Το Καλοκαιρινό Λάφυρο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη

Καλοκαιρινό Λάφυρο/ Ένα διήγημα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη για τη LIFO Facebook Twitter
Έργο: Κεράσια στο Μπολ, Ευφροσύνη Δοξιάδη.
0

Οι κλεψιές που έχω κάνει στη ζωή μου δεν είναι καθόλου πολλές. Ένα ζευγάρι γυαλιά του ήλιου, κάτι περιοδικά από περίπτερο, μια-δυο εξωφρενικά ακριβές σοκολάτες. Σε μικρή ηλικία όλες. Όπως και η άλλη, η πιο σοβαρή και αξιοκατάκριτη που διέπραξα ποτέ, αυτή που για χρόνια ολόκληρα με γέμιζε τύψεις. Αυτή για την οποία γράφεται η ιστορία.

Φανταστείτε ένα πολύ ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι. Κι ένα σπίτι εξοχικό, πνιγμένο στα πεύκα, σε μια απαλή, καταπράσινη πλαγιά, σπίτι όπου φιλοξενηθήκαμε για λίγες μέρες εκείνο το καλοκαίρι. Ανήκε σε μια δεύτερη ξαδέρφη της μητέρας μου, άρα μιλάμε για σπίτι συγγενικό - στοιχείο σημαντικό όταν λογαριάζεις τη βαρύτητα μιας κλεψιάς.

Τη συγκεκριμένη ώρα ήταν όλοι τους κοιμισμένοι, και οικοδεσπότες και φιλοξενούμενοι. Όλοι εκτός από μένα. Καθόμουν, θυμάμαι, σε ένα μικρό σκεπαστό βεραντάκι με μόνη συντροφιά ένα γαβαθάκι κεράσια. Ξεχώριζα πάντα (το κάνω ακόμα και τώρα) το πιο μαύρο και γλυκό για το τέλος. Και για να είναι η εντύπωση της γλύκας του ακόμα μεγαλύτερη, φύλαγα για προτελευταίο το πιο άγουρο και ξινό, που για να μου φανεί ακόμα ξινότερο έτρωγα προηγούμενα το δεύτερο σε γλύκα ενώ πριν κι από κείνο είχα φάει το δεύτερο ξινότερο και ακόμα πιο πριν το τρίτο σε γλύκα κ.ο.κ. Εν πάση περιπτώσει, έφαγα τα κεράσια.

Ξεχώριζα πάντα (το κάνω ακόμα και τώρα) το πιο μαύρο και γλυκό για το τέλος. Και για να είναι η εντύπωση της γλύκας του ακόμα μεγαλύτερη, φύλαγα για προτελευταίο το πιο άγουρο και ξινό, που για να μου φανεί ακόμα ξινότερο έτρωγα προηγούμενα το δεύτερο σε γλύκα ενώ πριν κι από κείνο είχα φάει το δεύτερο ξινότερο και ακόμα πιο πριν το τρίτο σε γλύκα κ.ο.κ.

Ύστερα μπήκα στο μικρό καθιστικό όπου υπήρχε μια στενή αλλά πολύ ψηλή βιβλιοθήκη, ένα τραπέζι και ένα ντιβάνι. Στο ντιβάνι κοιμόταν εκείνη την ώρα η θεία μου, με το στόμα ανοιχτό και στραβό, αλλά αυτό δε με αποθάρρυνε να αρχίσω τα ψαχουλέματα στην κατάφορτη βιβλιοθήκη∙ όχι από αδιακρισία, αναζητούσα τίποτα μικιμάους που πιθανόν να είχαν ξεμείνει από τις ξαδέρφες μου.

Ήμουν έντεκα χρονώ. Πάτησα σε μια καρέκλα ώστε να φτάσω τα πιο ψηλά ράφια. Ήξερα πως η θεία μου, καθότι και λίγο κουφή, δε θα ξυπνούσε από τα χάρτινα σουρσίματα. Υπήρχαν αρκετά περιοδικά κει πάνω, μα όχι το είδος που εγώ ζητούσα. Και δυο τόμοι από μια εγκυκλοπαίδεια υπήρχαν, ψηλοί και χοντροί, ποιος ξέρει πού να βρίσκονταν οι υπόλοιποι της σειράς. Ανάμεσα στους δυο αυτούς χοντρούς τόμους βρήκα το σύγγραμμα.

Φανταστείτε λοιπόν ένα λεπτό τετραδιάκι, από κείνα που χρησιμοποιούν οι μαθητές των πρώτων τάξεων του δημοτικού. Από την πρώτη σελίδα ξεκινούσε ένα κείμενο, δίχως τίτλο. Εντελώς ακαταλαβίστικο. Και δεν εννοώ μόνο για την εντεκάχρονη, τότε, αντίληψή μου∙ κι αργότερα, ενήλικας πια, όσες φορές επιχείρησα να το ξαναδιαβάσω, πάντα χανόμουν σ' ένα πελάγος ακατανοησίας. Τίποτα δε σημαίνει, βέβαια, αυτό για την πραγματική, επιστημονική του αξία, ποτέ δεν είχα τα εφόδια να την κρίνω.

Επρόκειτο πάντως για μια θεωρία, μια κοσμολογική θεωρία. Ό,τι με τράβηξε τότε περισσότερο ήταν τα όμορφα σχέδια με τα οποία ο συγγραφέας είχε διανθίσει το γραπτό του. Ο ρόλος τους δεν ήταν διακοσμητικός αλλά διευκρινιστικός: να κάνουν πιο κατανοητή την ακατανόητη θεωρία. Κάτι αστρονομικοί χάρτες, φανταστείτε, και άπειρες διακεκομμένες ευθείες που ενώνανε, με βάση κάποιο συλλογισμό, τους διάφορους πλανήτες.

