«Ο θείος Βάνιας»: Τι απομένει όταν πεθάνουν οι ψευδαισθήσεις;

«Ο θείος Βάνιας»: Τι απομένει όταν πεθάνουν οι ψευδαισθήσεις; Facebook Twitter
Εκεί ακριβώς έγκειται η ιδιοφυής πρωτοτυπία του Δημήτρη Καραντζά: ότι είδε όλους τους χαρακτήρες του έργου σαν έναν. Σαν κομμάτια του ίδιου χαρακτήρα. Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα
0

Ποιος θ’ απλώσει μια γέφυρα σωτηρίας πάνω από τη σούπα σπαραγγιών; Ποιος θα τινάξει τα ψίχουλα που τσιμπούν τα δάχτυλά μας; Ποιος θα μας σώσει απ’ αυτό το ατέλειωτο δείπνο προσβολών, σαρκασμών και μικροπρέπειας;

Μια οικογένεια κάθεται στο τραπέζι, κι ενώ μασούν μηχανικά το αφράτο ψάρι, οι ζωές τους αθόρυβα καταρρέουν, θα λέγαμε, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Τσέχοφ, η οποία φαίνεται να ενέπνευσε τόσο τη σκηνογραφία όσο και τη σκηνοθεσία του Θείου Βάνια που φιλοξενείται στο θέατρο Προσκήνιο.

Το τραπέζι της Μαρίας Πανουργιά είναι μεγάλο σαν χώρα που απλώθηκε και κατάπιε όλες τις άλλες χώρες. Όπου κι αν πάνε οι κάτοικοι αυτής της χώρας θα βρίσκονται πάντοτε στο ίδιο μέρος: δεν υπάρχουν σύνορα για να διασχίσουν, δεν υπάρχει οδός.

Υπάρχουν μόνον είκοσι τέσσερις καρέκλες, όσες και οι μονότονες ώρες μιας μέρας που περνά (ή δεν περνά) στο κτήμα του θείου Βάνια και της Σόνιας. Σε αυτές κάθονται ένας ένας οι ήρωες του δράματος. Μετακινούνται συχνά, όμως δεν αλλάζουν «θέση». Μασουλάνε, συζητάνε –τα μικρά και τα μεγάλα–, πίνουν τσάι, βότκα, ενίοτε τους πιάνει λόξυγγας ή μια ακατανόητη παρόρμηση να γλείψουν το γλάσο του γλυκού. Κι ενώ κάνουν όλα αυτά που περιμένουμε να κάνουν, ταυτόχρονα κάτι άλλο, κάτι παράξενο νιώθουμε να συμβαίνει με τούτους τους τσεχοφικούς συνδαιτυμόνες.

Καμία άλλη στιγμή δεν παράγει τόσο θόρυβο όσο εκείνη. Για δύο ώρες αυτό παρακολουθούμε επί σκηνής, αυτήν τη διεσταλμένη στιγμή: τις ύλες που μετατοπίζονται και τις κραυγές που γεννιούνται, όταν το Είναι στέκεται έξαλλο και αντιστέκεται ολόκορμο στην απώλεια των ψευδαισθήσεών του.

Γιατί, καίτοι καθηλωμένοι, δεν δείχνουν παραιτημένοι. «Η ζωή είναι βαρετή, ανόητη, βρομερή... σε ρουφάει στο τέλμα της», λέει ο Άστροφ, αλλά εμείς, επί σκηνής, δεν βλέπουμε ρουφηγμένους ανθρώπους, τσακισμένους από την περιρρέουσα ανοησία, ανία ή δυσωδία. Κάθε άλλο. Μια τεντωμένη χορδή διαπερνά το σώμα τους. Πάλλονται συντονισμένοι στην ίδια συχνότητα, η ίδια ένταση ταλανίζει τις φωνές τους. Μοιάζουν τόσο πολύ συναισθηματικά, ώστε δυσκολευόμαστε να τους ξεχωρίσουμε, λες και ο σκηνοθέτης «έσβησε» τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του καθενός κι εμείς δεν μπορούμε πια να πούμε, αν μας το ζητούσε κάποιος πεισματικά, σε τι διαφέρει ο Βάνιας από την Ελένα ή από τον Άστροφ ή από τη Σόνια, σαν, από ερμηνευτικής άποψης, ο ένας να μπορούσε να είναι η άλλη, και σαν η άλλη να μπορούσε να πάρει τη θέση του ενός, και τίποτε δεν θα μεταβαλλόταν στο ψυχικό ηχόχρωμα της παράστασης.

