Τα «Χορικά Ύδατα» αποτελούν μια πολύχρωμη παλέτα με στιγμές κωμωδίας και δράματος, εστιάζοντας στα μεγάλα και διαχρονικά θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο και ορίζουν τη φύση, τη μοίρα και τα έργα του. Τη σκηνοθεσία, την επιλογή των κειμένων και των χορικών, καθώς και τη συγγραφή συνδετικών κειμένων, έχει αναλάβει η Λίνα Νικολακοπούλου που στη μακρόχρονη δημιουργική της πορεία, μεταξύ άλλων και στο θέατρο, έχει έρθει σε επαφή με έργα σπουδαία, καλύπτοντας ένα ευρύτατο φάσμα, από το αρχαίο δράμα και τη σύγχρονη δραματουργία. και έχει συνεργαστεί με πολλούς και σπουδαίους σκηνοθέτες και συνθέτες.
«Η πρώτη μου επιθυμία, κάτι που με έτρωγε, ήταν να θυμηθώ τα χορικά που είχαν γεννηθεί πολύ νωρίς στη διαδρομή μου, από το 1986, από τη “Λυσιστράτη” και τις “Τρωάδες” και από σύγχρονα ελληνικά έργα, αλλά και αργότερα από τον “Οιδίποδα Τύραννο”, και να τα ξαναφέρω στα αυτιά μου», λέει η Λίνα Νικολακοπούλου.
«Θυμάμαι τη συμμετοχή του κόσμου, αλλά και τη συστολή και την αγωνία που είχα μέσα μου αν μπορώ να τα γράψω· την ίδια στιγμή έπαιρνα και ρίσκα όταν έλεγα το “ναι”. Διάβαζα πολύ τα έργα, προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω τι έλεγαν αυτά τα κείμενα και μετά να γίνουν κομμάτια οργανικά της παράστασης.
«Ήθελα να ξεφύγω κάπως από τη συμβατικότητα του μελοποιημένου λόγου και να ζοριστώ, να ξανακάτσω στο θρανίο και να με ενθουσιάσει κάτι που ονομάζω και φανερώνω, κάτι που ανακινήθηκε μέσα μου, και θα το πάρουν άξιοι άνθρωποι που τους αφορά· νιώθω ότι κάτι προσφέρω».
Όταν είδα ότι είχα πάρα πολλά θεατρικά τραγούδια και χορικά, άρχισα να ψάχνω έναν τρόπο να κάνω μια σύνθεση με αυτά γιατί έχουν περάσει πια σαράντα πέντε χρόνια από τότε που ξεκίνησα τη δισκογραφία και ήμουν βέβαιη ότι τα περισσότερα τραγούδια που δισκογραφήθηκαν έχουν air-play, παίζονται συνεχώς, έχουν μια συνέχεια, ακόμα υπάρχουν και τα λένε νεότερες γενιές, αλλά αισθανόμουν την ανάγκη να έρθουν στην επιφάνεια και τα άλλα γραπτά που έγιναν με αφορμή θεατρικά έργα. Γρήγορα είδα μια ισορροπία ανάμεσα σε κωμωδίες και τραγωδίες, έτσι είχα ουσιαστικά ένα πρώτο ξεκίνημα».

Πολλά από αυτά τα θεατρικά τραγούδια αυτονομήθηκαν και μέσα στα χρόνια έγιναν μεγάλες επιτυχίες, με το μεγαλύτερο μέρος του κοινού που τα αγάπησε να μη γνωρίζει ότι πρόκειται για τραγούδια βγαλμένα από το θέατρο. Στα «Χορικά Ύδατα» επιστρέφουν ξανά στην πηγή τους, τη θεατρική σκηνή. Με αφετηρία τη «Λυσιστράτη» (1986) και συνεχίζοντας με τις «Τρωάδες», τον «Πλούτο», τους «Ιππείς», τον «Οιδίποδα», «Το έκτο πάτωμα», το «Άγριο Μέλι», «Το Σκλαβί» κ.ά., η Λίνα Νικολακοπούλου αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της χορικής τέχνης που αποτελεί συνδυασμό ποίησης, μουσικής και χορού. Τραγούδια γνωστά και άγνωστα που έχουν μια ιστορία θεατρική να πουν σμίγουν σε μια νέα συνθήκη υψηλής αισθητικής αξίας και ανοίγουν έναν συναισθηματικό διάλογο με τον θεατή. Στην παράσταση ακούγονται με τη σειρά αφήγησης μουσικά έργα των Oscar Strock, Γιώργου Κουρουπού, Θάνου Μικρούτσικου, Goran Bregović, Γιώργου Χριστιανάκη, Σταμάτη Κραουνάκη και Νίκου Κυπουργού.
