ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Οτιδήποτε θετικό εξανεμίζεται κι αυτό με τον μονόλογο του τέλους, την Παράβαση της ίδιας της Κιτσοπούλου, που εμφανίζεται στα λευκά και επιδίδεται αυτοθαυμαζόμενη στο ραπ εγκώμιό του εαυτού της και της πένας της. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης
0

Όσες αλυσίδες κι αν του περάσουν, όσες φοβέρες κι αν εξαπολύσουν εναντίον του, εκείνος δεν ακούει κανέναν. Kαμία πολιτική εξουσία, καμία κοινωνική επιταγή, κανένας συγγενικός δεσμός, κανένας καθωσπρεπισμός δεν μπορεί να τον φιμώσει. «Πρέπει να λέω την αλήθεια! Πρέπει να τη λέω!» ωρύεται στη μέση της ορχήστρας, δεμένος από το πόδι με ένα μακρύ σχοινί, σαν σκλάβος «παλαιάς κοπής» ή σαν αιχμαλωτισμένο ζώο. Ακριβώς επειδή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, ακριβώς επειδή λέει όλα όσα απαγορεύεται να ειπωθούν, ο ήρωας της Λένας Κιτσοπούλου, ως άλλος αριστοφανικός Φιλοκλέων, έχει τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό, και μάλιστα από τον ίδιο του τον γιο, ο οποίος κατέφυγε στη λύση αυτή προκειμένου να αναγκάσει τον ατίθασο πατέρα του ν’ ασπαστεί τα ήθη και τους κώδικες της εποχής μας.

Το σχέδιο πατρικής αναμόρφωσης δεν μοιάζει να πηγαίνει και πολύ καλά όμως. Γιατί ο αλυσοδεμένος άνδρας επιμένει να επιτίθεται κατά μέτωπο σε όλες τις εκφάνσεις της μόδας, στις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, στα φετίχ του καλλιτεχνικού στερεώματος, στις μανίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σαρκάζει σκληρά τον αποδομημένο μουσακά, τον αχινό με κάστανο, το αγριοσπάραγγο élevé, όλους τους δήθεν ψαγμένους αναμορφωτές της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, αλλά κι αυτούς που έκαναν καριέρα πείθοντάς μας για τη γευστική ανωτερότητα της μαντζουράνας, του αμπελοφάσουλου και του ζοχού. 

Αν ο Αριστοφάνης ασκεί κριτική στον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και στην ικανότητα του λαού να επιτελεί τον ρόλο του ως ρυθμιστής και εγγυητής της δημοκρατίας, εδώ, στην παρούσα παράσταση, δεν υπάρχει κανένα υψηλό διακύβευμα, καμία ουσιαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, καμία εμβάθυνση.

Η γλώσσα του τσακίζει κόκαλα: όχι μόνο κοροϊδεύει την ανατομία της ημίγυμνης κοπέλας που εμφανίζεται ζητώντας απελπισμένα βοήθεια αλλά επιχαίρει κιόλας όταν εκείνη πέφτει θύμα βιασμού από έναν ανάλγητο «σωτήρα»-αστυνομικό: «Καλά σου κάνανε! Τα ’θελε η κωλάρα σου! Με τα βυζιά έξω όλη την ώρα!» της φωνάζει. Τα βάζει με τους τουρίστες που «πάνε στα μαγαζιά και κάθονται πέντε ώρες πίνοντας μια μπίρα», ειρωνεύεται τη Βίκυ Καγιά («ήτανε ρούχο αυτό που φόραγε τις προάλλες;»), τις τηλεοπτικές εκπομπές που «παίρνουν τις χοντρές και τους λένε “τράβα να ψωνίσεις, είσαι κούκλα”, τον Κούγια που «πήγαινε στην Ευελπίδων μ’ ένα καλαθάκι να μαζέψει βατόμουρα», τον Σπύρο Μπιμπίλα («Τι θλίψη να ξέρεις τον Μπιμπίλα / Τι ωραία που θα ’ταν η ζωή χωρίς Μπιμπίλα») κ.ο.κ.