Αυτό που, πολύ χοντρικά και απλοϊκά, υποστήριζε η θεωρία ήταν ότι στο απώτερο μέλλον οι σχηματισμοί των αστερισμών στον ουρανό θα αλλάξουν, τουλάχιστον έτσι όπως θα είναι ορατοί από τη Γη. Μετά από κάτι χιλιετίες. Παρουσιάζονταν μάλιστα και ορισμένες εκδοχές για πώς θα δείχνει, ίσως, η Μεγάλη Άρκτος ή ο Αιγόκερως. (Το ερώτημα αν εκείνη την εποχή θα υπάρχει καν Γη ή άνθρωποι πάνω σε αυτήν για να κοιτάνε τ' άστρα δεν εξεταζόταν.)

Εν πάση περιπτώσει, το τετράδιο αυτό, με τη θεωρία αυτή, εγώ το έκλεψα. Κάτω από τη μύτη της θείας μου που ρουθούνιζε κοιμισμένη. Το έχωσα στο βαλιτσάκι μου και το έβγαλα μόνο σαν φτάσαμε στην Αθήνα. Ήταν, επαναλαμβάνω, η σοβαρότερη κλοπή που διέπραξα ποτέ.

Αμέσως σχεδόν άρχισα να νιώθω άσχημα για ό,τι έκανα. Ντρεπόμουνα όμως φοβερά να πάω να ομολογήσω και να επανορθώσω. Σκεφτόμουν, απ' την άλλη, ότι η απώλεια ίσως να μην είχε γίνει ακόμα αντιληπτή. Αλλά και ότι, όταν θα έφτανε να γίνει τελικά αντιληπτή -μπορεί και χρόνια μετά, ποιος ξέρει-, οι υποψίες αποκλείεται να στρέφονταν στο συγκεκριμένο εντεκάχρονο. Δηλαδή εμένα. Ο καιρός περνούσε κι εγώ συνέχισα να φυλάω το τετραδιάκι μαζί με όλα μου τα άλλα πολύτιμα.

Συχνά αναρωτιόμουν αν ο άνθρωπος που έγραψε στις κιτρινισμένες (τώρα πια) σελίδες και ζωγράφισε κείνα τα σχέδια ήταν ο αυθεντικός επινοητής της θεωρίας ή ένας που απλώς την αντέγραψε από κάπου για να τη διαφυλάξει, μιας και φωτοτυπικά μηχανήματα τότε μάλλον δε θα υπήρχαν. Και ποιος να ήταν άραγε αυτός; Κάποιος συγγενής από το δικό μας σόι ή κάποιος από τη μεριά του άντρα της θείας μου; Καμιά πληροφορία δε γινόταν να αντλήσω ούτε απ' το ίδιο το γραπτό ούτε από πουθενά. Όσο δείλιαζα να κάνω το γενναίο βήμα να απολογηθώ, όλα τα ερωτήματα θα μένανε αναπάντητα. Κάθε χρόνος, μάλιστα, που περνούσε, η θέση μου γινόταν ακόμα δυσκολότερη γιατί -φανταστείτε- δίπλα στην παιδική σκανταλιά είχε προστεθεί πια και η ένοχη ενήλικη συγκάλυψη.

Αρκετά καλοκαίρια αργότερα, τον Αύγουστο του 2006, μια μεγάλη πυρκαγιά στη Χαλκιδική έκαψε πολλά δάση, πολλά σπίτια. Ανάμεσα τους και το όμορφο εξοχικό της θειάς μου. Όλα στάχτη. Θυμάμαι τη φωνή της να σπαράζει απαρηγόρητη στην άλλη άκρη της γραμμής: «Πάνε όλα! Δεν έμεινε τίποτα. Πάνε όλα!»

Κι όμως, κάτι είχε μείνει. Κάτι πολύτιμο. Οι κακές πράξεις οδηγούν καμιά φορά σε άριστα αποτελέσματα. Ας μη βιαζόμαστε πάντα να ρίξουμε το ανάθεμα στους κακούργους. Τώρα πια μπορούσα, με ελαφρά συνείδηση, να επιστρέψω το λάφυρο!

Επισκέφτηκα τη θεία μου στο διαμέρισμά της στη Θεσσαλονίκη. Με πέρασε να καθίσουμε στο μπαλκόνι. Πάνω στο τραπεζάκι μια γαβαθούλα κεράσια. Άλλα πιο άγουρα, άλλα πιο ώριμα. Φανταστείτε μονάχα τη χαρά της όταν αντίκρισε τι της είχα φέρει. Με την κουφαμάρα της να έχει χειροτερέψει, δεν ξέρω πόσες από τις δικαιολογίες που ξεφούρνισα άκουσε πραγματικά. Τι τη νοιάζανε αυτά άλλωστε; Η μουρίτσα της έλαμπε από ευτυχία. Όχι τόσο για το ίδιο το κλεψιμαίικο («Α ναι, το θυμάμαι», είπε σχεδόν αδιάφορα, «ήτανε του πεθερού μου, το 'χε από κάποιο μαθητή του που σπούδασε μαθηματικός») όσο για το απλούστατο γεγονός ότι μπόρεσε ξαφνικά να αγγίξει το τελευταίο απομεινάρι του σπιτιού. Ήταν για εκείνη ανέλπιστο δώρο.

Ιστορίας τέλος. Μη φανταστείτε πια τίποτε άλλο. Τίποτε παρά μόνο το καλοκαίρι. Αυτό που ανοίγεται μπροστά μας λαχταριστό.

Info:

Tα βιβλία του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