Ο κόσμος των έργων του Μαρκ Χατζηπατέρα μοιάζει απλός και περίπλοκος μαζί. Χαρακτικά, αφαιρετικά έργα με σχήματα και χρώματα που υποδηλώνουν για ακόμη μία φορά τη λατρεία του Χατζηπατέρα για το χρώμα, ένας ολόκληρος κόσμος από γλυπτικές φιγούρες, η χρωματιστή κοινωνία των City Dwellers, τα new totems που, όπως έχει πει, «υπάρχουν φορές που ανοίγω την πόρτα και νομίζω ότι με περιμένουν», ανθρωποκεντρικές φιγούρες με αναφορές στη φύση, σε αρχέγονα στοιχεία και μορφές. Ο διεθνής εικαστικός που έχει στο βιογραφικό του περισσότερες από εκατό εκθέσεις, τριάντα από αυτές ατομικές στην Ελλάδα, την Ευρώπη και την Αμερική, και έχει αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις μιλά για τη ζωή, τις τολμηρές αποφάσεις που πήρε και τις επιρροές του από τους σύγχρονους καλλιτέχνες.
— Το 2002 αποφασίσατε, μετά από 20 χρόνια στη Νέα Υόρκη, να επιστρέψετε και να εγκατασταθείτε στην Ελλάδα με την οικογένειά σας. Γιατί πήρατε αυτή την απόφαση;
Είναι μια επιλογή για την οποία δεν έχω μετανιώσει. Ήθελα τα παιδιά μου να είναι εδώ, να μάθουν ελληνικά και να μεγαλώσουν σε ένα πιο ανθρώπινο περιβάλλον.
— Εσείς γεννηθήκατε στο Λονδίνο, έτσι δεν είναι;
Ναι, και έμεινα εκεί μέχρι τα 28 μου. Ερχόμουν τα περισσότερα καλοκαίρια στην Ελλάδα οικογενειακώς, με τους γονείς και τ' αδέρφια μου. Πριν, όμως, με είχαν στείλει εσωτερικό στο Κολέγιο Αθηνών από τα 9 έως 14, από τη Δ' Δημοτικού μέχρι τη Β' Γυμνασίου.
Κάποιος είχε πει ότι πρέπει να είναι και λίγο παράξενοι οι καλλιτέχνες, με την έννοια ότι κάποιος «λογικός» άνθρωπος καταλαβαίνει ότι οι πιθανότητες είναι εναντίον του. Το λογικό είναι να σκεφτείς «δεν έχω καμία ελπίδα», συνεπώς πρέπει να είσαι λίγο αλαζόνας και εγωκεντρικός για να πιστέψεις ότι εσύ μπορείς να τα καταφέρεις.
— Είμαστε στο 1967;
Ακριβώς. Το '67 με πήραν οι γονείς μου επειδή φοβήθηκαν, είχε γίνει η χούντα. Ευτυχώς, γιατί δεν μου άρεσε. Αλλά με έβαλαν εσωτερικό στην Αγγλία. Και εκεί ήταν εξίσου χάλια.
— Δεν θα τα στέλνατε, φαντάζομαι, ποτέ τα παιδιά σας εσωτερικά...
Ίσως, αν με ικέτευαν!

— Με τη ζωγραφική είχατε ανησυχία από παιδί;
Ναι! Στο Κολέγιο όταν ήμουν, και μετά στην Αγγλία, ήμουν καλός στα καλλιτεχνικά. Μου άρεσε να ζωγραφίζω και είχα δείξει μια τάση. Αυτή η τάση που δείχνει κανείς, όμως, όταν είναι μικρός –τουλάχιστον όσο με αφορά- δεν είναι απαραίτητο ότι θα εξελιχθεί στο μέλλον. Στο Κολέγιο, θυμάμαι, με έβαζαν οι συμμαθητές μου να τους ζωγραφίζω γυμνές γυναίκες. Ήξερα ότι μου άρεσε η τέχνη, αλλά δεν ήμουν σίγουρος. Έπειτα, όπως ξέρετε, στο Λονδίνο μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου όλοι οι συγγενείς μου ήταν στα ναυτιλιακά. Έτσι, δεν ήξερα αν πραγματικά μπορούσα να ασχοληθώ με την τέχνη.