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό η συγγραφέας ταυτίζεται με τις απόψεις του ήρωά της, που θυμίζουν έντονα τις αντίστοιχες ενός σημερινού ακροδεξιού ψηφοφόρου. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Ετούτος ο ήρωας δεν είναι απλώς αθυρόστομος, είναι πολύ περισσότερα, θέλει να μας πείσει: είναι ο ηρωικός νοσταλγός και ακαταπόνητος υπερασπιστής μιας χαμένης εποχής αυθεντικότητας και ειλικρίνειας, μιας εποχής ένδοξης, όταν οι άνθρωποι έτρωγαν ακόμη αληθινό παστίτσιο και μεζέδες με οδοντογλυφίδα, έλεγαν ανενδοίαστα τον χοντρό «χοντρό», χωρίς να φοβούνται ότι θα κατηγορηθούν γι’ αυτό, όταν οι άντρες ήταν «άντρες» επειδή άλλαζαν το λάστιχο το παλιό, το τρυπημένο, και η γυναίκα «μπορούσε να στηριχτεί σε μπράτσα ιδρωμένα και παλάμες γεμάτες γράσο» («Άντρες είν’ αυτοί που βάζουν αντισηπτικά στα χέρια, αντί ν’ αφήσουν το γράσο να πιάσει τη ρώγα της γυναίκας;»), όταν οι ομοφυλόφιλοι δεν παντρεύονταν και δεν υιοθετούσαν παιδιά («πόσα “μπαμπά” να πει ένα παιδί;»), όταν στην Ελλάδα δεν ακούγονταν τα ουρλιαχτά των δικαιωματιστών και των καναλιών, εφόσον όλοι οι καημοί εκφράζονταν με τη φωνή του μοναδικού, του ανεπανάληπτου Στέλιου Καζαντζίδη. 

Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό η συγγραφέας ταυτίζεται με τις απόψεις του ήρωά της, που θυμίζουν έντονα τις αντίστοιχες ενός σημερινού ακροδεξιού ψηφοφόρου. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πάντως, ότι ο πρώτος εκφράζει πολλές από τις δικές της, προσωπικές εμμονές, με την κριτική στη σύγχρονη γαστρονομία, την απέχθεια στην πολιτική ορθότητα («Εγώ μεγάλωσα τη δεκαετία του ογδόντα», μας έλεγε σε άλλη, πρόσφατη δουλειά της, «και τότε τον πούστη τον λέγαμε πούστη») και την πράξη του βιασμού –για να επιλέξω μερικές– να αναδύονται και πάλι ανατριχιαστικά κυρίαρχες στη θεματολογία της. Και δίχως άλλο, αυτό που τη συνδέει έντονα μαζί του είναι η αδιάσειστη πεποίθηση ότι στέκονται «μόνοι εναντίον όλων» ως άλλες σωκρατικές αλογόμυγες που τσιμπούν επίμονα τον κοιμισμένο ελληνικό λαό, αναλαμβάνοντας πλήρως το ρίσκο των «αντισυμβατικών» λεγομένων τους και αψηφώντας τολμηρά τις συνέπειες.  

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Θα μπορούσαμε να συμπλεύσουμε με τη σκηνική αναρχία, το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηθοποιών, τα άστοχα τραγούδια, την πρόχειρη συγκόλληση ασύνδετων επεισοδίων, αποδεχόμενοι ίσως ότι με τον τρόπο αυτό η σκηνοθέτις φιλοδοξεί να αντικατοπτρίσει την παράνοια της σύγχρονης Ελλάδας. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Σαρκάζει σκληρά τον αποδομημένο μουσακά, τον αχινό με κάστανο, το αγριοσπάραγγο élevé, όλους τους δήθεν ψαγμένους αναμορφωτές της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, αλλά κι αυτούς που έκαναν καριέρα πείθοντάς μας για τη γευστική ανωτερότητα της μαντζουράνας, του αμπελοφάσουλου και του ζοχού. 

