη και κάποιο κύρια ονόματα είναι και εκείνα των Arvo Pärt, György Kurtág, Giya Kancheli, Alfred Schnittke, Tigran Mansurian, Sofia Gubaidulina, Veljo Tormis, Heinz Holliger, Luciano Berio, Heiner Goebbels, Meredith Monk, Steve Reich, Gavin Bryars, Thomas Larcher, Κωνσταντίας Γουρζή, Ελένης Καραΐνδρου κ.ά.

Στη συνέχεια διαβάζουμε μία συνέντευξη του Manfred Eicher, του ιδρυτή και βασικού παραγωγού της ECM Records και των ECM New Series, στον Konrad R. Lienert (Ζυρίχη, 1986), για να ακολουθήσει το επόμενο μεγάλο κεφάλαιο, που αφορά τους εκτελεστές, τους “Performers”. Η λογική της ανάπτυξης και αυτού του κεφαλαίου είναι η ίδια με εκείνη των “Composers”. Μια βασική φωτογραφία και από ’κει και πέρα η ανάπτυξη της δισκογραφίας τους. Μερικά από τα ονόματα των εκτελεστών, που αποτυπώνονται στην έκδοση είναι και εκείνα των Gidon Kremer, András Schiff, Kim Kashkashian, Keith Jarrett, Dennis Russell Davies, The Hilliard Ensemble (με ή χωρίς τον Jan Garbarek), John Potter, Tõnu Kaljuste, Thomas Demenga, Paul Giger, Anja Lechner, Rosamunde Quartett, Λεωνίδας Καβάκος, Danish String Quartet κ.ά.
Το βιβλίο θα ολοκληρωθεί με το κεφάλαιο “Further recordings”, στο οποίο καταγράφονται όλα τα υπόλοιπα άλμπουμ των ECM New Series, που δεν «χώρεσαν» στα κεφάλαια “Composers” και “Performers” – με το Index, εκεί στο τέλος του βιβλίου, να βοηθά, οπωσδήποτε, στην ανεύρεση όλων των ονομάτων.
Η έκδοση είναι αυτό που λέμε «πολυτελείας» (εννοώ σχεδιαστικά υπερ-προσεγμένη) και βασικά ασπρόμαυρη – και λέω «βασικά», γιατί τα λίγα έγχρωμα εξώφυλλα του label εμφανίζονται με τα χρώματά τους. Τούτο σημαίνει πως η εκτύπωση έγινε με τους κανόνες του εγχρώμου, ακόμη και αν η συντριπτική πλειονότητα των σελίδων είναι ασπρόμαυρες.
Το “ECM New Series / A Compendium”, που έχει τυπωθεί σε 2000 αντίτυπα παγκοσμίως, μπορεί κάποιος-α να το βρει στα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία-δισκοπωλεία.
Karaindrou: Ulysses' Gaze: II. Litany – Var. 1