«Οι Δουβλινέζοι» του Τζέιμς Τζόις: Ένα μωσαϊκό της ιρλανδέζικης ζωής επί βικτωριανής εποχής

Τζέιμς Τζόυς "Οι Δουβλινέζοι" Facebook Twitter
Ο Τζόις αντιμετώπιζε τους «Δουβλινέζους» ως ένα κεφάλαιο της ιστορίας των ιρλανδέζικων ηθών μέσα από αφηγήσεις αντλημένες από τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια κυρίως.
0

«ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ο Ιησούς Χριστός της λογοτεχνίας» είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ο Τζέιμς Τζόις, αλλά, θέλοντας και μη, αυτή ήταν η μοίρα του. Οι σύντομες ιστορίες που άρχισε να γράφει στα εικοσιδύο του, αυτές των «Δουβλινέζων», δεν βρήκαν εκδότη προτού γίνει τριανταδύο, έχοντας στο μεταξύ απορριφθεί δεκάδες φορές.

«Δεν πρόκειται για συλλογή τουριστικών εντυπώσεων» εξηγούσε σ΄ έναν υποψήφιο εκδότη ο ίδιος, μ’ επιστολή του που δημοπρατήθηκε το 2004 από τον Christie’s έναντι 48.000 ευρώ. Ο Τζόυς αντιμετώπιζε τους «Δουβλινέζους» ως ένα κεφάλαιο της ιστορίας των ιρλανδέζικων ηθών μέσα από αφηγήσεις αντλημένες από τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια κυρίως, αλλά και από τη δημόσια ζωή όπως την είχε αντιληφθεί.

Οι συμπατριώτες του, όμως, τις θεωρούσαν προσβλητικές. Σαράντα εκδοτικοί οίκοι αρνήθηκαν να τις εκδώσουν, πολλοί τυπογράφοι έκαψαν τα χειρόγραφά του, κι εκείνος, ως το 1914 που δημοσιεύτηκε τελικά το βιβλίο, είχε ήδη πάρει την απόφασή του να γυρίσει την πλάτη του στο Δουβλίνο οριστικά.

Υπόγεια συνδεδεμένες μεταξύ τους, εικόνες όλες τους μιας πόλης που ο Τζόις ισχυριζόταν πως μισεί, οι δεκαπέντες ιστορίες των «Δουβλινέζων» συγκροτούν ένα μωσαϊκό της ιρλανδέζικης ζωής επί βικτωριανής εποχής κι αποτυπώνουν την ασφυξία, την οργή αλλά και την αλλόκοτη τρυφερότητα που ένιωθε για τη γενέτειρά του ο μετέπειτα δημιουργός του «Οδυσσέα».

Οι ήρωες των διηγημάτων, τριαντάρηδες αλλά και μικρά παιδιά, αλήτες, υπάλληλοι, εργένηδες ή παντρεμένοι, άντρες αγριεμένοι κι εκδικητικοί και γυναίκες κουρασμένες, χωρίς ψευδαισθήσεις, παρουσιάζονται παγιδευμένοι μέσα στο αλκοόλ, τη φτώχεια και τον καταπιεσμένο ερωτισμό, τη σκληρότητα της Εκκλησίας και την αναποτελεσματικότητα των πολιτικών, ανήμποροι να μεταβάλουν το πεπρωμένο τους.

Από τα πιο προσιτά έργα του Τζόυς, μιλούν για την παράλυση της θέλησης, της μνήμης και της φαντασίας, όπως και για την υποκρισία, τη μιζέρια, τη δειλία και τη μικρότητα μιας κοινωνίας, στερημένης από πνευματικό σφρίγος, παθητικής.