Σε τι ακριβώς συνίσταται, όμως, αυτό το ρίσκο; Τι είναι αυτό που λένε «έξω από δόντια», χωρίς φόβο και με πολύ πάθος, ευελπιστώντας ότι θα διαπεράσουν όλες τις στρώσεις της μικροαστικής υποκρισίας μας μέσα από αλλεπάλληλα σοκ; 

Θα είχε ίσως κάποιο νόημα να επαίρεται κανείς για το θάρρος του, αν πράγματι ήταν αποφασισμένος να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο και να επιτεθεί στους ισχυρούς. Τίποτα τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει εδώ: πρώτον, επειδή οι στόχοι που επιλέγονται είναι ως επί το πλείστον ακίνδυνοι (πόσους τριγμούς θα προκαλέσεις στο σύστημα, δηλαδή, αν σατιρίζεις τον Μπιμπίλα, την Καγιά, το αμπελοφάσουλο, τον Νίκο Καββαδία, τον ρακένδυτο τουρίστα, τον Έλληνα «μαμάκια» ή τις κυρίες που ντύνουν με γουνάκια τα σκυλάκια τους;). Και δεύτερον, επειδή, ακόμη και τα σοβαρότερα θέματα που εισχωρούν στην ατζέντα (όπως η αστυνομική βία ή η άνοδος του φασισμού) δεν εξετάζονται εις βάθος. Αυτό που ακούμε είναι μονάχα ο ήχος ενός μύλου που τα αλέθει όλα – από την Πισπιρίγκου και τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο μέχρι τον Αντετοκούνμπο και τον Πέτρο, τον πελεκάνο της Μυκόνου. Ένα διαρκές name dropping που μοιάζει περισσότερο καθοδηγούμενο από το άγχος να βάλει τσεκ στα πρόσωπα της επικαιρότητας με τρόπο επιδερμικό, γαργαλώντας τις μύτες μας, αλλά αποφεύγοντας να ανοίξει έστω κι ένα ρουθούνι. 

Υπάρχουν, φυσικά, μερικές αναλαμπές στη διάρκεια της παράστασης, όπως ο χλευασμός της αγωνίας μας να έχουμε άποψη για όλα και να «δικάζουμε» τους πάντες («Δεν ξέρεις; Μάθε! Μάθε! Να πεθάνει όποιος δεν έχει άποψη για την κηπουρική, τη χειρουργική, τη vegetarian τροφή, τα γαμήσια στην Ευρωβουλή») ή η στιγμή της μεταμόρφωσης του πατέρα σε κοστουμαρισμένο πολιτικό που θα μπει στη Βουλή υποσχόμενος την κατάργηση των συντάξεων, «για να μη νιώθουν άχρηστοι αυτοί οι άνθρωποι». Συμπαθής, τέλος, ο γέρος-Σφήκας, ο τελευταίος εναπομείνας  ενός «αρχαίου» Χορού, που βυθίζεται στη μοναξιά του, αδυνατώντας να κατανοήσει τον ρόλο του μέσα στο σύγχρονο θεατρικό τοπίο.  

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
O Nίκος Καραθάνος. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Οτιδήποτε θετικό, όμως, εξανεμίζεται κι αυτό με τον μονόλογο του τέλους, την Παράβαση της ίδιας της Κιτσοπούλου, που εμφανίζεται στα λευκά και επιδίδεται αυτοθαυμαζόμενη στο ραπ εγκώμιο του εαυτού της και της πένας της. Προλαβαίνοντας εκ των προτέρων οποιονδήποτε διανοηθεί να της ασκήσει κριτική («Και θα μου πεις εσύ αν έχω σχέση με τις “Σφήκες”; Την κριτική σου / όπου είσαι / βάλ' την στον κώλο σου / όποιος είσαι»), στέφεται μόνη της βασίλισσα, αυτοαναγορεύεται στην κατεξοχήν, την απόλυτη Σφήκα, αυτή που θα γίνει πεταλίδα «στα μυαλά μας, θα κολλήσει και θα τα γαμήσει», αυτή που θα καπνίσει(!) και θα χαλάσει «τ’ αρχαία τα δοκάρια», αυτή που θα ξεμπροστιάσει «τα αρχαία μας τα έργα μες στο ψέμα», που θα βγάλει ζώα στη σκηνή (κι ας έρθει η Φιλοζωική), που θα κάνει «την καλύτερη παράσταση όλου του καλοκαιριού», που θα φωνάζει όσο έχει ακόμη αναπνοή, κι άμα τα φτύσει, πάλι «θα μας γαμήσει», αυτή που είναι επικίνδυνη για το σύστημα και δεν θα ’πρεπε το Εθνικό να της αναθέσει έργο («Δεν έπρεπε το Εθνικό σε μένα έργο να προτείνει / Δε φταίω εγώ / Εγώ δε φεύγω από δω, μ’ έχουν προσλάβει»), αυτή που πυροβολεί, αυτή που θα τα πει, αυτή που προκαλεί, κι ας την κάψουμε στην Πνύκα ζωντανή. Τι άλλο να κάνουμε σε μια τέτοια Ζαν ντ’ Αρκ που δεν μας αξίζει; Εμείς δεν έχουμε πυγμή, είμαστε σκλάβοι μαλθακοί, κοιμισμένοι και νωθροί.  

