
Θεωρείται από τους πιο ταλαντούχους Γάλλους σχεδιαστές μόδας της γενιάς των '80s. Τα μπαρόκ ρούχα του, με αναφορές στο φολκλόρ, χαρακτηρίζονταν πάντα θεατρικά. Φυσικό κι επόμενο, αφού ο Κριστιάν Λακρουά ξεκίνησε με σπουδές στην Ιστορίας της Τέχνης. Αυτό το κάπως αντιεμπορικό στυλ τον οδήγησε στη μυσταγωγία της όπερας και του μπαλέτου – έχει υπογράψει πολλές παραστάσεις σε μερικές από τις σημαντικότερες σκηνές του κόσμου. Το Εθνικό Μουσείο της Σιγκαπούρης, άλλωστε, έκανε το 2009 μια αναδρομική έκθεση στα θεατρικά του κοστούμια. Πριν από μερικά χρόνια υπέγραψε την αναβίωση του μοναδικού μπαλέτου του Γιόχαν Στράους –μια παραλλαγή του παραμυθιού της Σταχτοπούτας– για την Όπερα της Βιέννης, σε χορογραφία του Ρενάτο Τζανέλλα. Την ίδια ακριβώς παράσταση, με δικά του κοστούμια και σκηνικά, εμπνευσμένα από εκείνα του Άντον Μπριόσκι της πρώτης παράστασης του 1901, επαναλαμβάνει η Λυρική Σκηνή στο Μέγαρο Μουσικής. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε μιλάει για τη σχέση του με το μπαλέτο, τα παραμύθια, και τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Όταν σχεδιάζετε κοστούμια για το θέατρο και την όπερα, ακολουθείτε την ίδια διαδικασία, όπως όταν σχεδιάζετε ρούχα για μια κολεξιόν, ή αφήνετε τη φαντασία σας να κινηθεί εκτός ορίων;
Φυσικά! Καταρχάς ναι, εν μέρει για τεχνικούς λόγους. Εν τέλει όμως όχι και τόσο, καθώς στο μυαλό μου η δουλειά παραμένει κατά βάση η ίδια: να δημιουργώ κάτι διαφορετικό από την καθημερινότητα, μια ατμόσφαιρα, ένα είδος απόδρασης.
Προσωπικά, φημίζομαι για το ντεκορατίφ στυλ μου, τα χρώματα, τα κεντήματα που παίζουν με το φως και το σκηνικό και, φυσικά, με τις μπαλαρίνες και την ικανότητα ιδιοφυών χορογράφων.
Μπορεί το μπαλέτο να προσαρμοστεί στη σύγχρονη αισθητική ή προτιμάτε να φαντάζεστε το μπαλέτο σε σχέση με τον 19ο αιώνα, μια ονειρική ατμόσφαιρα που μας γυρνάει σε μια εξιδανικευμένη προπολεμική εποχή παιδικής αθωότητας;
Ενδιαφέρουσα ερώτηση! Υπάρχουν μπαλέτα και μπαλέτα, εξαρτάται από το στυλ του χορογράφου και τις απαιτήσεις του. Πρέπει να πω ότι ως σκηνογράφος δεν είμαι αφεντικό του εαυτού μου, δηλαδή ελεύθερος να υλοποιήσω οποιαδήποτε έμπνευση μου 'ρθει στο μυαλό. Βρίσκομαι εκεί για να υπηρετήσω, δουλειά μου είναι να εικονοποιήσω τη φαντασία, τις ανάγκες, τις απαιτήσεις του σκηνοθέτη. Φυσικά, ένα απλό, λευκό t-shirt ή ένα απλό φόρεμα που βλέπουμε στον σύγχρονο χορό –αν οι χορευτές δεν είναι τελείως γυμνοί– με εμπνέει πολύ λιγότερο απ' οτιδήποτε προέρχεται από το παρελθόν, τη «Λίμνη των Κύκνων» ή την «Ωραία Κοιμωμένη». Στο μοντέρνο μπαλέτο το κλειδί είναι ο ρυθμός και το αγνό κορμί, ενώ στο κλασικό, εφόσον τα κοστούμια αποτελούν μέρος ολόκληρης της δημιουργίας, υπάρχει η ανάγκη για κάτι πιο ρομαντικό, ακόμα και αν πρόκειται για κάτι δυσκολότερο τεχνικά. Ο σύγχρονος χορογράφος το μόνο που χρειάζεται είναι κάτι απλό, που θα αφήσει το σώμα να μιλήσει. Κάποιοι μπορεί να ζητήσουν καθαρά κοστούμια, ίσως ακόμα και μπαρόκ, αν ταιριάζουν με τη δημιουργία τους. Αλλά και το κλασικό μπαλέτο μπορεί να ερμηνευτεί με ένα απλό ένδυμα, ώστε να πλησιάσει ακόμα περισσότερο το κοινό. Οπότε, αυτό είναι ένα μεγάλο κι ενδιαφέρον θέμα. Προσωπικά, φημίζομαι για το ντεκορατίφ στυλ μου, τα χρώματα, τα κεντήματα που παίζουν με το φως και το σκηνικό και, φυσικά, με τις μπαλαρίνες και την ικανότητα ιδιοφυών χορογράφων.

