«O γιος της κουρούνας»: Ένα διήγημα από τον Παναγιώτη Ρίζο

«O γιος της κουρούνας»: Ένα διήγημα από τον Παναγιώτη Ρίζο Facebook Twitter
0

Πετάγαμε με τον γιo μου και μελλοντικό πατέρα των παιδιών μου αρκετές μέρες τώρα. Ξεκινούσαμε με το πρώτο φως της μέρας, όταν ακόμη είχε πάχνη και παγωνιά στον κάμπο ή στα βουνά, ανάλογα πού περνούσαμε τη νύχτα. Τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε, σκουλήκια, ψοφίμια, καρπούς, ό,τι υπήρχε στην περιοχή, ίσα να στυλωθούμε. Μετά ξεκινούσαμε το ταξίδι προς τα δυτικά, να βρούμε τον τόπο να στήσουμε το σπιτικό μας, να κάνουμε οικογένεια, να αναστήσουμε το γένος. Κάποτε ήμασταν πολλές. Ξεκινούσαμε κοπάδια ολόκληρα, μαύριζε ο ουρανός. Τώρα δεν είδα άλλες. Μόνοι μας εγώ και ο μικρός μου γιος, ο μελλοντικός πατέρας των παιδιών μου.

Χτες το βράδυ δεν κοιμήθηκε από αγωνία και χαρά μεγάλη. Δεν ήταν επειδή έκλεισε τα δεκαέξι και έσβησε τα κεράκια με την οικογένειά του και τους φίλους του από το σχολείο, ήταν επειδή ο πατέρας του, επειδή έγινε δεκαέξι, του χάρισε το πρώτο του κυνηγετικό όπλο, ένα φλομπέρ Bretton Gaucher – Saint Etienne 9άρι, μικρό κανονικό όπλο, κατάλληλο για την ηλικία του. Ο πατέρας του ο Λάμπης, ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου. Αυστηρός και δίκαιος. Έξυπνος και καταφερτζής. Ελεγκτής, προϊστάμενος στη ΦΑΕ Αθηνών, στις μεγάλες εταιρείες, και πρόεδρος του Κυνηγετικού Συλλόγου Κυπαρισσίας, του τόπου καταγωγής. Εκείνος είχε δύο καραμπίνες, μία Benelli αυτόματη και μια ημιαυτόματη Remington, και δυο σκυλιά κυνηγετικά, 2 γκέκες δικούς του και ένα πόιντερ, τη Ρίκα, που το είχαν όλοι μαζί, ολόκληρη η παρέα του των κυνηγών, το πιο ακριβό, και του χάρισε χτες αυτό που του είχε υποσχεθεί πως θα του χάριζε όταν θα έκλεινε τα δεκαέξι, ένα όπλο πραγματικό κυνηγητικό, ένα φλομπέρ Bretton Gaucher 9αρι, και σήμερα είναι η Κυριακή, η μέρα που θα πήγαιναν για πρώτη φορά κυνήγι μαζί, σαν μεγάλοι, σαν δυο παλιόφιλοι κυνηγοί, όπως ο κύριος Ματθαίος και ο κύριος Χρυσοβαλάντης, οι κολλητοί του μπαμπά απ' το Ναυτικό, κληρούχες ΕΣΣΟ 78 Δ, που πηγαίνανε κάθε Κυριακή, όταν επιτρεπόταν για κυνήγι, για μπεκάτσες, ορτύκια, τσίχλες, μα και λαγούς, αγριογούρουνα, φασιανούς, με τα σκυλιά και τα φυσεκλίκια τους με τις στολές παραλλαγής και με τα καπέλα, πόσο τους θαύμαζε.

Καθόταν εκεί για λίγο αφήνοντας παντού τις μικρές κουτσουλιές της, τα πράσινα περιττώματά της, ήταν που χρόνια έτρωγε βατραχάκια και ποντίκια και έντομα από τη λίμνη και το ποτάμι το πράσινο με τις φουσκάλες δίπλα στο κτίριο με τα φουγάρα που ξέρναγε ξινό αέρα.