Εκείνη βασίλισσα κι εμείς σκλάβοι. Εκείνη Σφήκα κι εμείς «κότες». 

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Θα μπορούσαμε να συμπλεύσουμε με τη σκηνική αναρχία, το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηθοποιών, τα άστοχα τραγούδια, την πρόχειρη συγκόλληση ασύνδετων επεισοδίων, αποδεχόμενοι ίσως ότι με τον τρόπο αυτό η σκηνοθέτις φιλοδοξεί να αντικατοπτρίσει την παράνοια της σύγχρονης Ελλάδας. Θα μπορούσαμε ακόμη και να απολαύσουμε δυο-τρεις ερμηνείες που διασώζονται μέσα στον καταιγισμό (ιδίως του Πάνου Παπαδόπουλου ως «γιου» αλλά και του Θοδωρή Σκυφτούλη ως «πατέρα»).

Αυτό που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε, όμως, είναι η κραυγαλέα απουσία γόνιμης σάτιρας. Αν ο Αριστοφάνης ασκεί κριτική στον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και στην ικανότητα του λαού να επιτελεί τον ρόλο του ως ρυθμιστής και εγγυητής της Δημοκρατίας, εδώ, στην παρούσα παράσταση, δεν υπάρχει κανένα υψηλό διακύβευμα, καμία ουσιαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, καμία εμβάθυνση. Όσο κι αν ο κεντρικός ήρωας ακκίζεται πως εκφράζει με παρρησία την «αλήθεια», ότι υιοθετεί έναν δήθεν αιρετικό λόγο, εκφράζοντας αυτό που όλοι σκεφτόμαστε, αλλά κανένας μας δεν τολμά να ξεστομίσει, επί της ουσίας αναμασά ισοπεδωτικά κλισέ, ακυρώνει ανθρώπους και ποδοπατά τις πάσης φύσεως διαφορετικότητες.  

Σφήκες
Ελεύθερη διασκευή της Λένας Κιτσοπούλου, βασισμένη στο έργο του Αριστοφάνη
Μια συμπαραγωγή με το ΚΘΒΕ
Η παράσταση παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Παρασκευή 14 και το Σάββατο 15 Ιουλίου

Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος
Ελεύθερη διασκευή - σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά - κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Κωνσταντίνος Καπελλίδης (ηλεκτρικό μπάσο), Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νίκος Κουσούλης, Αλέξης Κωτσόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα, τρομπόνι), Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Δημήτρης Ναζίρης, Πάνος Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα, Θοδωρής Σκυφτούλης

Αναλυτικά η περιοδεία:
22 Iουλίου: Καβάλα - Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων
25 Ιουλίου: Θεσσαλονίκη - Θέατρο Δάσους
30 Ιουλίου: Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
5 Αυγούστου: Αρχαίο Θέατρο Δίον
29 Αυγούστου: Ηλιούπολη - Δημοτικό Θέατρο Άλσους «Δημήτρης Κιντής»
6-9 Σεπτεμβρίου: Σχολείον της Αθήνας Ειρήνη Παπά
16 Σεπτεμβρίου: Κηποθέατρο Παπάγου
22 Σεπτεμβρίου: Βύρωνας - Θέατρο Βράχων

Θέατρο
0

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αργύρης Ξάφης: «Η φράση “πάμε κι ό,τι γίνει” είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που μας έχει γαμήσει σε αυτή τη χώρα σε κάθε επίπεδο»

Θέατρο / Αργύρης Ξάφης: «Να μου προτείνουν τι; Να αναλάβω το Εθνικό; Δεν με ενδιαφέρει»