Η «Σταχτοπούτα» είναι ένα κλασικό έργο που συγκεντρώνει όλες τις φαντασιώσεις και τις ανάγκες και διαπερνά όλες τις κοινωνίες διαχρονικά. Σας ενδιέφερε να ακολουθήσετε τις οδηγίες του Γιόχαν Στράους, που ζητάει να συμβαίνει στο παρόν, ή προτιμάτε έναν παραμυθένιο και φανταστικό κόσμο;
Ναι, είναι ένα οικουμενικό έργο και αφορά όλους μας, όπως η «Χιονάτη», η «Ωραία Κοιμωμένη» και άλλα με ανάλογο ψυχολογικό και ψυχαναλυτικό περιεχόμενο. Ο κ. Τζανέλλα επέλεξε να μείνει πιστός στην αυθεντική εκδοχή του Στράους και του Μπριόσκι. Έμεινα άναυδος όταν ανακάλυψα την εκδοχή αυτή. Ήταν τόσο μοντέρνα, τόσο σημερινή, που μοιάζει ακόμα περισσότερο σύγχρονη στο γεφύρωμα μεταξύ 20ού και 21ου αιώνα. Λαμβάνει χώρα μέσα σε έναν οίκο μόδας, κι εγώ είμαι σχεδιαστής μόδας. Ο ιδιοκτήτης του πολυκαταστήματος ονομάζεται μεσιέ Αρνό (όπως ο διευθυντής της Louis Vuitton), ενώ γράφεται τέλη του 19ου, αρχές του 20ού αιώνα. Οπότε, ήταν πολύ ενδιαφέρον να δημιουργήσουμε έναν παραμυθένιο άχρονο κόσμο μόδας και εξτραβαγκάντζας σαν ένα παιδικό βιβλίο. Το στυλ μου της περιόδου 1999-2000 ήταν πολύ γραφιστικό, φλούο, γεωμετρικό, συγχρόνως «μοντέρνο» και φανταστικό και, παρεμπιπτόντως, μπαινόβγαινε σε αυτό που αποκαλούμε «πραγματικό κόσμο». Πάντως, δεν είμαι αντίθετος σε μια κλασική διακοσμητική και νοσταλγική εκδοχή.
Σε ποια περίοδο αναφέρονται τα κοστούμια σας της «Σταχτοπούτας»; Πέρα από τα σκηνικά του Άντον Μπριόσκι της ιστορικής παράστασης του 1901, στην οποία βασίσατε τα σκηνικά σας, τα κοστούμια σας έχουν ευθεία αναφορά σε έναν καλλιτέχνη, σε κάποια περίοδο καλλιτεχνική ή ιστορική, σε κάποια ταινία;
Όσον αφορά τη δική μου δουλειά, οφείλω να πω ότι για τη Σταχτοπούτα και τις αδελφές της εμπνεύστηκα από εικονογραφήσεις του '50 και του '60, όπως και από τη σύγχρονη τέχνη, και λίγο από τον 18ο αιώνα για τη σκηνή με τις κινέζικες πορσελάνες.

