Αυτή Σφήκα, εμείς κότες

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Οτιδήποτε θετικό εξανεμίζεται κι αυτό με τον μονόλογο του τέλους, την Παράβαση της ίδιας της Κιτσοπούλου, που εμφανίζεται στα λευκά και επιδίδεται αυτοθαυμαζόμενη στο ραπ εγκώμιό του εαυτού της και της πένας της. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης
0

Όσες αλυσίδες κι αν του περάσουν, όσες φοβέρες κι αν εξαπολύσουν εναντίον του, εκείνος δεν ακούει κανέναν. Kαμία πολιτική εξουσία, καμία κοινωνική επιταγή, κανένας συγγενικός δεσμός, κανένας καθωσπρεπισμός δεν μπορεί να τον φιμώσει. «Πρέπει να λέω την αλήθεια! Πρέπει να τη λέω!» ωρύεται στη μέση της ορχήστρας, δεμένος από το πόδι με ένα μακρύ σχοινί, σαν σκλάβος «παλαιάς κοπής» ή σαν αιχμαλωτισμένο ζώο. Ακριβώς επειδή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, ακριβώς επειδή λέει όλα όσα απαγορεύεται να ειπωθούν, ο ήρωας της Λένας Κιτσοπούλου, ως άλλος αριστοφανικός Φιλοκλέων, έχει τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό, και μάλιστα από τον ίδιο του τον γιο, ο οποίος κατέφυγε στη λύση αυτή προκειμένου να αναγκάσει τον ατίθασο πατέρα του ν’ ασπαστεί τα ήθη και τους κώδικες της εποχής μας.

Το σχέδιο πατρικής αναμόρφωσης δεν μοιάζει να πηγαίνει και πολύ καλά όμως. Γιατί ο αλυσοδεμένος άνδρας επιμένει να επιτίθεται κατά μέτωπο σε όλες τις εκφάνσεις της μόδας, στις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, στα φετίχ του καλλιτεχνικού στερεώματος, στις μανίες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σαρκάζει σκληρά τον αποδομημένο μουσακά, τον αχινό με κάστανο, το αγριοσπάραγγο élevé, όλους τους δήθεν ψαγμένους αναμορφωτές της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, αλλά κι αυτούς που έκαναν καριέρα πείθοντάς μας για τη γευστική ανωτερότητα της μαντζουράνας, του αμπελοφάσουλου και του ζοχού. 

Αν ο Αριστοφάνης ασκεί κριτική στον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και στην ικανότητα του λαού να επιτελεί τον ρόλο του ως ρυθμιστής και εγγυητής της δημοκρατίας, εδώ, στην παρούσα παράσταση, δεν υπάρχει κανένα υψηλό διακύβευμα, καμία ουσιαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, καμία εμβάθυνση.

Η γλώσσα του τσακίζει κόκαλα: όχι μόνο κοροϊδεύει την ανατομία της ημίγυμνης κοπέλας που εμφανίζεται ζητώντας απελπισμένα βοήθεια αλλά επιχαίρει κιόλας όταν εκείνη πέφτει θύμα βιασμού από έναν ανάλγητο «σωτήρα»-αστυνομικό: «Καλά σου κάνανε! Τα ’θελε η κωλάρα σου! Με τα βυζιά έξω όλη την ώρα!» της φωνάζει. Τα βάζει με τους τουρίστες που «πάνε στα μαγαζιά και κάθονται πέντε ώρες πίνοντας μια μπίρα», ειρωνεύεται τη Βίκυ Καγιά («ήτανε ρούχο αυτό που φόραγε τις προάλλες;»), τις τηλεοπτικές εκπομπές που «παίρνουν τις χοντρές και τους λένε “τράβα να ψωνίσεις, είσαι κούκλα”, τον Κούγια που «πήγαινε στην Ευελπίδων μ’ ένα καλαθάκι να μαζέψει βατόμουρα», τον Σπύρο Μπιμπίλα («Τι θλίψη να ξέρεις τον Μπιμπίλα / Τι ωραία που θα ’ταν η ζωή χωρίς Μπιμπίλα») κ.ο.κ.