— Αυτό το άνετο οικονομικά και μορφωμένο περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσατε ήταν ανοιχτό στην τέχνη ή ήταν σταθερά προσανατολισμένο στα ναυτιλιακά, όπως κατά παράδοση συμβαίνει;
Θα έλεγα το δεύτερο. Εμείς ήμασταν Έλληνες, Χιώτες του Λονδίνου, όπου βρισκόμασταν εκεί πρωτίστως για τα ναυτιλιακά, επειδή ο Πειραιάς εκείνη την εποχή δεν είχε τις υποδομές να μας φιλοξενήσει. Δεν μπορώ να πω ότι γινόταν ιδιαίτερη συζήτηση για την τέχνη.
— Εσείς πότε καταλάβατε ότι αυτή είναι η κλίση σας;
Ήξερα από τα 18 μου ότι αυτό ήθελα να κάνω, αλλά δεν ήξερα αν μπορούσα να το κάνω. Μόλις τέλειωσα λοιπόν το σχολείο εργάστηκα για έναν χρόνο με τον αδερφό μου σε ναυτιλιακά γραφεία και μετά μπήκα στο Chelsea School of Arts και έκανα το foundation year. Τους έπεισα ότι θα πήγαινα εκεί μόνο για έναν χρόνο, και μου το επέτρεψαν. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που αισθανόμουν πραγματικά ελεύθερος. Γενικότερα υπήρχε η αντίληψη σε τέτοιου είδους οικογένειες πως με ένα τέτοιο επάγγελμα δε, θα μπορείς να βιοποριστείς και ότι είναι προτιμότερο να το κάνεις ως χόμπι. Δηλαδή η οικογένεια είχε στρώσει μια δουλειά επαγγελματικά και δεν έβρισκε το λόγο να καταπιαστούν τα παιδιά της με κάτι άλλο.

— Ξέρετε, μου κάνει εντύπωση, επειδή από αυτή την οικογένεια βγήκαν δυο καλλιτέχνες τελικά. Εσείς και η αδερφή σας, μια σπουδαία ηθοποιός, η Κάθριν Χάντερ.
Θυμάμαι, η γιαγιά μου δεν ενέκρινε το να γίνει ηθοποιός, αλλά τελικά της το επέτρεψαν πιο εύκολα απ' ό,τι σε εμένα, επειδή ήταν κοπέλα. Εμένα με αποδέχτηκαν μόνο όταν είδαν ότι δουλεύω σκληρά σε αυτό που θέλω να κάνω. Υπήρχε ένα work ethic στο κύτταρό μου που μου είχε περάσει από τους παππούδες μου και το πήραν απόφαση.
— Εσείς είχατε πάρει απόφαση ακόμα και να κόψετε τους δεσμούς μαζί τους προκειμένου να κάνετε αυτό που είχατε αποφασίσει;
Κάποια στιγμή ήμουν προετοιμασμένος μέχρι και να με αποκληρώσουν. Πολλοί θεώρησαν ότι έκανα κάτι γενναίο. Εγώ απλά δεν είχα τίποτα να χάσω. Αυτό ήθελα να κάνω. Οι καταστάσεις με ανάγκασαν να δράσω έτσι, δεν ήθελα να συμβιβαστώ με μια μετριότητα στη ζωή μου. Δεν μπορούσα να κάνω παράλληλα και τα δύο, ναυτιλιακά και τέχνη, έπρεπε να δοθώ ολοκληρωτικά σε ένα από αυτά.