Είμαστε κουρούνες. Παλιά, στα αρχαία χρόνια, στην Ελλάδα μάς έλεγαν κορώνες. Σταχτιές με μαύρα φτερά, κεφάλι, λαιμό και πόδια. Πήραν το παλιό όνομά μας και ονομάτισαν το στεφάνι και το βασιλικό στέμμα corona από το στριφτό ράμφος μας. Ένα είδος πτηνών αρπακτικών και παμφάγων. Ζούμε πολλά χρόνια, είμαστε κορακοζώητες, που λέτε κι εσείς. Ξυπνάμε πριν από το χάραμα, πλένουμε τα φτερά μας και την ουρά μας στο πράσινο ποτάμι με τις φουσκάλες ή στα πράσινα νερά στη μικρή βαλτώδη λίμνη που έγινε τώρα τελευταία, δίπλα σε ένα μεγάλο κτίριο με φουγάρα που φυσάει ασταμάτητα καπνό όλη μέρα κι όλη νύχτα και ρίχνει κάθε βράδυ στο ποτάμι υγρά απόβλητα. Μετά παραμονεύουμε στις όχθες για το πρωινό μας, βατραχάκια πράσινα και γυρίνους και ποντίκια που αφθονούν στα στάσιμα νερά με την ξινή μυρωδιά. Παλιά δεν ήταν έτσι. Εγώ που πρόλαβα και γνώρισα οκτώ γενιές κουρούνων σάς λέω ότι τρώγαμε και ζούσαμε διαφορετικά. Παλιά, μας κρατούσε η θεά Αθηνά στο χέρι της. Μαζί με τα χελιδόνια αναγγέλλαμε την άνοιξη και το φθινόπωρο. Τώρα πετάμε δυτικά με τον γιο μου. Μόνοι μας. Απ' όλες τις κουρούνες του κόσμου, έχουμε μείνει δύο. Εγώ, η μητέρα του και μέλλουσα μητέρα των παιδιών του, και αυτός, ο γιος μου και αυριανός πατέρας τους. Με την πρώτη βροχή του φθινοπώρου όταν επιστρέψουμε, πρώτα ο Θεός, θα είμαστε πέντε. Εγώ θα γεννήσω δώδεκα, αλλά θα επιστρέψουμε πέντε. Έτσι γινόταν πάντοτε.

«Ξύπνα, αγόρι μου, είναι ώρα να φύγουμε». Kι αυτός που δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ από την αγωνία και τη χαρά του, έκανε ότι χασμουρήθηκε, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και αφού ετοιμάστηκε σαν αστραπή, έβαλε τον εξοπλισμό και το καπέλο, μπήκε στο παλιό Vitara του μπαμπά που το είχε μόνο για το κυνήγι, τακτοποίησαν τα όπλα τους, τοποθέτησαν τη Ρίκα που θα έπαιρναν μαζί τους απόψε να ξεμουδιάσει στην ξύλινη μπαγκαζιέρα με τις τρύπες, και ξεκίνησαν αχάραγα ακόμη για τη ρεματιά πάνω στον Αϊ-Γιώργη, που ήταν το πέρασμα για καρτέρι.


Σ' ένα μικρό ύψωμα πίσω απ' τα βράχια μπροστά από τη μικρή εκκλησία τούς βρήκε η αυγή, με τα όπλα γεμισμένα, το εφηβικό του όπλο γεμάτο με σκάγια, έτοιμο για την αποστολή. Με τις κάννες προς τα πάνω σημαδεύοντας τον ουρανό. Έτοιμους, στοχοθετημένους.
«Να, εκεί!» Του έδειξε ο μπαμπάς. Και τότε τα είδε. Οι στόχοι. Δυο πουλιά, το ένα πιο μεγάλο το άλλο μικρότερο, να πετάνε διαγώνια μπροστά τους γύρω στα 20 μέτρα μακριά, μαύρα και σκούρα σαν δύο μεγάλες τελείες στον ουρανό.


Σήκωσε το όπλο και εγκλώβισε το μεγάλο στο στόχαστρο, παρακολούθησε με την κάννη την πορεία του. Ο πατέρας του καμάρωνε σαν σκεπάρνι γύφτου, χωρίς να έχει χάσει με την άκρη του έμπειρου ματιού του την πορεία των στόχων. «Τώρα» είπε. Μια ντουφεκιά ξερή ακούστηκε.