Γενικά, έχετε τη φήμη ότι τα ρούχα σας να ξεφεύγουν από την πραγματικότητα. Σας απωθεί η ιδέα τα ρούχα να εκφράζουν την ταραγμένη μας εποχή;
Θεωρώ ότι το ροκοκό, το μπαρόκ και ο ρομαντισμός σχετίζονται τόσο με τον ταραγμένο κόσμο και την εποχή μας όσο και μια σπορτίφ ή μίνιμαλ σημερινή κολεξιόν. Έχω παρατηρήσει ότι στα τελευταία Fashion Weeks ξεπετάγεται μια νέα γενιά σχεδιαστών που εμφανίζεται με «θεατρικά», σχεδόν αδύνατον να φορεθούν, σύνολα. Αυτές οι κολεξιόν είναι απόδειξη ενός είδους πολιτισμικής, λογοτεχνικής και καλλιτεχνική συνειδητοποίησης, κάτι που για μένα αποτελεί τη βαθύτερη απάντηση σε οτιδήποτε προέρχεται από το facebook, τα videogames και τα μπλογκ.
Ποιο θα ήταν το ιδανικό στυλ στη μόδα σήμερα, με την οικονομική κρίση και τη βία να πλήττει τον δυτικό και όχι μόνο κόσμο;
Καταρχάς, να μείνουμε αληθινοί, ελεύθεροι και πιστοί στον εαυτό μας, με μια δεύτερη ματιά που να ταιριάζει στο πνεύμα μας, στις ανάγκες μας, στις ιδέες μας, χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε τυφλά εμπορευματοποιημένες δημιουργίες μαζικής παραγωγής ή μια ψεύτικη μόδα καθοδηγημένη απ' όλους αυτούς τους ανεγκέφαλους κλώνους. Πάνω απ' όλα, οφείλουμε να σεβόμαστε το ανθρώπινο είδος, τη Γη, τη φύση, με χειροποίητα, ανακυκλωμένα, έξυπνα προϊόντα, συνδυάζοντας παλιά και νέα αντικείμενα, μοναδικά, χειροποίητα, οικολογικά προϊόντα – επίσης μοιράζοντας πράγματα. Επισκέπτομαι συχνά την Ισπανία και λόγω της κρίσης νεαροί φίλοι μου έχουν εφεύρει έναν δικό τους τρόπο ζωής, λιγότερο δαπανηρό και τρέντι. Μια αξιοσημείωτη, νέα αντίληψη ζωής, περισσότερο μοντέρνα για μένα απ' οτιδήποτε προέρχεται από πολυκαταστήματα και ψευτοσνομπίστικες πολυτελείς μάρκες.
Στην εποχή του Ίντερνετ, των κινητών τηλεφώνων, του Ιnstagram, της τεχνολογίας και των γκάτζετ, τι μπορεί να προσφέρει ένα παραμύθι στο κοινό;
Την απόδραση, την ελευθερία, την αλλαγή, τη διαφορετικότητα, το όνειρο, την πολυχρωμία, που τα χρειαζόμαστε ως τροφή. Δείτε τη νέα κινηματογραφική εκδοχή της «Σταχτοπούτας». Ο λόγος που την έκαναν είναι γιατί ακόμα και οι πλέον κυνικοί παραγωγοί, που ενδιαφέρονται μόνο για το χρήμα, ένιωσαν ότι το είχαν ανάγκη.

Μα, τι είδους απόδραση μπορεί να προσφέρει ένα παραμύθι στα παιδιά των tablets και των videogames;
Αυτό είναι ένα υπέροχο μυστήριο. Ως παιδί, θυμάμαι ένα βιβλίο με υπέροχη εικονογράφηση, τόσο όμορφο –ειδικά τη γεμάτη στάχτες και σκονισμένη κουζίνα της Σταχτοπούτας–, που ήθελα να μπω στις σελίδες του και να ζήσω εκεί μέσα. Ακόμα έχω στη μνήμη μου τη μαγεία κάποιων κινούμενων σχεδίων και κόμικς που στο μεταξύ έχασα. Από την άλλη, μερικά από αυτά μου δημιουργούσαν ένα ενοχλητικό συναίσθημα, βαρεμάρα, ακόμα και μια αιώνια θλίψη που εξακολουθώ να κουβαλάω μέχρι σήμερα. Αυτό συνδέεται άμεσα με το πνεύμα ενός υψηλού τρόπου ζωής, με άλλους κόσμους.
Η υψηλή ραπτική είναι απόδειξη πολιτισμού ή ταξικής διάκρισης;
Φυσικά και όχι! Μόνο χρήματος.