Γόνος ευκατάστατης και πολυπληθούς οικογένειας που γρήγορα ξέπεσε κοινωνικά, ο Τζέιμς Τζόις (1882-1941) μαθήτευσε μεν πλάι στους Ιησουίτες εντρυφώντας στη φιλοσοφία του Θωμά του Ακινάτη, μελέτησε σε βάθος από τον Αριστοτέλη ως τον Ίψεν κι από τον Δάντη ως τον Μαλαρμέ, αλλά όπως επισημαίνει η βιογράφος του Έντνα Ο΄ Μπράιαν, οι πραγματικές σπουδές του ήταν άλλες: «Οι καβγάδες, οι θάνατοι, η πείνα, τα μόνιμα οικονομικά προβλήματα ήταν το πικρό σχολείο του και τον έκαναν να περιφρονεί την οικογένειά του και τη χώρα του. Σαν τις αγριόχηνες ήθελε να πετάξει μακριά. Να νιώσει Ευρωπαίος».

δουβλινέζοι
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Τζέιμς Τζόις, Οι Δουβλινέζοι, εκδόσεις Οξύ

Ηφαιστειώδης και βιβλιοφάγος, ευρυμαθής αλλά κι απείθαρχος μαθητής, γεμάτος αποστροφή για τα κηρύγματα των ιερωμένων, τακτικός θαμώνας σε μπαρ και πορνεία, επίδοξος κατά καιρούς τραγουδιστής, ηθοποιός αλλά και γιατρός, ο Τζόις αυτοεξορίστηκε στη Ρώμη, την Τεργέστη, το Παρίσι, τη Ζυρίχη, μοιράστηκε τη ζωή του με την επαρχιώτισσα κοκκινομάλλα Νόρα Μπάρκναλ με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, διεκδίκησε και βρήκε οικονομική στήριξη για ν’ αφοσιωθεί στα γραπτά του και υπήρξε ο πρώτος Ιρλανδός καθολικός που κατέστησε τις εμπειρίες και το περιβάλλον του γνωστά στην οικουμένη, προκαλώντας με τις καινοτομίες του ριζικές αλλαγές στον λογοτεχνικό χάρτη του 20ού αιώνα.

Όσες επιρροές από τον Τσέχοφ ή τον Φλομπέρ κι αν έχουν εντοπιστεί στους «Δουβλινέζους», παραμένουν αξιοθαύμαστο κατόρθωμα για έναν συγγραφέα που μόλις έχει συμπληρώσει τα είκοσι. Οι ιστορίες του βιβλίου ούτε απλά νατουραλιστικά σκίτσα είναι, ούτε όμως και κατασκευές με σύνθετο συμβολισμό. Από τα πιο προσιτά έργα του Τζόις, μιλούν για την παράλυση της θέλησης, της μνήμης και της φαντασίας, όπως και για την υποκρισία, τη μιζέρια, τη δειλία και τη μικρότητα μιας κοινωνίας, στερημένης από πνευματικό σφρίγος, παθητικής.

Εδώ, ο Τζόις αναπτύσσει τη ματαιότητα μιας ζωής εγκλωβισμένης στη συμβατικότητα των ηθών, προσφέροντας ήδη μια γεύση από την τεχνική που θα χρησιμοποιήσει σ’ όλα τα επόμενα έργα του: φράσεις δηλαδή που εκφράζουν πνευματικές αποκαλύψεις, δημιουργώντας ένα αφηγηματικό ύφος που κινείται σε πολλά και διαφορετικά συνειδησιακά επίπεδα.

Οι «Δουβλινέζοι» έχουν εκδοθεί στα ελληνικά από διάφορους οίκους, κι ανάμεσα στους μεταφραστές τους συγκαταλέγονται ο Κοσμάς Πολίτης (εκδ. Ζαχαρόπουλος) και η Μαντώ Αραβαντινού (εκδ. Ηριδανός). Πρόσφατα επανακυκλοφόρησαν από τα «24 γράμματα» (μετ. Ανδρέας Κάππα) και από τις εκδόσεις Οξύ-Brainfood (μετ. Θάνος Καραγιαννόπουλος).