Επί σκηνής οκτώ ηθοποιοί ευρύτατης ερμηνευτικής γκάμας, τέσσερις γυναίκες και τέσσερις άντρες από τρεις γενιές, ερμηνεύουν, χορεύουν και τραγουδούν. Η σπουδαία κυρία του θεάτρου Αννίτα Σαντοριναίου, που φέρει το ήθος της θρυλικής εποχής του Κουν, η Στέλα Φυρογένη, ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης, ο Χάρης Πισίας και η Νιόβη Χαραλάμπους, ηθοποιοί με μακρά και επιτυχημένη πορεία στο θέατρο, αλλά και οι νεότεροι Χρήστος Γκρόζος, Λουκάς Προκοπίου και Μαρία Τσιάκκα. Διακεκριμένοι και πολύπειροι είναι και οι έξι μουσικοί της παράστασης που αποδίδουν τα μουσικά μέρη ισορροπώντας θαυμάσια μεταξύ δεξιοτεχνίας και μπρίου.
Για μια ηθοποιό σαν την Αννίτα Σαντοριναίου, με εκατοντάδες ρόλους στο ενεργητικό της, η παράσταση αυτή είναι μια άσκηση, ένα παιχνίδι πολύ ωραίο, όπως το αποκαλεί, που ταυτόχρονα έχει εξαιρετική δυσκολία: η μετάβαση από τους ρόλους της Εκάβης και της Ιοκάστης στους «Ιππείς» επιφυλάσσει κρημνώδεις, αλλά ελκυστικές εναλλαγές.


«Είναι σαν να δίνουμε εξετάσεις, σαν να κάνουμε οντισιόν σε διάφορα είδη θεάτρου και ανθρώπων με διαφορετικές υποστάσεις», λέει. «Η παράσταση είναι ένα ψηφιδωτό με χρωματιστές και μελαγχολικές ψηφίδες: κάποια κομμάτια είναι από το αρχαίο δράμα ή την Κλυταιμνήστρα της Γιουρσενάρ, που έχει το απόσταγμα μιας πίκρας, και από τις “Τρωάδες”, που έχουν τον ίδιο θρήνο με τις γυναίκες της Παλαιστίνης ή της Ουκρανίας, τον κλαυθμό των γυναικών σε όλο τον κόσμο.
Έχουμε, επίσης, το πάρα πολύ ενδιαφέρον μέρος της αναζήτησης του ανθρώπου, του εαυτού και της αλήθειας του κόσμου μέσα από ένα κομμάτι του “Οιδίποδα”. Μετά μπαίνουμε στην αττική κωμωδία, στους “Ιππείς”, και στη διάβρωση του πολιτικού βίου, στη “Λυσιστράτη”, όπου ο Αριστοφάνης, αναζητώντας την αλήθεια, καταφεύγει στην ουτοπία, επεξεργαζόμενος την υπόθεση της ειρήνης, και καταλήγουμε σε μία ακόμα ουτοπία του Αριστοφάνη, τον “Πλούτο”, για να εξετάσουμε τη σχέση του με την πενία, με τον άνθρωπο να αναζητά το χρήμα, την καλύτερη ζωή. Στη συνέχεια, προχωράμε στα σύγχρονα, στην ανάγκη που γεννιέται στον άνθρωπο για το παραμύθι. Π.χ. στο “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” αποκαλύπτουμε ότι, με αυτόν τον τρόπο, αυτοσχεδιάζοντας, ακολουθούμε τα χνάρια της ανθρώπινης ζωής, το καλό και το κακό, τη χαρά και τη λύπη, που είναι όλα αλληλένδετα. Ένα παιχνίδι είναι όλη η παράσταση, μια επιλογή από σκηνές».