— Αυτή η επιμονή σε αυτό που θέλατε να κάνετε αποτυπώθηκε αργότερα στην τέχνη σας;
Είναι ένα χαρακτηριστικό μου αυτό, η επιμονή, αλλά δεν μπορώ να πω ότι βλέπω κάτι από αυτό να συνδέεται απευθείας με το έργο μου. Είδα την επιμονή μου σε άλλα θέματα. Για παράδειγμα, στο ότι δεν απογοητεύτηκα κάποια κρίσιμη στιγμή, γιατί υπάρχει ένα ποσοστό καλλιτεχνών που το βάζει κάτω, καθώς δεν είναι εύκολη η πορεία. Όταν ξεκινάς, δεν έχεις άμεση ανταπόκριση, έχεις πάρα πολλές αρνήσεις, υπάρχει και το βιοποριστικό κομμάτι, εκτός από το «ντελικάτο». Έχω γνωρίσει, ειδικά στα νεανικά μου χρόνια, συναδέλφους που ήταν καλοί. Στο Art School, σε μια τάξη τον έναν χρόνο οι μαθητές ήταν 30, τον άλλον 15 και μετά από 3 χρόνια είχαν μείνει 5. Σίγουρα είναι πολύ λίγοι αυτοί που θα εξελιχθούν και από αυτούς ακόμα πιο λίγοι αυτοί που θα αντέξουν τη δυσκολία. Εκεί, η επιμονή με βοήθησε πάρα πολύ. Με βοήθησε να αντέξω στην Αμερική τον τεράστιο ανταγωνισμό, όταν πήγα εκεί τελείως άγνωστος.



— Πόσων χρονών ήσασταν όταν φτάσατε εκεί;
Ήμουν 28, το 1982, και έμεινα εκεί 20 χρόνια. Η περίοδος στα μέσα της δεκαετίας του '80 χαρακτηριζόταν από ένα πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον στην Αμερική. Υπήρχαν περισσότεροι από 150.000 εικαστικοί και όλοι ήθελαν να εκπροσωπούνται από μια γκαλερί. Στην Αμερική οι γκαλερί δεν είναι πολύ περισσότερες απ' όσες υπάρχουν στην Αθήνα. Είναι 300 και από αυτές οι μεγάλοι παίχτες είναι 30. Στις αρχές είχα απογοητευτεί. Αισθανόμουν ότι δεν μπορούσες να αναδειχθείς. Ήταν κλειστό το κύκλωμα, όπως και στην Ελλάδα, με κάπως διαφορετικό τρόπο. Όχι ότι δεν έβλεπαν τη δουλειά σου και δεν ενδιαφέρονταν, αλλά για να τη δείξεις έπρεπε να έχεις κάποιον, ένα μέσον. Έπρεπε να πας συστημένος από έναν συλλέκτη ή έναν συνάδελφο, και πόσοι συνάδελφοι έχουν τη γενναιοδωρία αυτή; Ελάχιστοι. Υπήρχε μια ιεραρχία. Πρώτα ήταν ο συλλέκτης, ο curator, οι super star καλλιτέχνες και ο απλός καλλιτέχνης ήταν ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Επανερχόμαστε στην επιμονή μου, που βοήθησε να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες και τις κατά καιρούς απογοητεύσεις.
— Χρειάζεται και λίγη τρέλα για να αντιμετωπίσει κανείς αυτή την πραγματικότητα;
Κάποιος είχε πει ότι πρέπει να είναι και λίγο παράξενοι οι καλλιτέχνες, με την έννοια ότι κάποιος «λογικός» άνθρωπος καταλαβαίνει ότι οι πιθανότητες είναι εναντίον του. Το λογικό είναι να σκεφτείς «δεν έχω καμία ελπίδα», συνεπώς πρέπει να είσαι λίγο αλαζόνας και εγωκεντρικός για να πιστέψεις ότι εσύ μπορείς να τα καταφέρεις. Πολλούς νέους καλλιτέχνες τους διακρίνει μια τέτοια «αισιοδοξία», παρόλο που φαίνεται εξαρχής πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος.