Το τελευταίο διήγημα της συλλογής, «Ο νεκρός», μεταφέρθηκε τo 1987 στον κινηματογράφο από τον Τζον Χιούστον, αποτελώντας το κύκνειο άσμα του.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι βιβλία, όχι πλαστικά σε θάλασσες κι ακτές 

Daily / Όχι βιβλία, όχι πλαστικά σε θάλασσες κι ακτές 

Πώς μπορεί κανείς να συγκεντρώνεται στο μικρό κάδρο ενός ανοιχτού βιβλίου, όταν υπάρχει το μεγάλο κάδρο –ο ουρανός, η θάλασσα, τα βράχια, το πολύτιμο τοπίο, οι άνθρωποι στα καλύτερά τους– που μπορείς να το χαρείς μόνο για ένα δραματικά περιορισμένο διάστημα;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Μάκης Μαλαφέκας: «Θέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο, αν είσαι συγγραφέας»

Βιβλίο / Μάκης Μαλαφέκας: «Θέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο, αν είσαι συγγραφέας»

Επιστρέφει με ένα νουάρ για τη σκοτεινή δράση της alt-right στην Ελλάδα και μιλάει για όσα ανακάλυψε, για τη σχέση του με τον ήρωά του Μιχάλη Κρόκο, αλλά και για το πόσο επικίνδυνο είναι να είσαι συγγραφέας σήμερα. 
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Ποτέ πια δεν θα είμαι ο γιος της»

Βιβλίο / Ένα βιβλίο - στοχασμός για τα γηρατειά που παραγκωνίζονται κοινωνικά

Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ντιντιέ Εριμπόν γράφει για την εισαγωγή της μητέρας του σε γηροκομείο, για τη ζωή και τον θάνατο μιας γυναίκας του λαού που δεν άφησε διαθήκη - γιατί δεν υπήρχε τίποτα ν’ αφήσει.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Ειρήνη Γιαννάκη

Βιβλίο / Η Ειρήνη Γιαννάκη γράφει ποίηση για μια χώρα που επιζητεί το δράμα

Με αφορμή την έκδοση της συλλογής «Δόξα Έβρου», μία ψύχραιμη φωνή των social media μιλά για τη δικτατορία της γνώμης, το στρογγύλεμα της ιστορίας και την ποίηση ως το πιο ειλικρινές είδος λογοτεχνίας.
M. HULOT
Εντουάρ Λουί: «Μου είναι αδύνατο να δεχτώ πως ο πατέρας μου εξακολουθεί να ψηφίζει τη Λεπέν»

Βιβλίο / Εντουάρ Λουί: «Μου είναι αδύνατο να δεχτώ πως ο πατέρας μου εξακολουθεί να ψηφίζει τη Λεπέν»

Το «τρομερό παιδί» της γαλλικής λογοτεχνίας βρίσκεται όλο και πιο συχνά στην Αθήνα που τόσο αγαπά· με αφορμή την εμφάνισή του στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, μίλησε στη LiFO για την κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα στη Γαλλία και διεθνώς.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Ισμαήλ Κανταρέ «Η κόρη του Αγαμέμνονα», «Ο Διάδοχος»

Το Πίσω Ράφι / Ο Ισμαήλ Κανταρέ και η επιβίωση των αλβανικών γραμμάτων

Η «Κόρη του Αγαμέμνονα» και ο «Διάδοχος» γράφτηκαν σε μια εποχή που ο διασημότερος σύγχρονος Αλβανός λογοτέχνης ένιωσε ότι πρέπει να αφήσει ένα είδος διαθήκης, ασκώντας ευθεία κριτική στο καθεστώς Χότζα.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»: Γιατί εξακολουθεί να μας γοητεύει ο Προυστ;

Σαν Σήμερα Γεννήθηκε / «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»: Γιατί εξακολουθεί να μας γοητεύει ο Προυστ;

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον Παναγιώτη Πούλο, ομότιμο καθηγητή Φιλοσοφίας και Αισθητικής της ΑΣΚΤ και μεταφραστή του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο».
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
«Με συγκινούν τα αμερικανικά pulp μυθιστορήματα και η σάγκα του “Όσα παίρνει ο άνεμος”»

The Book Lovers / «Με συγκινούν τα αμερικανικά pulp μυθιστορήματα και το “Όσα παίρνει ο άνεμος”»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον Νίκο Καραπιδάκη, ομότιμο καθηγητή Μεσαιωνικής Ιστορίας και διευθυντή του περιοδικού «Νέα Εστία», για τα βιβλία που τον διαμόρφωσαν.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