Πετούσαν ήδη δύο ώρες. Πρώτη στάση για νερό στη βρυσούλα του Αϊ-Λια πάνω απ' τη ρεματιά. Είχε αποφασίσει να σταματήσουν εκεί. Θα περνούσαν τη χαμηλότερη βρυσούλα του Αϊ-Γιώργη γρήγορα, γιατί εκεί την έστηναν για πέρδικες και ορτύκια οι κυνηγοί και στην αναμπουμπούλα μπορεί να τρώγανε και καμιά ξώφαλτση. Δεν υπήρχαν περιθώρια για παράπλευρες απώλειες. Εκεί στη βρυσούλα του Αϊ-Λια στα ψηλά θα ήταν ασφαλείς για ξεκούραση, νερό και ανεφοδιασμό. Ήθελε να περάσουν γρήγορα απ' του Αϊ-Γιώργη, είχε και ένα κακό προαίσθημα, γι' αυτό τον έβαλε εδώ και ώρα από δεξιά, απ' την πλευρά του ουρανού, δεν του είπε τον λόγο να μην τον ανησυχήσει, αυτός όμως έκανε τα κόλπα του στην πτήση, σαν τον Ίκαρο, έφευγε απ' την πορεία, έκανε βουτιές, ανέβαινε ψηλά, τον μάλωνε. Ξαφνικά με ένα ανάποδο luping πετάχτηκε από αριστερά της και τότε ήταν που ακούστηκε ο ξερός ήχος, όχι από καραμπίνα ούτε από δίκαννο, μα από κάτι πιο μικρό, σαν παιδικό παιχνίδι, και τον έχασε από δίπλα της.


Κάτω από το φτερό και στο αριστερό πλευρό τον βρήκαν τα σκάγια, στην άρση. Τινάχτηκε ψηλά και πίσω ξαφνικά, ο ένας από τους δύο στόχους, ο μικρός, και άρχισε να πέφτει με έναν ατσούμπαλο χορό προς τη γη, άψυχη μαύρη βολίδα.

«Μπράβο, αγόρι μου» είπε ο μπαμπάς και τον φίλησε στο μέτωπο. «Σιδεροκέφαλος!»

Δεν είπε στον μπαμπά ότι στόχευσε το μεγάλο αλλά αστόχησε, ούτε για τη σκιά μικρής λύπης που τον σκέπασε σαν είδε το μικρό μαύρο πουλί να πέφτει. Τι σημασία θα είχε; Θα το ξεπερνούσε με την εμπειρία, σαν τον μπαμπά.


«Τι πουλί ήταν, μπαμπά;»


«Κουρούνα, αγόρι μου, άχρηστα πουλιά» είπε ο μπαμπάς αμολώντας τη Ρίκα για να πάει να το φέρει για προπόνηση. «Φέρμα, Ρίκα, φέρ' το» είπε «φέρ' το, Ρίκα, εδώ!»


Φερμάρισε η Ρίκα, χοροπήδησε και με την ουρά της παράλληλη με το έδαφος χάθηκε στα πουρνάρια και στα σχοίνα της ρεματιάς γαβγίζοντας.

Και τότε τους είδε με τα μάτια της της κουρούνας, δύο κυνηγούς με τα καπέλα τους και τις στολές τους, έναν μικρό και έναν μεγάλο και έναν σκύλο πόιντερ να τρέχει προς τα σχοίνα τη ρεματιά με την ουρά ευθεία γαβγίζοντας. Και κατάλαβε. Και άρχισε να κάνει κύκλους πάνω από τον ουρανό, μια μαύρη τελεία που διέγραφε κύκλους ομόκεντρους.


Τους άκουσε που φώναζαν τον σκύλο «Ρίκα, Ρίκα», είδε τον σκύλο που βρήκε τον γιο της, αυτόν που θα γινόταν πατέρας των παιδιών της, να τον αρπάζει με το σκυλίσιο στόμα του για να τον πάει στο αφεντικό του, όπως είχε εκπαιδευτεί. Τον είδε που μερικά μέτρα μετά έπεσε και έμεινε ακίνητος, ανάσκελα με φουσκάλες και αφρούς να βγαίνουν απ' το στόμα του, τουμπανιασμένος, είδε τον μεγάλο κυνηγό και τον μικρό να φωνάζουν «Ρίκα, Ρίκα», να κατεβαίνουν τη ρεματιά με κίνδυνο, είδε τον μεγάλο κυνηγό να φωνάζει, να καβαλάει τα αγκαθωτά πουρνάρια και τα σχοίνα και τα βάτα της ρεματιάς και να βρίζει την Παναγία των Κυνηγών και να σηκώνει στα χέρια του το σώμα του σκύλου που άκουγε στο όνομα Ρίκα, να το κουβαλάει μέχρι το Vitara που είχε μόνο για το κυνήγι. Είδε τον γιο του να του δίνει ένα χεράκι, σαστισμένος.