«Ο θείος Βάνιας»: Τι απομένει όταν πεθάνουν οι ψευδαισθήσεις; Facebook Twitter
Η Ηρώ Μπέζου ως Σόνια και Χρήστος Λούλης στον ρόλο του Βάνια. Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

Μα και το ψυχικό ηχόχρωμα της παράστασης μοιάζει να είναι μονότονο, μονίμως σε κρεσέντο, ένα κρεσέντο που εκδιπλώνεται σε αλλεπάλληλους κυματισμούς, ξέφρενους, που καταπίνουν τη δράση, καθιστούν τα γεγονότα, τα πρόσωπα, τα σώματα εναλλάξιμα, και, τέλος πάντων, τι είδους παράσταση είναι αυτή όπου ο σκηνοθέτης αψηφά τα παραδοσιακά δομικά και δραματουργικά υλικά, αρνείται το χτίσιμο των χαρακτήρων, της πλοκής, των αντιθέσεων και στέκεται εμμονικά προσηλωμένος σε ένα αδιάπτωτο, αδιάλειπτο, αδιαπραγμάτευτο, σαρωτικό Αίτημα;

Εκεί ακριβώς έγκειται η ιδιοφυής πρωτοτυπία του Δημήτρη Καραντζά: ότι είδε όλους τους χαρακτήρες του έργου σαν έναν. Σαν κομμάτια του ίδιου χαρακτήρα. Δεν έχουμε εδώ, όπως συνήθως, πολλά και διαφορετικά υποκείμενα, αλλά ένα, τεμαχισμένο, που διαθλάται μανικά και καταλαμβάνει διαδοχικά όλες τις πιθανές θέσεις στον ασφυκτικά περιφραγμένο χώρο, διαμαρτυρόμενο και παλλόμενο μέχρι τελικής πτώσης.

Δεν είναι μόνο τα κάδρα που ολοένα μικραίνουν, τ’ αποφάγια που στοιβάζονται και τα ινδάλματα της νιότης που ξεθωριάζουν. Δεν είναι η ζέση της χειρωνακτικής εργασίας που αδυνατεί πλέον να ξεγελάσει τη μοναξιά... Είναι ότι μέσα σε μια στιγμή ράγισε η πυκνότητα του χρόνου. Μέσα σε μια στιγμή κάηκε το δάσος, μέσα σε μια στιγμή κατέφθασε το γήρας, μέσα σε μια στιγμή πέθανε ο έρωτας και η δυσωδία της ποδάγρας πλημμύρισε το δωμάτιο.

Καμία άλλη στιγμή δεν παράγει τόσο θόρυβο όσο εκείνη. Για δύο ώρες αυτό παρακολουθούμε επί σκηνής, αυτήν τη διεσταλμένη στιγμή: τις ύλες που μετατοπίζονται και τις κραυγές που γεννιούνται, όταν το Είναι στέκεται έξαλλο και αντιστέκεται ολόκορμο στην απώλεια των ψευδαισθήσεών του. Γιατί είναι αβάσταχτος ο πόνος που φέρνει το γκρέμισμά τους και μεις θα κάνουμε το παν να τις κρατήσουμε ζωντανές. Θα επιστρατεύσουμε όλες τις δυνάμεις της επανάληψης και της καθήλωσης, προκειμένου να μη χαθεί το νόημα, το όποιο νόημα, θλιβερό κι ανεπαρκές αλλά πάντοτε προτιμότερο από το άλλο, το άγνωστο, το μη εξημερωμένο.

θεοδώρα τζήμου Facebook Twitter
Η όμορφη Έλενα της Θεοδώρας Τζήμου πνίγεται στην ανημπόρια της, στα σκοτεινά νερά της παραλυμένης επιθυμίας της: γονατισμένη πάνω στο τραπέζι σαν πουλί με σπασμένη τη φτερούγα του. Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

«Το αίσθημά μου χάνεται άδικα, σαν ηλιαχτίδα που πέφτει σ’ έναν λάκο, και χάνομαι κι εγώ», θρηνεί ο σπαρακτικός Βάνιας του Χρήστου Λούλη, έμπλεος οδύνης, σαρκασμού και αγανάκτησης απέναντι σε ένα παρελθόν που ξεγλίστρησε αθόρυβα και σ’ ένα παρόν που δεν υπακούει, δεν εκπληρώνει, δεν ικανοποιεί. Η συνειδητοποίηση της αυτο-εξαπάτησης δεν αντέχεται. Μήπως το μέλλον κρατάει το μυστικό; «Αυτοί που θα ζήσουν εκατό, διακόσια χρόνια μετά από μας θα μας θυμούνται;» αναρωτιέται ο ασύχαστα φλεγόμενος Άστροφ του Φιντέλ Ταλαμπούκα, ρομαντικός και κυνικός, με ίσο πάθος, και την αγάπη να τον απαρνιέται ακατανόητα, βυθίζοντάς τον εκ νέου στα βάθη της πραγματικότητας.