«Η όρχηση, θα σου πουν όσοι γνωρίζουν την πραγματική γενεαλογία της, γεννήθηκε την ίδια στιγμή που γεννήθηκε και το σύμπαν, και φανερώθηκε ταυτόχρονα με εκείνο τον πανάρχαιο θεό, τον Έρωτα. Άλλωστε ο χορός που σέρνουν τα αστέρια ή ο τρόπος που συμπλέκονται οι πλανήτες με τους απλανείς αστέρες –η εύρυθμη κοινωνία τους, η εύτακτη αρμονία τους– δείχνουν πώς η όρχηση είναι συνυφασμένη με τις απαρχές του κόσμου», γράφει ο Λουκιανός.

«Σκαλίζοντας όσα είχα γράψει και ανοίγοντας έργα σαν τις “Τρωάδες”, τον “Οιδίποδα”, αλλά και του Αριστοφάνη, είδα τη μέγιστη τέχνη τους, που είναι τρομερά απαιτητική· αυτά που είναι να ειπωθούν πρέπει να γραφτούν πάνω σε μέτρα. Μου ήρθε η επιθυμία να ασχοληθώ σοβαρά με τη χορική ποίηση, ώστε να αποκωδικοποιήσω το τι και πόσο σπουδαία τέχνη είναι, πόσα γράμματα έπρεπε να ξέρεις για να την ασκήσεις –π.χ. την προσωδία, τη δημοκρατία–, για να μπορείς να αξιολογήσεις, να αφουγκραστείς αυτό που λέει ο λαός», λέει η Λίνα Νικολακοπούλου.
«Και σκεφτόμουν –δεν είναι αναλογία αυτό αλλά άξιο παρατήρησης– ότι τα τελευταία χρόνια βλέπουμε τον λαό μαζικά να θεωρεί ότι αυτό που έχει μέσα του το εκφράζει η τραπ. Κάνω αυτήν τη γέφυρα, προσπαθώντας να κατανοήσω γιατί πάει τόσο πολύς κόσμος να ακούσει αυτήν τη μουσική και εκφράζεται μέσα από λόγο ελλειπτικά διατυπωμένο, όχι μουσικά, αλλά ρυθμικά. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει πως όταν κάτι εκφράζει ένα αληθινό αίτημα θα βρει τον αρχέγονο δρόμο για να βγει στην επιφάνεια. Ήθελα να ξεφύγω κάπως από τη συμβατικότητα του μελοποιημένου λόγου και να ζοριστώ, να ξανακάτσω στο θρανίο και να με ενθουσιάσει κάτι που ονομάζω και φανερώνω, κάτι που ανακινήθηκε μέσα μου, και θα το πάρουν άξιοι άνθρωποι που τους αφορά· νιώθω ότι κάτι προσφέρω. Αυτό είναι το δικό μου κέρδος σαν σκέψη και σαν συμπέρασμα από την ενασχόλησή μου με τα χορικά».

Κολυμπώντας σε πρωτόγνωρα ύδατα, η Λίνα Νικολακοπούλου θυμάται ότι πριν από τριάντα χρόνια ένιωσε πάλι την ανάγκη να «αποδεσμευτεί από ράγες» και να σκεφτεί τι θέλει από το τραγούδι. «Είναι συγκλονιστικό ότι τα είχα παρατήσει όλα και ενώ ήμουν, υποτίθεται, μεγάλο όνομα στο τραγούδι εξέθεσα το εαυτό μου πάλι σε μια άλλη δυσκολία και επανεκκίνηση, κάνοντας με τη Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου το “Σταγόνα Στα Γόνατα” με κείμενα τα οποία έμπαιναν να δουν δέκα άνθρωποι. Γι’ αυτόν τον λόγο με συγκίνησε πολύ το “ναι” που άκουσα από τους ανθρώπους του ΘΟΚ όταν τους πρότεινα να συνεργαστούμε. Ήρθε πάλι για μένα η στιγμή να σκεφτώ τι θέλω».
Ο τίτλος της παράστασης, που τον σκέφτηκε η Λίνα, αντλεί από τον δόκιμο πολιτικό όρο «χωρικά ύδατα». Σκέφτηκε τα «χορικά ύδατα» με όμικρον, ένα παράδοξο λογοπαίγνιο που συνδέεται με τα δικά της νερά, που ήταν πάντα ο έμμετρος λόγος. «Μου αρέσει αυτός ο τίτλος και ήταν χαριτωμένο και ανανεωτικό τo ότι έβαλα πάλι μια σταγόνα της νοοτροπίας μου στο παιχνίδι με τον λόγο», λέει.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την μουσικοθεατρική παράσταση «Χορικά Ύδατα» εδώ.