Τους παρακολούθησε από ψηλά με ένα θλιμμένο πέταγμα. Τους ακολούθησε πετώντας, είδε τη γειτονιά τους, την πόλη τους, τον κτηνίατρο που τον πήγαν. Είδε το σπίτι τους. Το γκαράζ που έβαζαν το Vitara που είχαν μόνο για το κυνήγι.


Και μετά πέταξε πιο χαμηλά και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω από την πόλη των ανθρώπων. Να κάθεται στις αυλές τους, στα σύρματα που άπλωναν τα ρούχα τους, στα καπό των αυτοκινήτων τους, στις εκκλησίες που πήγαιναν να λειτουργηθούν τις Κυριακές, στα προαύλια των σχολείων που στέλναν τα παιδιά τους, στους κήπους που φύτευαν τα λαχανικά τους, στα κλαδιά των δέντρων που κρέμονταν οι καρποί τους. Καθόταν εκεί για λίγο αφήνοντας παντού τις μικρές κουτσουλιές της, τα πράσινα περιττώματά της, ήταν που χρόνια έτρωγε βατραχάκια και ποντίκια και έντομα από τη λίμνη και το ποτάμι το πράσινο με τις φουσκάλες δίπλα στο κτίριο με τα φουγάρα που ξέρναγε ξινό αέρα.


Τότε ήταν που άρχισε η επιδημία και το θανατικό σε όλη την πόλη και χάθηκαν μέσα σε δύο μήνες όλα τα παιδιά και οι νέοι μέχρι 20 χρονών.


Οι βαπτιστές των λέξεων ονόμασαν τον φονικό ιό κορώνα ιό. Κάπως αφηρημένα και βιαστικά μπουρδούκλωσαν την ετυμολογία της ονομασίας και την αρχή της συμφοράς, αφήνοντας ωστόσο, σαν από τύψη συλλογική, έναν σαφή υπαινιγμό.


Όμως χωρίς περιστροφές η ακριβής ονομασία ήταν κουρούνα ιός. Ο γιος της κουρούνας.

Ο κ. Παναγιώτης Ρίζος είναι δικηγόρος και συγγραφέας του βιβλίου ΙΚΕΤΗΡΙΑ (εκδόσεις Παπαδόπουλος) το οποίο κατείχε μία θέση στις Βραχείες Λίστες για τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία του 2017.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
ΕΠΕΞ Γυναικείες φωνές από διαφορετικά μέρη του κόσμου

Βιβλίο / Από τη Μαλαισία μέχρι το Μεξικό: 5 νέα βιλία που αξίζει να διαβάσετε

5 συγγραφείς από διαφορετικά σημεία του πλανήτη χαράζουν νέους δρόμους στη λογοτεχνία. Ανάμεσά τους, η Τζόχα Αλχάρθι που κέρδισε το Booker και η βραβευμένη με Πούλιτζερ Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ποιοι ήταν οι αληθινοί «σκλάβοι» της ηδονής στην Αρχαία Ρώμη;

Αρχαιολογία / Ποιοι ήταν οι αληθινοί «σκλάβοι» της ηδονής στην Αρχαία Ρώμη;

Η διακεκριμένη ιστορικός Mary Beard στο βιβλίο της «Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες. Οι ηγεμόνες του αρχαίου ρωμαϊκού κόσμου», παρουσιάζει τη ζωή και το έργο των αυτοκρατόρων μέσα από ανεκδοτολογικές αφηγήσεις και συναρπαστικές λεπτομέρειες, που θυμίζουν απολαυστικό μυθιστόρημα. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια εστιάζει στον ρόλο των δούλων, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στη σεξουαλική ζωή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
M. HULOT
Τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία ενώνουν τις δυνάμεις τους

Βιβλίο / Τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία ενώνουν τις δυνάμεις τους

Από την Αμοργό ως την Αλεξανδρούπολη και από την Ξάνθη ως τη Μυτιλήνη, τα μικρά βιβλιοπωλεία αποκτούν για πρώτη φορά συλλογική φωνή. Βιβλιοπώλες και βιβλιοπώλισσες αφηγούνται τις προσωπικές τους ιστορίες, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Lifo Videos / «Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Η Αγλαΐα Παππά διαβάζει ένα απόσπασμα από τις βέβηλες και αμφιλεγόμενες «120 Μέρες των Σοδόμων» του Μαρκησίου ντε Σαντ, ένα βιβλίο αναγνωρισμένο πλέον ως αξεπέραστο λογοτεχνικό αριστούργημα και χαρακτηρισμένο ως «εθνικός θησαυρός» της Γαλλίας.
THE LIFO TEAM
Το «προπατορικό αμάρτημα» του Τζο Μπάιντεν