Υπάρχει και το άλλο: λένε πως αν αξίζεις κάτι και δεν το βάλεις κάτω, κάποια στιγμή θα αναγνωριστείς. Και αυτό έχει μια δόση αλήθειας. Από την άλλη, ξέρω κάποιους συναδέλφους, πολύ σοβαρούς και σωστούς καλλιτέχνες, που δεν είχαν τη δυνατότητα να δείξουν τη δουλειά τους ούτε σε μια γκαλερί.

— Υπήρχε ένας κύκλος Ελλήνων, συγγενών, ή ήσασταν μόνος;
Σε προσωπικό επίπεδο, υπήρχε ένας κύκλος. Η αδερφή μου, ένας ξάδερφος και φίλος μου και η Βάλερι, η γυναίκα μου, που τη γνώρισα λίγο αφότου έφτασα στην Αμερική. Μπορώ να πω, κατά παράξενο τρόπο, ότι αισθάνθηκα αποδεκτός στη Νέα Υόρκη από τους πρώτους κιόλας μήνες. Είναι τεράστιο το ποσοστό των καλλιτεχνών εκεί, όλοι οι σερβιτόροι είναι wanna be καλλιτέχνες κάθε είδους. Επίσης, στην Αμερική ήμουν ξένος μεταξύ ξένων, άρα δεν αισθανόμουν πλέον ξένος. Εκεί, σίγουρα, ωρίμασα και ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος. Ας πούμε, στην Αγγλία δεν είχα νιώσει ποτέ άνετα. Ως προς τις παρέες, γνώρισα και Έλληνες. Γνώρισα μια ελληνική γενιά καλλιτεχνών και την εκτίμησα πολύ. Γνώρισα και συνομηλίκους, αλλά ταίριαξα περισσότερο με μεγαλύτερους σε ηλικία. Με τον Αντωνάκο συνδεθήκαμε πολύ. Ήταν Λάκωνας και λακωνικός. Ήταν για μένα πρότυπο επαγγελματισμού. Γίναμε σαν οικογένεια. Ο Στίβεν (Αντωνάκος) ήταν ένα μάθημα για μένα, με ενέπνευσε και μου ανέβασε το επίπεδο. Και ο Νάσος Δάφνης ήταν γλυκύτατος άνθρωπος. Ο Θόδωρος Στάμος ήταν σκληρός εξωτερικά, αλλά πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Και υπάρχουν κι άλλοι, οι οποίοι είναι άγνωστοι εδώ.
— Κάνατε σχετικά σύντομα την πρώτη σας έκθεση;
Ενώ μου είχαν πει ότι έπρεπε να περάσει ένας χρόνος τουλάχιστον για να κάνω έκθεση, εγώ έκανα έκθεση τον πρώτο κιόλας μήνα. Παίζει ρόλο λοιπόν η δουλειά, αλλά και η τύχη. Την πρώτη μέρα των εγκαινίων –εκεί γνώρισα και τον Στάμο– ήρθε ένας ζωγράφος και γκαλερίστας, ο Frank Marino, με μια πολύ γνωστή γκαλερί τότε και πήρα μέρος σε μια συλλογική έκθεση που έκανε με πολύ γνωστά ονόματα.

— Πείτε μου ποιες ήταν οι επιρροές σας εκείνη την περίοδο.
Εγώ σπούδασα ζωγραφική στο Λονδίνο και όταν πήγα το '82 στη Νέα Υόρκη ήμουν ζωγράφος. Τον πρώτο καιρό επηρεάστηκα από τον νεο-εξπρεσιονισμό της Ιταλίας, από τους Αμερικανούς Julian Schnabel και Marcus Jansen και από τους Γερμανούς νεο-εξπρεσιονιστές, τον Baselitz και άλλους της δεκαετίας του '80. Mετά από ένα ταξίδι στην Ουάσινγκτον άρχισα να παρατηρώ κατά κύριο λόγο τους Αμερικανούς modern masters. Μιλάω για τους modernists, που είχαν να κάνουν και με την πρώιμη περίοδο του Στάμου, τους αφηρημένους καλλιτέχνες της πρώτης αμερικανικής περιόδου. Επηρεάστηκα πολύ απ' αυτούς. Επειδή όμως έκανα στην Αγγλία παραστατική ζωγραφική, είμαι ως έναν βαθμό επηρεασμένος και από τους νεο-εξπρεσιονιστές.