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό η συγγραφέας ταυτίζεται με τις απόψεις του ήρωά της, που θυμίζουν έντονα τις αντίστοιχες ενός σημερινού ακροδεξιού ψηφοφόρου. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Ετούτος ο ήρωας δεν είναι απλώς αθυρόστομος, είναι πολύ περισσότερα, θέλει να μας πείσει: είναι ο ηρωικός νοσταλγός και ακαταπόνητος υπερασπιστής μιας χαμένης εποχής αυθεντικότητας και ειλικρίνειας, μιας εποχής ένδοξης, όταν οι άνθρωποι έτρωγαν ακόμη αληθινό παστίτσιο και μεζέδες με οδοντογλυφίδα, έλεγαν ανενδοίαστα τον χοντρό «χοντρό», χωρίς να φοβούνται ότι θα κατηγορηθούν γι’ αυτό, όταν οι άντρες ήταν «άντρες» επειδή άλλαζαν το λάστιχο το παλιό, το τρυπημένο, και η γυναίκα «μπορούσε να στηριχτεί σε μπράτσα ιδρωμένα και παλάμες γεμάτες γράσο» («Άντρες είν’ αυτοί που βάζουν αντισηπτικά στα χέρια, αντί ν’ αφήσουν το γράσο να πιάσει τη ρώγα της γυναίκας;»), όταν οι ομοφυλόφιλοι δεν παντρεύονταν και δεν υιοθετούσαν παιδιά («πόσα “μπαμπά” να πει ένα παιδί;»), όταν στην Ελλάδα δεν ακούγονταν τα ουρλιαχτά των δικαιωματιστών και των καναλιών, εφόσον όλοι οι καημοί εκφράζονταν με τη φωνή του μοναδικού, του ανεπανάληπτου Στέλιου Καζαντζίδη. 

Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό η συγγραφέας ταυτίζεται με τις απόψεις του ήρωά της, που θυμίζουν έντονα τις αντίστοιχες ενός σημερινού ακροδεξιού ψηφοφόρου. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πάντως, ότι ο πρώτος εκφράζει πολλές από τις δικές της, προσωπικές εμμονές, με την κριτική στη σύγχρονη γαστρονομία, την απέχθεια στην πολιτική ορθότητα («Εγώ μεγάλωσα τη δεκαετία του ογδόντα», μας έλεγε σε άλλη, πρόσφατη δουλειά της, «και τότε τον πούστη τον λέγαμε πούστη») και την πράξη του βιασμού –για να επιλέξω μερικές– να αναδύονται και πάλι ανατριχιαστικά κυρίαρχες στη θεματολογία της. Και δίχως άλλο, αυτό που τη συνδέει έντονα μαζί του είναι η αδιάσειστη πεποίθηση ότι στέκονται «μόνοι εναντίον όλων» ως άλλες σωκρατικές αλογόμυγες που τσιμπούν επίμονα τον κοιμισμένο ελληνικό λαό, αναλαμβάνοντας πλήρως το ρίσκο των «αντισυμβατικών» λεγομένων τους και αψηφώντας τολμηρά τις συνέπειες.  

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Θα μπορούσαμε να συμπλεύσουμε με τη σκηνική αναρχία, το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηθοποιών, τα άστοχα τραγούδια, την πρόχειρη συγκόλληση ασύνδετων επεισοδίων, αποδεχόμενοι ίσως ότι με τον τρόπο αυτό η σκηνοθέτις φιλοδοξεί να αντικατοπτρίσει την παράνοια της σύγχρονης Ελλάδας. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Σαρκάζει σκληρά τον αποδομημένο μουσακά, τον αχινό με κάστανο, το αγριοσπάραγγο élevé, όλους τους δήθεν ψαγμένους αναμορφωτές της παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, αλλά κι αυτούς που έκαναν καριέρα πείθοντάς μας για τη γευστική ανωτερότητα της μαντζουράνας, του αμπελοφάσουλου και του ζοχού. 

Σε τι ακριβώς συνίσταται, όμως, αυτό το ρίσκο; Τι είναι αυτό που λένε «έξω από δόντια», χωρίς φόβο και με πολύ πάθος, ευελπιστώντας ότι θα διαπεράσουν όλες τις στρώσεις της μικροαστικής υποκρισίας μας μέσα από αλλεπάλληλα σοκ; 