Το «Πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» είναι από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις της σεζόν και με την ευκαιρία βρεθήκαμε με τον Αργύρη Ξάφη στο θέατρο Θησείο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Θέατρο / Τι συμβαίνει με το Θεατρικό Μουσείο;

Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μιλά για τις εργασίες μεταστέγασής του στην οικία Αλεξάνδρου Σούτσου, για την πολύτιμη αρχειακή συλλογή αλλά και για το τι αναμένεται να γίνει με τα καμαρίνια σπουδαίων ηθοποιών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Περιμένοντας τον Γκοντό του Θεόδωρου Τερζόπουλου

Θέατρο / «Περιμένοντας τον Γκοντό»: Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ανατρέπει όσα γνωρίζαμε για το αριστούργημα του Μπέκετ

Ένα ταξίδι, μια παράσταση, μια συνάντηση με τον σημαντικότερο εν ζωή Έλληνα σκηνοθέτη: από το Μιλάνο στην Αθήνα, από το Piccolo Teatro στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Θεόδωρου Τερζόπουλου προσφέρει μια ριζοσπαστική ανάγνωση του έργου του Μπέκετ.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Σαν πλοίο που ναυάγησε, σα νούφαρο που μάδησε

Κριτική Θεάτρου / Σαν πλοίο που ναυάγησε, σαν νούφαρο που μάδησε

Επιχειρώντας να αποδώσει τη «φαινομενικά ασύνδετη μορφή ενός ονείρου που υπακούει στη δική του λογική», όπως αναφέρει ο Στρίνμπεργκ στο «Ονειρόδραμα», η Γεωργία Μαυραγάνη επέλεξε να μιλήσει για το ίδιο το θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
42' με τον Βασίλη Βηλαρά

Θέατρο / Βασίλης Βηλαράς: «Το θέατρο είναι ένα ομοφοβικό και χοντροφοβικό επάγγελμα»

Στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και στον «Καταποντισμό» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης φέρνει στο φως μαρτυρίες από την γκέι Ελλάδα της Μεταπολίτευσης μέσα από επιστολές που στάλθηκαν στο περιοδικό ΑΜΦΙ, το πρώτο μέσο που άρθρωσε δημόσια λόγο στην Ελλάδα για την εμπειρία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Θέατρο / Καύσωνας: Το όνειρο και ο εφιάλτης του ελληνικού καλοκαιριού σε μια παράσταση

Βασισμένος σε διηγήματα της Βίβιαν Στεργίου, μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις χαρακτηριστικών συμπεριφορών ντόπιων, τουριστών και expats, ο σκηνοθέτης Γιάννης Παναγόπουλος διερευνά τη μεταβατική φάση από τα ’90s μέχρι το 2020, μιλώντας για την πραγματικότητα της γενιά του -των millennials- στην παράσταση που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας

Θέατρο / «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα», οι μάγισσες και οι μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας σε μια παράσταση

Με έμπνευση από τη θεσσαλική λαογραφία και σε σύγχρονη σκηνική φόρμα, ο Κωνσταντίνος Ντέλλας σκηνοθετεί μια παράσταση για τις αόρατες γυναίκες της παράδοσης, αποκαλύπτοντας την κοινωνική απομόνωση, τον παραγκωνισμό τους, ακόμα και την απόκρυψη του γυναικείου σώματος.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Θέατρο / Ράνια Σχίζα: «Να γουστάρεις, αυτό είναι το κέρδος. Μόνο έτσι προχωράς στη ζωή»

Μια ηθοποιός με λεπτές ποιότητες, εξαιρετικές συνεργασίες, επιμονή και πάθος μιλά για την επιλογή της να δώσει προτεραιότητα στην οικογένειά της σε πολλές φάσεις της καριέρας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Θέατρο / Ένας λυκάνθρωπος πρωταγωνιστεί στη νέα, απίστευτη παράσταση του Ευριπίδη Λασκαρίδη

Ο τρόμος στο θέατρο και τον κινηματογράφο, η περίοδος γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, οι εικαστικές τέχνες, τα αμερικανικά μιούζικαλ και οι μεταμορφώσεις χωράνε στο «Lapis Lazuli» που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
M. HULOT