ΙΔΙΟΦΥΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ, αβίαστα εκκεντρικός, και από ένα σημείο κι έπειτα ανεξέλεγκτος, ο Σλάι Στόουν, κατά κόσμον Σιλβέστερ Στιούαρτ, ηλέκτρισε το Woodstock με την ευφορική του ενέργεια και μαζί με την πολυφυλετική μουσική του οικογένεια έφερε επανάσταση στον προοδευτικό ήχο της soul και του funk rock, επηρεάζοντας από τους Parliament/Funkadelic, τους Earth, Wind and Fire και τον Prince ως τον Κέντρικ Λαμάρ και τον Κάνιε Γουέστ.
Μπορεί ο Τζέιμς Μπράουν να εφηύρε τη funk, αλλά ο Σιλβέστερ Στιούαρτ την ανάμειξε με τη ροκ και προσέθεσε πολιτικούς τόνους κάτω από την πλούσια ενορχήστρωσή της, για να τελειοποιήσει τη μετάβασή της στο ιδίωμα που (ανα)γνωρίζουμε σήμερα. Κάπου ανάμεσα στον νονό της soul και τον blues/funk παραγνωρισμένο τραγουδιστή και βιρτουόζο της μπλουζ σόουλ κιθάρας, Johnny Guitar Watson, ο μικροσκοπικός γίγαντας αφομοίωσε όλα ανεξαιρέτως τα μουσικά ερεθίσματα στα οποία εκτέθηκε στα παιδικά του χρόνια και τα εξέλιξε χωρίς παρωπίδες, πιο εκστατικά και ελεύθερα.
Tο funk του Στόουν παρέμεινε πανίσχυρο και ορμητικό, ένας πολυφωνικός χείμαρρος με πάντα ενδιαφέροντες στίχους, λαμπάτα όργανα και κορόνα των τραγουδιών την περίφημη κραυγή του Σλάι. He really wanted to take us higher.
Γεννήθηκε στο Τέξας το 1943, μεγάλωσε στην Καλιφόρνια, αρίστευσε στα μουσικά του μαθήματα, τραγούδησε gospel σε εκκλησίες, και κάπου στα εφηβικά του χρόνια, με το παρατσούκλι Σλάι ως κανονικό όνομα πλέον, έβαλε στο μυαλό του πιο σοβαρά την προοπτική μιας καριέρας στη βιομηχανία.

Αφού ξεκίνησε από το ραδιόφωνο ως εκλεκτικός DJ (έπαιζε μαύρη μουσική αλλά και Beatles και Stones στον πρώτο σε ακροαματικότητα σταθμό της Bay Area), περνώντας στην παραγωγή άλλων καλλιτεχνών δημιούργησε μια ετερόκλητη οικογένεια, με μέλη συγγενείς του και σπουδαίους μουσικούς, αδιαφορώντας για το χρώμα του δέρματος, κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο για τα τέλη των ’60s, και την ηχητική τυποποίηση.
Το πρώτο άλμπουμ των Sly and the Family Stone πέρασε σχετικά απαρατήρητο αλλά το αμέσως επόμενο, με τίτλο «Stand», διαπέρασε σαν βέλος την γκετοποίηση της λευκής και της μαύρης μουσικής, κάνοντας θριαμβευτικό crossover σε όλα τα ραδιόφωνα, με τις ζωντανές εμφανίσεις του συγκροτήματος να έχουν λάβει θρυλικές διαστάσεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Sly & The Family Stone - Dance To The Music (Audio)
Έγιναν παγκόσμια γνωστοί με το εκρηκτικό τους medley στο Woodstock και οι επιτυχίες τους, όπως το «Stand» (και το ασταμάτητα χορευτικό φινάλε), το «Everyday People», το «I Wanna Take you Higher» και το «Sing a Simple Song» χτύπησαν τη δεκάδα σε R&B και pop, προσφέροντας μια αξιοθαύμαστη ποικιλία επιρροών και κατευθύνσεων, από το doo wop μέχρι το παχύ, πολυοργανικό ηχητικό στρώμα από πνευστά και ηλεκτρικά όργανα που έγινε το σήμα κατατεθέν τους.
Χαρακτηριστικότερο όλων, το ηθελημένα ανορθόγραφο «Thank you Falettinme be mice elf agin», που κυκλοφόρησε χωρίς να εντάσσεται σε άλμπουμ τον Φεβρουάριο του 1970, ένα στακάτο, ρυθμικό αριστούργημα, επιτομή της σκληρής funk και της κοφτής «γκρούβας», με το χτυπητό μπάσο του σπουδαίου Λάρι Γκρέιαμ να δεσπόζει από την αρχή μέχρι το τέλος − εισήγαγε τη slap τεχνική έχοντας μάθει να δίνει ξύλο στις χορδές ελλείψει ντράμερ στο προηγούμενό του συγκρότημα!