Θα είχε ίσως κάποιο νόημα να επαίρεται κανείς για το θάρρος του, αν πράγματι ήταν αποφασισμένος να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο και να επιτεθεί στους ισχυρούς. Τίποτα τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει εδώ: πρώτον, επειδή οι στόχοι που επιλέγονται είναι ως επί το πλείστον ακίνδυνοι (πόσους τριγμούς θα προκαλέσεις στο σύστημα, δηλαδή, αν σατιρίζεις τον Μπιμπίλα, την Καγιά, το αμπελοφάσουλο, τον Νίκο Καββαδία, τον ρακένδυτο τουρίστα, τον Έλληνα «μαμάκια» ή τις κυρίες που ντύνουν με γουνάκια τα σκυλάκια τους;). Και δεύτερον, επειδή, ακόμη και τα σοβαρότερα θέματα που εισχωρούν στην ατζέντα (όπως η αστυνομική βία ή η άνοδος του φασισμού) δεν εξετάζονται εις βάθος. Αυτό που ακούμε είναι μονάχα ο ήχος ενός μύλου που τα αλέθει όλα – από την Πισπιρίγκου και τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο μέχρι τον Αντετοκούνμπο και τον Πέτρο, τον πελεκάνο της Μυκόνου. Ένα διαρκές name dropping που μοιάζει περισσότερο καθοδηγούμενο από το άγχος να βάλει τσεκ στα πρόσωπα της επικαιρότητας με τρόπο επιδερμικό, γαργαλώντας τις μύτες μας, αλλά αποφεύγοντας να ανοίξει έστω κι ένα ρουθούνι. 

Υπάρχουν, φυσικά, μερικές αναλαμπές στη διάρκεια της παράστασης, όπως ο χλευασμός της αγωνίας μας να έχουμε άποψη για όλα και να «δικάζουμε» τους πάντες («Δεν ξέρεις; Μάθε! Μάθε! Να πεθάνει όποιος δεν έχει άποψη για την κηπουρική, τη χειρουργική, τη vegetarian τροφή, τα γαμήσια στην Ευρωβουλή») ή η στιγμή της μεταμόρφωσης του πατέρα σε κοστουμαρισμένο πολιτικό που θα μπει στη Βουλή υποσχόμενος την κατάργηση των συντάξεων, «για να μη νιώθουν άχρηστοι αυτοί οι άνθρωποι». Συμπαθής, τέλος, ο γέρος-Σφήκας, ο τελευταίος εναπομείνας  ενός «αρχαίου» Χορού, που βυθίζεται στη μοναξιά του, αδυνατώντας να κατανοήσει τον ρόλο του μέσα στο σύγχρονο θεατρικό τοπίο.  

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
O Nίκος Καραθάνος. Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Οτιδήποτε θετικό, όμως, εξανεμίζεται κι αυτό με τον μονόλογο του τέλους, την Παράβαση της ίδιας της Κιτσοπούλου, που εμφανίζεται στα λευκά και επιδίδεται αυτοθαυμαζόμενη στο ραπ εγκώμιο του εαυτού της και της πένας της. Προλαβαίνοντας εκ των προτέρων οποιονδήποτε διανοηθεί να της ασκήσει κριτική («Και θα μου πεις εσύ αν έχω σχέση με τις “Σφήκες”; Την κριτική σου / όπου είσαι / βάλ' την στον κώλο σου / όποιος είσαι»), στέφεται μόνη της βασίλισσα, αυτοαναγορεύεται στην κατεξοχήν, την απόλυτη Σφήκα, αυτή που θα γίνει πεταλίδα «στα μυαλά μας, θα κολλήσει και θα τα γαμήσει», αυτή που θα καπνίσει(!) και θα χαλάσει «τ’ αρχαία τα δοκάρια», αυτή που θα ξεμπροστιάσει «τα αρχαία μας τα έργα μες στο ψέμα», που θα βγάλει ζώα στη σκηνή (κι ας έρθει η Φιλοζωική), που θα κάνει «την καλύτερη παράσταση όλου του καλοκαιριού», που θα φωνάζει όσο έχει ακόμη αναπνοή, κι άμα τα φτύσει, πάλι «θα μας γαμήσει», αυτή που είναι επικίνδυνη για το σύστημα και δεν θα ’πρεπε το Εθνικό να της αναθέσει έργο («Δεν έπρεπε το Εθνικό σε μένα έργο να προτείνει / Δε φταίω εγώ / Εγώ δε φεύγω από δω, μ’ έχουν προσλάβει»), αυτή που πυροβολεί, αυτή που θα τα πει, αυτή που προκαλεί, κι ας την κάψουμε στην Πνύκα ζωντανή. Τι άλλο να κάνουμε σε μια τέτοια Ζαν ντ’ Αρκ που δεν μας αξίζει; Εμείς δεν έχουμε πυγμή, είμαστε σκλάβοι μαλθακοί, κοιμισμένοι και νωθροί.  