— Στην Ελλάδα πότε κάνατε την πρώτη σας έκθεση;
Η πρώτη μου έκθεση ήταν το '86, στη Dracos Art Center. Ήταν κάτι τεράστια έργα, κάπως μεταφυσικά, που είχαν να κάνουν με την αποξένωση που αισθανόμαστε, return to primitivism. Μετά άρχισε να επέρχεται μια αφαίρεση, σιγά-σιγά να σβήνει η ανθρώπινη φιγούρα και να διασπάται πιο πολύ στα στοιχεία της φύσης, στον αέρα, τη γη. Χρησιμοποιούσα στους καμβάδες μου χώμα, δέντρα. Πέρασα στη συνέχεια σε μια αφαίρεση οργανική που έχει να κάνει με την προέλευση. Μετά το '87 είχε αρχίσει ήδη να υπάρχει αυτή η αφαίρεση, ενώ το '89 ζωγράφιζα σχεδόν ελλειπτικές φόρμες. Άρχισα να παίρνω μαθήματα στο School of Visual Arts, να ξαναπηγαίνω σχολείο και να δουλεύω με ξύλο, με πηλό, με σίδηρο, με γύψο, γιατί είδα ότι αυτά που με ενδιέφεραν μπορούσαν να αποδοθούν και στην τρίτη διάσταση, και ίσως πιο καλά. Υπήρξε αυτή η μεταβατική περίοδος που φτάνω στο '90-'91 και βυθίζομαι τόσο πολύ σε αυτό τον κόσμο, που για τα επόμενα επτά χρόνια κάνω μόνο γλυπτική. Ζωγραφίζω, κάνω σκίτσο και μονοτυπίες, αλλά φεύγω από το λάδι και τον καμβά – ωστόσο κάνω ελάχιστη ζωγραφική. Μετά ξεκινάω μια άλλη είδους ζωγραφική, επηρεασμένη από τη γλυπτική μου διαδρομή, αλλά και από το ότι είχα γίνει πατέρας εκείνη την εποχή. Έκτοτε, αν με ρωτήσετε ποιο είναι το επόμενό μου πρότζεκτ, θα σας πω ειλικρινά ότι δεν ξέρω. Λέω ας πούμε: «Φέτος θα ζωγραφίσω πολύ». Και τελικά δεν το κάνω.

— Ποιο είναι το πιο αγαπημένο υλικό που δουλεύετε;
Αυτό με το οποίο καταπιάνομαι μια δεδομένη στιγμή. Το μέταλλο είναι ένα από αυτά.
— Δουλεύετε επίμονα και πολύ μια φόρμα σας;
Όχι.
— Τα γλυπτά σας έχουν τη δομή και την αίσθηση ενός ολόκληρου κόσμου. Τη μελετάτε συστηματικά;
Ναι, αλλά δεν είναι ότι το καθένα στοιχείο δουλεύεται πολύ. Η ιδέα για το στοιχείο πηγάζει από ένα σκίτσο, μια ιδέα που αν επανέρχεται επίμονα, θα τη ζωγραφίσεις, θα το ξαναπροσπαθήσεις, κάποια στιγμή θα αποκτήσει περισσότερη μορφή. Είναι η στιγμή που θα πω: «Μήπως αξίζεις εσύ να γίνεις τρισδιάστατο, να πάρεις σάρκα και οστά;». Αλλά όλα ξεκινούν από μια αρχική ιδέα. Η αίσθηση, όπως λέτε, ότι είναι ένας κόσμος, συμβαίνει επειδή εξελίσσεται και γίνεται αυτόματα στη συνέχεια, από μόνος του. Το ένα φέρνει το άλλο. Παρθενογένεση δεν υπάρχει, όλοι έχουν πολλές επιρροές.