Με διαλείψεις στις υποχρεώσεις του απέναντι στην Epic με την οποία είχε υπογράψει εξαρχής, ο Σλάι επέστρεψε με το καλύτερο άλμπουμ της καριέρας του την επόμενη χρονιά, το «There is a Riot Going On», σαφώς επηρεασμένος από την κοινωνικοπολιτική κατάσταση, και μάλιστα λίγο πριν από το «What’s Going On» του Μάρβιν Γκέι. Νούμερο ένα επιτυχία του δίσκου ήταν το κλασικό «Family Affair», ένα από τα πρώτα mainstream κομμάτια που χρησιμοποίησε εκτεταμένα drum machine. Ηχογραφώντας περισσότερο μόνος του στο στούντιο, με overdubs έναντι των live εκτελέσεων, η σχέση του Σλάι Στόουν με την μπάντα κλονίστηκε και η διάλυση δεν άργησε να έλθει ως αποτέλεσμα. Η χρυσή τριετία 1969-1972 ήταν αρκετή για μια παρακαταθήκη ζωής, μια συλλογή από κομμάτια απροσδόκητα και αξέχαστα, μια συμπυκνωμένη έκρηξη ήχων και χρωμάτων σε μια φάση μεταβατική και οργασμική για τη μουσική και την κοινωνία.

Το τίμημα ενός ξέφρενου lifestyle υπήρξε, ωστόσο, μεγάλο. Η αξιοπιστία του στον χώρο είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα ήδη από το 1970, όταν είχε πέσει στα βαθιά ναρκωτικά και ακύρωνε τη μια εμφάνιση μετά την άλλη, κυκλοφορώντας μόνιμα με μια θήκη βιολιού για να αποθηκεύει τις ουσίες που κατανάλωνε αμετροεπώς. Το τελευταίο σχετικό hit του ήταν το «If you Want me to Stay», αλλά η πορεία του ήταν σταθερά φθίνουσα, η δισκογραφία του άρρυθμη, και οι συνεργασίες του με συναδέλφους που τον θαύμαζαν ασταθής και ανώδυνη.
Κατέληξε στη φυλακή ήδη από τις αρχές των ’80s μετά από συστηματικές παραβιάσεις της αρχικής αναστολής της ποινής του για χρήση, και η μοναδική αναλαμπή ήρθε στα δυναμικά του φωνητικά στο «Good Time» των Earth, Wind and Fire, μια υπενθύμιση της μοναδικής τραγουδιστικής του τοποθέτησης, πριν από την προσωρινή αναβίωση της δημοτικότητάς του με μια αναδρομική, αν και σύντομη εμφάνισή του στα Grammys, σε ένα αφιέρωμα που τον ενέτασσε στους θρύλους της μουσικής, πάντα μαζί με τους Family Stone του.
Earth, Wind & Fire - Good Time (Audio)
Δεν σταμάτησε να αγαπά τη μουσική, να μιλάει για τη δημιουργική διαδικασία και να αρπάζει τις μικρές ευκαιρίες για cameo εμφανίσεις με τους φίλους του, αφού είχαν καταρρεύσει όλες οι προσπάθειες του μεγαλύτερου θαυμαστή του, του Τζορτζ Κλίντον, να τον συνεφέρει επαγγελματικά, αλλά είχε χάσει προ πολλού το τρένο μιας σχετικά συνεπούς πορείας, εγκαταλείποντας την προσπάθεια να βάλει μια τάξη στην καλλιτεχνική και προσωπική του ζωή. Φάντασμα του παλιού εαυτού του, έστω κι αν στο απόγειο της φήμης του, σε εμφανίσεις του στις τηλεοπτικές εκπομπές του Ντικ Κάβετ, δεν έκρυβε το ασυγκράτητο high του, τα τελευταία χρόνια αποτελούσε αντικείμενο ντοκιμαντέρ που τον έψαχναν και ενίοτε τον εντόπιζαν, περίπου ως άστεγο, για μερικές ακατάληπτες ατάκες.
Πρόλαβε να δημοσιεύσει την αυτοβιογραφία του, όπου κατέγραφε λεπτομερώς, εκτός από τα πρώτα, ευτυχισμένα χρόνια της δημιουργικότητας, τις τραγικές ψυχικές συνθήκες που τον οδήγησαν στην ανέχεια και εν τέλει στον θάνατο, κυρίως εξαιτίας της χρόνιας αναπνευστικής ανεπάρκειας, στα 82 του χρόνια. Η εικόνα του στην παρατεταμένη φάση της ένδειας (ενός ανθρώπου με ελάχιστη ουσιαστική επαφή με το περιβάλλον) δεν τον κολάκευε, αλλά η καλλιτεχνική κληρονομιά του δεν ξέφτισε ποτέ: το funk του παρέμεινε πανίσχυρο και ορμητικό, ένας πολυφωνικός χείμαρρος με πάντα ενδιαφέροντες στίχους, λαμπάτα όργανα και κορόνα των τραγουδιών την περίφημη κραυγή του Σλάι. He really wanted to take us higher.