Εκείνη βασίλισσα κι εμείς σκλάβοι. Εκείνη Σφήκα κι εμείς «κότες». 

Αυτή Σφήκα, εμείς κότες Facebook Twitter
Φωτ.: Χρήστος Συμεωνίδης

Θα μπορούσαμε να συμπλεύσουμε με τη σκηνική αναρχία, το αδιάκοπο πηγαινέλα των ηθοποιών, τα άστοχα τραγούδια, την πρόχειρη συγκόλληση ασύνδετων επεισοδίων, αποδεχόμενοι ίσως ότι με τον τρόπο αυτό η σκηνοθέτις φιλοδοξεί να αντικατοπτρίσει την παράνοια της σύγχρονης Ελλάδας. Θα μπορούσαμε ακόμη και να απολαύσουμε δυο-τρεις ερμηνείες που διασώζονται μέσα στον καταιγισμό (ιδίως του Πάνου Παπαδόπουλου ως «γιου» αλλά και του Θοδωρή Σκυφτούλη ως «πατέρα»).

Αυτό που δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε, όμως, είναι η κραυγαλέα απουσία γόνιμης σάτιρας. Αν ο Αριστοφάνης ασκεί κριτική στον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και στην ικανότητα του λαού να επιτελεί τον ρόλο του ως ρυθμιστής και εγγυητής της Δημοκρατίας, εδώ, στην παρούσα παράσταση, δεν υπάρχει κανένα υψηλό διακύβευμα, καμία ουσιαστική στηλίτευση των κακώς κειμένων, καμία εμβάθυνση. Όσο κι αν ο κεντρικός ήρωας ακκίζεται πως εκφράζει με παρρησία την «αλήθεια», ότι υιοθετεί έναν δήθεν αιρετικό λόγο, εκφράζοντας αυτό που όλοι σκεφτόμαστε, αλλά κανένας μας δεν τολμά να ξεστομίσει, επί της ουσίας αναμασά ισοπεδωτικά κλισέ, ακυρώνει ανθρώπους και ποδοπατά τις πάσης φύσεως διαφορετικότητες.  

Σφήκες
Ελεύθερη διασκευή της Λένας Κιτσοπούλου, βασισμένη στο έργο του Αριστοφάνη
Μια συμπαραγωγή με το ΚΘΒΕ
Η παράσταση παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Παρασκευή 14 και το Σάββατο 15 Ιουλίου

Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος
Ελεύθερη διασκευή - σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά - κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Κωνσταντίνος Καπελλίδης (ηλεκτρικό μπάσο), Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νίκος Κουσούλης, Αλέξης Κωτσόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα, τρομπόνι), Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Δημήτρης Ναζίρης, Πάνος Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα, Θοδωρής Σκυφτούλης

Αναλυτικά η περιοδεία:
22 Iουλίου: Καβάλα - Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων
25 Ιουλίου: Θεσσαλονίκη - Θέατρο Δάσους
30 Ιουλίου: Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
5 Αυγούστου: Αρχαίο Θέατρο Δίον
29 Αυγούστου: Ηλιούπολη - Δημοτικό Θέατρο Άλσους «Δημήτρης Κιντής»
6-9 Σεπτεμβρίου: Σχολείον της Αθήνας Ειρήνη Παπά
16 Σεπτεμβρίου: Κηποθέατρο Παπάγου
22 Σεπτεμβρίου: Βύρωνας - Θέατρο Βράχων

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΕΠΕΞ ΧΛΟΗ ΟΜΠΟΛΕΝΣΚΙ: Σκηνογράφος-ενδυματολόγος του θεάτρου και της όπερας

Οι Αθηναίοι / Χλόη Ομπολένσκι: «Τι είναι ένα θεατρικό έργο; Οι δυνατότητες που δίνει στους ηθοποιούς»