Μα και η συγκρατημένη Σόνια της Ηρώς Μπέζου επιχειρεί κι αυτή τη στιγμιαία υπέρβαση: στα τραπέζια σκαρφαλώνει, στα τέσσερα προχωράει, σαρώνει στο διάβα της πιάτα, τσαγερά και κουταλάκια, αρπάζει με τις χούφτες το ζελέ φρούτων, βουτάει στις τούρτες, στριφογυρίζει σαν ζώο, πανικόβλητη και πυρπολημένη από την –καταδικασμένη, το ξέρει– επιθυμία της για έναν άντρα που την περιφρονεί έξι χρόνια τώρα.

Κι εκείνη που όλοι την πολιορκούν, που όλοι την ερωτεύονται και την αναγορεύουν σε μάγισσα, σε ξωτικό και σε σωτήρα τους, πόσο ν’ αντέξει την πίεση της εμποδισμένης και σπαταλημένης λαχτάρας της; Η όμορφη Έλενα της Θεοδώρας Τζήμου πνίγεται στην ανημπόρια της, στα σκοτεινά νερά της παραλυμένης επιθυμίας της: γονατισμένη πάνω στο τραπέζι σαν πουλί με σπασμένη τη φτερούγα του φωνάζει «έλεος! Πάρτε με από αυτή την κόλαση», όπου οι τοίχοι δεν έχουν ποτέ ένα σταθερό χρώμα και τα φαγητά δεν είναι ποτέ αρκετά να ταΐσουν τους πεινασμένους, και ούτε καν ένας πυροβολισμός δεν δύναται ν’ ανατρέψει τη στασιμότητα, να διαπεράσει τη σάρκα, να παραγάγει μια κατακλυσμιαία ανατροπή.

«Ο θείος Βάνιας»: Τι απομένει όταν πεθάνουν οι ψευδαισθήσεις; Facebook Twitter
Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

Τι απομένει όταν πεθάνουν οι ψευδαισθήσεις; Τι είναι αυτό που μας αντικρίζει και μας καλεί να το αντικρίσουμε κι εμείς; Γιατί νιώθουμε τόσο εξαντλημένοι από τη μάχη; Και πώς, αχ πώς να πορευτούμε τώρα που αντιληφθήκαμε ότι ήταν όλα μάταια; Το Συμβάν έρχεται ακάλεστο στο δείπνο και θρυμματίζει τα πάντα, σπάει την κανονικότητα, την πλήξη, την αδράνεια της παγιωμένης ταυτότητας, αφήνοντας τα ίχνη του στον ψυχισμό με απροσδιόριστες, αρχικά, συνέπειες. Χρειάζεται χρόνος για την αποδοχή της νέας κατάστασης πραγμάτων.

Εκεί, σε αυτό το μεταίχμιο, σταματά το κείμενο του Τσέχοφ, αυτό μας καλεί να αφουγκραστούμε η τελευταία του σκηνή, με τους ήρωες, απότομα προσγειωμένους στο «μετά», να προσπαθούν να αναπνεύσουν ενόσω διαισθάνονται ότι τίποτα δεν θα είναι ίδιο όπως «πριν». Πόσα έχουν αλλάξει, ακόμη κι όταν τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει... Κι εδώ έγκειται νόμιζω η βασική αδυναμία αυτής της κατά τα άλλα συναρπαστικής και συγκινητικής παράστασης: ότι, δηλαδή, τίποτα στον τόνο των φωνών δεν φανερώνει αυτήν τη νέα εποχή στην οποία έχουν εισέλθει πλέον οι ήρωες. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, κι όμως θα συνεχίσουμε, θα έλεγε καιρό μετά ο Μπέκετ. Θα συνεχίσουμε με όλη τη γνώση, τη θλίψη και τη στωικότητα που μας κληροδότησε το Συμβάν. Δεν έχουμε να κάνουμε με έναν πλήρη κύκλο, δεν επιστρέφουμε στην αρχική «σκηνή», δεν καθόμαστε ακριβώς στις ίδιες θέσεις. Υπάρχει διαφορά μέσα στη φαινομενική επανάληψη. Και το κρίσιμο μέγεθος αυτής της διαφοράς διέφυγε, νομίζω, τη σκηνοθεσία. Ας είναι: εισπράξαμε τόσο πολλά και τόσο πολύτιμα, ώστε μπορούμε τώρα να συνεχίσουμε αναπτερωμένοι, με τον λόγο του Τσέχοφ εκ νέου νοηματοδοτημένο στην ψυχή μας... 