— Οι δικές σας επιρροές;
Νομίζω ότι έχω μεγάλες επιρροές από τα πάντα, από άλλους καλλιτέχνες, από τη φύση. Ό,τι έχει κάνει ο άνθρωπος διαχρονικά, πολιτισμικά, έχει επηρεαστεί από τη φύση. Εγώ επηρεάζομαι κατά καιρούς από κάποιους πολιτισμούς, ρεύματα τέχνης, περιόδους. Εστιάζω και με συγκινεί το ότι υπάρχουν τόσες κοινές αναφορές, διότι αυτό μου δείχνει πως υπάρχει κάτι μεγαλύτερο από μας, κάτι που προηγείται. Η φύση και ό,τι περιλαμβάνει έχω την αίσθηση ότι έχουν μεγάλη σοφία. Η φύση ίσως κατά κάποιον τρόπο βλέπει όλη αυτήν τη βαβούρα που κάνει ο άνθρωπος, αλλά έχει επίγνωση, όπως η βασίλισσα Ελισάβετ, που έχει δει τόσους πρωθυπουργούς να αλλάζουν.



— Στα έργα σας όλα μοιάζουν, αλλά είναι και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους.
Υμνώ καμιά φορά στο έργο μου αυτήν τη διαφορετικότητα, μαζί όμως με τους κοινούς συνειρμούς και ρίζες που ενυπάρχουν. Από μόνο του αυτό δείχνει ότι είμαστε όλοι ένα, έχουμε κοινή προέλευση, άρα είναι παράξενο να αντιμετωπίζονται μεταξύ τους λαοί και θρησκείες με τόση καχυποψία. Είναι παράξενο να φοβόμαστε τη διαφορετικότητα αντί να την τιμούμε και να βλέπουμε ότι μπορεί να εμπλουτίσει τον καθένα μας σε επίπεδο συλλογικό, προσωπικό αλλά και σε επίπεδο χώρας.
— Αν σας ζητούσα να μου πείτε τι σημαίνει για έναν καλλιτέχνη η εμπειρία της Αμερικής;
Ένα πράγμα που σε βοηθάει όταν πας στην Αμερική είναι ότι ανεβάζεις τον πήχη πιο ψηλά. Είναι πιο δύσκολα τα πράγματα εκεί, μπορείς πολύ πιο εύκολα να μείνεις στην Ελλάδα και να αισθανθείς σαν το μικρό ψάρι στη μεγάλη λίμνη. Εκεί όμως, στα δύσκολα, σε μια ξένη χώρα, βλέπεις και τα καλύτερα.
— Άφησα για το τέλος την ερώτηση για την τέχνη στον δημόσιο χώρο, ένα θέμα που ξέρω ότι αγαπάτε και σας απασχολεί.
Πιστεύω πολύ στη δημόσια τέχνη. Η τέχνη πιστεύω πως πρέπει να είναι για όλους, είναι κάτι δημοκρατικό, δεν γίνεται για να μπει μόνο σε γκαλερί και μουσεία. Όταν πρόσφατα με ρώτησαν αν το έργο που έχω κάνει στο μετρό, στο σταθμό της 28ης οδού στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, είναι το σημαντικότερο έργο μου, θα μπορούσα να απαντήσω «ναι». Είναι τουλάχιστον το έργο μου που έχει έρθει και συνεχίζει να έρχεται σε επαφή με χιλιάδες ανθρώπους καθημερινά. Ο άλλος λόγος που με κάνει να υποστηρίζω την ύπαρξη έργων τέχνης στον δημόσιο χώρο είναι η πίστη μου πώς όταν μας περιστοιχίζουν έργα τέχνης, ανεβαίνει το επίπεδο της καθημερινής ζωής, μεταμορφώνεται, ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνουμε η πραγματικότητα.
σχόλια