Ξεκίνησε την καριέρα της ως βοηθός της Λίλα ντε Νόμπιλι, υπήρξε φίλη του Γιάννη Τσαρούχη, συνεργάστηκε με τον Κάρολο Κουν και τον Λευτέρη Βογιατζή, δούλεψε με τον Φράνκο Τζεφιρέλι και, για περισσότερο από 20 χρόνια, με τον Πίτερ Μπρουκ. Η διεθνούς φήμης σκηνογράφος και ενδυματολόγος Χλόη Ομπολένσκι υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια στην «Τουραντότ» του Πουτσίνι και αφηγείται τη ζωή της στη LiFO.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Φάουστ» του Άρη Μπινιάρη, ένα μιούζικαλ από την Κόλαση

Θέατρο / Φάουστ: Ένα μιούζικαλ από την κόλαση

«Ζήσε! Μας λέει ο θάνατος, ζήσε!», είναι το ρεφρέν του τραγουδιού που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, εν μέσω ομαδικών βακχικών περιπτύξεων – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Φάουστ» του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη στο Εθνικό Θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Η Αριάν Μνουσκίν τα βάζει με τους δράκους της Ιστορίας

Θέατρο / Η Αριάν Μνουσκίν τα βάζει με τους δράκους της Ιστορίας

Η μεγάλη προσωπικότητα του ευρωπαϊκού θεάτρου Αριάν Μνουσκίν επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών με το Θέατρο του Ήλιου για να μιλήσουν για τα τέρατα της Ιστορίας που παραμονεύουν πάντα και απειλούν τον ελεύθερο κόσμο. Με αφορμή την παράσταση που αποθεώνει τη σημασία του λαϊκού θεάτρου στην εποχή μας μοιραζόμαστε την ιστορία της ζωής και της τέχνης της, έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες, που υπηρετούν με πάθος την πρωτοπορία, την εγγύτητα που δημιουργεί η τέχνη και τη μεγαλειώδη ουτοπία.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ Νίκος Χατζόπουλος

Νίκος Χατζόπουλος / «Αν σκέφτεσαι μόνο το ταμείο, κάποια στιγμή το ταμείο θα πάψει να σκέφτεται εσένα»

Ο Νίκος Χατζόπουλος έχει διανύσει μια μακρά πορεία ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής και δάσκαλος υποκριτικής. Μιλά στη LIFO για το πόσο έχει αλλάξει το θεατρικό τοπίο σήμερα, για τα πρόσφατα περιστατικά λογοκρισίας στην τέχνη, καθώς και για τις προσεχείς συνεργασίες του με τον Γιάννη Χουβαρδά και τον Ακύλλα Καραζήση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι θα δούμε φέτος στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;

Χορός / Τι θα δούμε φέτος στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;

Maguy Marin, Χρήστος Παπαδόπουλος, Damien Jalet, Omar Rajeh και άλλα εμβληματικά ονόματα του χορού πρωταγωνιστούν στις 20 παραστάσεις του φετινού προγράμματος του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, που θα πραγματοποιηθεί από τις 18-27 Ιουλίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Μια άλλη Θήβα»: Η πιο αθόρυβη επιτυχία της θεατρικής Αθήνας

The Review / «Μια άλλη Θήβα»: Η παράσταση-φαινόμενο που ξεπέρασε τους 100.000 θεατές

O Χρήστος Παρίδης συνομιλεί με τη Βένα Γεωργακοπούλου για την θεατρική παράσταση στο Θεάτρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που διανύει πλέον την τρίτη της σεζόν σε γεμάτες αίθουσες. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας της; Το ίδιο το έργο ή οι δύο πρωταγωνιστές, ο Θάνος Λέκκας και ο Δημήτρης Καπουράνης, που καθήλωσαν το κοινό;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Διαβάζοντας Ευριπίδη καταλαβαίνεις πού πάτησε η ακροδεξιά»

Θέατρο / «Διαβάζοντας Ευριπίδη καταλαβαίνεις πού πάτησε η ακροδεξιά»

Η Μαρία Πρωτόπαππα σκηνοθετεί την «Ανδρομάχη» στην Επίδαυρο, με άντρες ηθοποιούς στους γυναικείους ρόλους, εξερευνώντας τις πολιτικές και ηθικές διαστάσεις του έργου του Ευριπίδη. Η δημοκρατία, η ελευθερία, η ηθική και η ευθύνη ηγετών και πολιτών έρχονται σε πρώτο πλάνο σε μια πολιτική και κοινωνική τραγωδία με πολυδιάστατη δομή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η «Χρυσή Εποχή»