«Ο θείος Βάνιας»: Τι απομένει όταν πεθάνουν οι ψευδαισθήσεις; Facebook Twitter
Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

Δείτε ημέρες και ώρες παραστάσεων για τον «Θείο Βάνια» του Άντον Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αργύρης Ξάφης: «Η φράση “πάμε κι ό,τι γίνει” είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που μας έχει γαμήσει σε αυτή τη χώρα σε κάθε επίπεδο»

Θέατρο / Αργύρης Ξάφης: «Να μου προτείνουν τι; Να αναλάβω το Εθνικό; Δεν με ενδιαφέρει»

Το «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» είναι από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις της σεζόν και με την ευκαιρία βρεθήκαμε με τον Αργύρη Ξάφη στο θέατρο Θησείο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Θέατρο / Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μιλά για τις εργασίες μεταστέγασής του στην οικία Αλεξάνδρου Σούτσου, για την πολύτιμη αρχειακή συλλογή αλλά και για το τι αναμένεται να γίνει με τα καμαρίνια σπουδαίων ηθοποιών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Περιμένοντας τον Γκοντό του Θεόδωρου Τερζόπουλου

Θέατρο / «Περιμένοντας τον Γκοντό»: Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ανατρέπει όσα γνωρίζαμε για το αριστούργημα του Μπέκετ

Ένα ταξίδι, μια παράσταση, μια συνάντηση με τον σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα σκηνοθέτη: από το Μιλάνο στην Αθήνα, από το Piccolo Teatro στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Θεόδωρου Τερζόπουλου προσφέρει μια ριζοσπαστική ανάγνωση του έργου του Μπέκετ.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Σαν πλοίο που ναυάγησε, σα νούφαρο που μάδησε

Κριτική Θεάτρου / Σαν πλοίο που ναυάγησε, σαν νούφαρο που μάδησε

Επιχειρώντας να αποδώσει τη «φαινομενικά ασύνδετη μορφή ενός ονείρου που υπακούει στη δική του λογική», όπως αναφέρει ο Στρίνμπεργκ στο «Ονειρόδραμα», η Γεωργία Μαυραγάνη επέλεξε να μιλήσει για το ίδιο το θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
42' με τον Βασίλη Βηλαρά

Θέατρο / Βασίλης Βηλαράς: «Το θέατρο είναι ένα ομοφοβικό και χοντροφοβικό επάγγελμα»

Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και στον «Καταποντισμό» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης φέρνει στο φως μαρτυρίες από την γκέι Ελλάδα της Μεταπολίτευσης μέσα από επιστολές που στάλθηκαν στο περιοδικό ΑΜΦΙ, το πρώτο μέσο που άρθρωσε δημόσια λόγο στην Ελλάδα για την εμπειρία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Θέατρο / Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Βασισμένος σε διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου, μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις χαρακτηριστικών συμπεριφορών ντόπιων, τουριστών και expats, ο σκηνοθέτης Γιάννης Παναγόπουλος διερευνά τη μεταβατική φάση από τα ’90s μέχρι το 2020, μιλώντας για την πραγματικότητα της γενιά του -των millennials- στην παράσταση που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας

Θέατρο / «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», οι μάγισσες και οι μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας σε μια παράσταση

Με έμπνευση από τη θεσσαλική λαογραφία και σε σύγχρονη σκηνική φόρμα, ο Κωνσταντίνος Ντέλλας σκηνοθετεί μια παράσταση για τις αόρατες γυναίκες της παράδοσης, αποκαλύπτοντας την κοινωνική απομόνωση, τον παραγκωνισμό τους, ακόμα και την απόκρυψη του γυναικείου σώματος.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Θέατρο / Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Μια ηθοποιός με λεπτές ποιότητες, εξαιρετικές συνεργασίες, επιμονή και πάθος μιλά για την επιλογή της να δώσει προτεραιότητα στην οικογένειά της σε πολλές φάσεις της καριέρας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