Τι κάνει κομψή μια γυναίκα που δεν μπορεί να αγοράσει ακριβά ρούχα και αξεσουάρ;
Καταρχάς, το να αποφεύγει το μπότοξ! Έτσι κι αλλιώς, νομίζω ότι δεν είναι καθόλου προσιτά πια τα ακριβά ρούχα. Υπάρχουν πολλά φτηνά ρούχα, vintage ή second-hand, που μπορεί να ανακατέψει με τον δικό της τρόπο, χωρίς να ντρέπεται καθόλου. Αν όντως θέλει να μιμηθεί τις πλούσιες και τις τρέντι, μπορεί να πάει και να αγοράσει από εταιρείες – αμέσως μόλις κυκλοφορήσει μια κολεξιόν στην αγορά, την αντιγράφουν. Και αν έχει χρόνο και ικανότητα, μπορεί να τα φτιάξει μόνη της, όπως έκαναν οι μητέρες μας.
Υπάρχει κάποιο θρυλικό κινηματογραφικό ή θεατρικό κοστούμι που συνεχώς επανέρχεται στο μυαλό σας και θα χαρακτηρίζατε «Τέχνη»;
Όλα του Adrian των ταινιών του Χόλιγουντ του '40, η ταινία «Γυναίκες» του Κιούκορ και η «Ωραία μου κυρία», τα φιλμ του Βισκόντι και του Παζολίνι. Αλλά και ταπεινά κοστούμια φτωχών μπουλουκιών απ' όταν ήμουν παιδί. Μόνο και μόνο για το αίσθημα της ψευδαίσθησης, του παιχνιδιού, την εφευρετικότητα ενός άλλου κόσμου, έτσι απλά, με κακό μακιγιάζ, φτωχά αξεσουάρ, πολυκαιρισμένα και κατεστραμμένα σκηνικά, ζωγραφισμένα επάνω σε καμβά.

Ποια ήταν ανέκαθεν για σας η ιδανική γυναίκα, είτε διάσημη είτε άσημη;
Όλες οι κλασικές εικόνες με εντυπωσίαζαν όταν ήμουν παιδί: η Μπαρντό, η Χέπμπορν, η Γκρέις Κέλι, της οποίας ο γάμος πρέπει να ήταν η πρώτη τηλεοπτική εκπομπή που είδα το 1956, η Κάλλας, η Τζάκι και, γιατί όχι, η Δούκισσα του Ουίνδσορ, η Κέι Κένταλ, η Μόνικα Βίττι, η Μαγκάνο, η Ντελφίν Σερίνγκ και η γυναίκα μου, την πρώτη φορά που τη γνώρισα. Ο τρόπος που μιλούσε, που κάπνιζε, που γελούσε, που τίναζε τα μαλλιά της, η εξυπνάδα της και η ειρωνεία της, το χιούμορ. Όταν τη συνάντησε η μητέρα μου, είπε ότι έμοιαζε με την ιδανική γυναίκα, όχι τόσο ψηλή, χλωμή ή αδύνατη.
Υπάρχει κάτι ελληνικό το οποίο σας έχει εμπνεύσει;
Στη «Σταχτοπούτα» όχι, εκτός ίσως από τα μικρά αγγελάκια. Αλλά γεννήθηκα στην Αρλ, στη νότια Γαλλία, η οποία ιδρύθηκε από τους Έλληνες. Διδάχτηκα αρχαία ελληνικά στο πανεπιστήμιο και οι παππούδες μου, όταν αποφοίτησα το 1969, μου έκαναν δώρο ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Πρέπει να ομολογήσω ότι έχω να την επισκεφτώ πολλά χρόνια, αλλά νιώθω λίγο Έλληνας στο μυαλό και στο αίμα, αλλά όσον αφορά την έμπνευση που βρίσκω στην αρχαιότητα αλλά και τα παραδοσιακά κοστούμια του Μουσείου Μπενάκη, που με επηρέασαν πάρα-πάρα πολύ όταν αποφάσισα να γίνω σχεδιαστής μόδας. Επίσης, πρόσφατα εντυπωσιάστηκα από κάποιες ταινίες, όπως η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα. Αλλά ακόμα δεν έχω δει την ταινία «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου, που λάτρεψαν οι φίλοι μου.

σχόλια