Αποστολή στο Νόβι Σαντ / Κωνσταντίνος Ρήγος: «Ήθελα ένα υπέροχο πάρτι όπου όλοι είναι ευτυχισμένοι»

Στη νέα παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου «Χρυσή Εποχή», μια συμπαραγωγή της ΕΛΣ με το Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου, εικόνες από μια καριέρα 35 ετών μεταμορφώνονται ‒μεταδίδοντας τον ηλεκτρισμό και την ενέργειά τους‒ σε ένα ολόχρυσο ξέφρενο πάρτι.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
CHECK Απόπειρες για τη ζωή της: Ψάχνοντας την αλήθεια για τις υπέροχες, βασανισμένες γυναίκες και τις τραγικές εμπειρίες τους

Θέατρο / Η βάρβαρη εποχή που ζούμε σε μια παράσταση

Ο Μάρτιν Κριμπ στο «Απόπειρες για της ζωή της» που ανεβαίνει στο Θέατρο Θησείον σκιαγραφεί έναν κόσμο όπου κυριαρχεί ο πόλεμος, ο θάνατος, η καταπίεση, η τρομοκρατία, η φτώχεια, ο φασισμός, αλλά και ο έρωτας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
To νόημα τού να ανεβάζεις Πλάτωνα στην εποχή του ΤikTok

Άννα Κοκκίνου / To νόημα τού να ανεβάζεις το Συμπόσιο του Πλάτωνα στην εποχή του tinder

Η Άννα Κοκκίνου στη νέα της παράσταση αναμετριέται με το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα και τις πολλαπλές όψεις του Έρωτα. Εξηγεί στη LiFO για ποιον λόγο επέλεξε να ανεβάσει το αρχαίο φιλοσοφικό κείμενο, πώς το προσέγγισε δραματουργικά και κατά πόσο παραμένουν διαχρονικά τα νοήματά του.
M. HULOT
«Άμα σε λένε “αδελφή”, πώς να δεχτείς την προσβολή ως ταυτότητά σου;»

Θέατρο / «Άμα σε λένε “αδελφή”, πώς να δεχτείς την προσβολή ως ταυτότητά σου;»

Η παράσταση TERAΣ διερευνά τις queer ταυτότητες και τα οικογενειακά τραύματα, μέσω της εμπειρίας της αναγκαστικής μετανάστευσης. Μπορεί τελικά ένα μέλος της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας να ζήσει ελεύθερα σε ένα μικρό νησί;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Αντώνης Αντωνόπουλος από μικρός είχε μια έλξη για τα νεκροταφεία ή Όλα είναι θέατρο αρκεί να στρέψεις το βλέμμα σου πάνω τους ή Η παράσταση «Τελευταία επιθυμία» είναι ένα τηλεφώνημα από τον άλλο κόσμο

Θέατρο / «Ας απολαύσουμε τη ζωή, γιατί μας περιμένει το σκοτάδι»

Ο Αντώνης Αντωνόπουλος, στη νέα του παράσταση «Τελευταία Επιθυμία», δημιουργεί έναν χώρο όπου ο χρόνος για λίγο παγώνει, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να συναντήσουμε τους νεκρούς αγαπημένους μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Όσα (δε) βλέπουν τα μέντιουμ

Θέατρο / Όσα (δε) βλέπουν τα μέντιουμ

«Δεν πηγαίνουμε ποτέ στη Μόσχα, όμως η επιθυμία γι’ αυτήν κυλάει διαρκώς μέσα μας» - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για τη sold-out παράσταση «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη στο Εθνικό Θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Θέμελης Γλυνάτσης: Ας ξεκινήσουμε με το να είμαστε πολύ πιο τολμηροί με τους ρόλους που δίνουμε στους νέους καλλιτέχνες, κι ας μην είναι τέλειοι

Θέατρο / Μια όπερα με πρωταγωνιστές παιδιά για πρώτη φορά στην Ελλάδα

Μεταξύ χειροποίητων σκηνικών και σκέψεων γύρω από τη θρησκεία και την εξουσία, «Ο Κατακλυσμός του Νώε» δεν είναι άλλη μια παιδική παράσταση, αλλά ανοίγει χώρο σε κάτι μεγαλύτερο: στη δυνατότητα τα παιδιά να γίνουν οι αυριανοί δημιουργοί, όχι απλώς οι θεατές.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