Βιβλίο / Ποιο ήταν το θανάσιμο σφάλμα του Τζο Μπάιντεν;

Ένα νέο βιβλίο για τον πρώην Πρόεδρο αποτελεί καταπέλτη τόσο για τον ίδιο όσο και για τη δουλοπρεπή κλίκα πιστών και μελών της οικογένειάς του, που έκαναν το παν για να συγκαλύψουν τον ραγδαίο εκφυλισμό της γνωστικής του ικανότητας.
THE LIFO TEAM
ΕΠΕΞ Συγγραφείς/ Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου / 8 Έλληνες συγγραφείς ξαναγράφουν τους μύθους και τις παραδόσεις

Η Λυσιστράτη ερμηνεύει τις ερωτικές σχέσεις του σήμερα, η Ιφιγένεια διαλογίζεται στην παραλία και μια Τρωαδίτισσα δούλα γίνεται πρωταγωνίστρια: 8 σύγχρονοι δημιουργοί, που συμμετέχουν με τα έργα τους στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, συνομιλούν με τα αρχαία κείμενα και συνδέουν το παρελθόν με επίκαιρα ζητήματα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζούντιθ Μπάτλερ: «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Τζούντιθ Μπάτλερ / «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Μια κορυφαία προσωπικότητα της σύγχρονης παγκόσμιας διανόησης μιλά στη LiFO για τo «φάντασμα» της λεγόμενης ιδεολογίας του φύλου, για το όραμα μιας «ανοιχτόκαρδης κοινωνίας» και για τις εμπειρίες ζωής που της έμαθαν να είναι «ένας άνθρωπος ταπεινός και ταυτόχρονα θαρραλέος».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ντίνος Κονόμος

Βιβλίο / «Ο κύριος διευθυντής (καλό κουμάσι) έχει αποφασίσει την εξόντωσή μου…»

Ο Ντίνος Κονόμος, λόγιος, ιστοριοδίφης και συγγραφέας, υπήρξε συνεχιστής της ζακυνθινής πνευματικής παράδοσης στον 20ό αιώνα. Ο συγγραφέας Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής παρουσιάζει έργα και ημέρες ενός ανθρώπου που «δεν ήταν του κόσμου τούτου».
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
Η ζωή του Καζαντζάκη σε graphic novel από τον Αλέν Γκλικός

Βιβλίο / Ο Νίκος Καζαντζάκης όπως δεν τον είχαμε ξαναδεί σε ένα νέο graphic novel

Ο ελληνικής καταγωγής Γάλλος συγγραφέας Αλέν Γκλικός καταγράφει την πορεία του Έλληνα στοχαστή στο graphic novel «Καζαντζάκης», όπου ο περιπετειώδης και αντιφατικός φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος ψυχαναλύεται για πρώτη φορά και συστήνεται εκ νέου στο ελληνικό κοινό.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πετρίτης»: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ηχητικά Άρθρα / Πετρίτης: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ο Τζoν Άλεκ Μπέικερ αφιέρωσε δέκα χρόνια από τη ζωή του στην παρατήρηση ενός πετρίτη και έγραψε ένα από τα πιο ιδιαίτερα βιβλία της αγγλικής λογοτεχνίας – μια από τις σημαντικότερες καταγραφές της άγριας ζωής που κινδυνεύει να χαθεί για πάντα. Κυκλοφόρησε το 1967 αλλά μόλις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι κριτικοί και το κοινό το ανακάλυψαν ξανά.
M. HULOT
Μπενχαμίν Λαμπατούτ: «Ας μην αφήνουμε τον Θεό στους πιστούς» 

Βιβλίο / Μπενχαμίν Λαμπατούτ: «Αν αξίζει ένα πράγμα στη ζωή, αυτό είναι η ομορφιά»

O Λατινοαμερικανός συγγραφέας-φαινόμενο Μπενχαμίν Λαμπατούτ μιλά στη LiFO για τον ρόλο της τρέλας στη συγγραφή, τη σχέση επιστήμης και λογοτεχνίας και το μεγαλείο της ήττας – και δηλώνει ακόμα φανατικός κηπουρός και εραστής της φύσης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