Αυτόν τον μήνα το Μουσείο Tinguely στη Βασιλεία γιορτάζει με πολλές εκδηλώσεις τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του πρωτοπόρου γλύπτη Jean Tinguely, ενός αδέσμευτου καλλιτέχνη, που έδωσε νέα πνοή στην παράδοση του νταντά με τις κινητικές μηχανές του, τα περίφημα «Métamatics», που σατίριζαν τον αυτοματισμό και την τεχνολογική υπερπαραγωγή υλικών αγαθών.
Όποιος δει τα έργα του, παράξενα μηχανικά γλυπτά με δεκάδες εξαρτήματα σε περίπλοκες κατασκευές και σχήματα, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει την ξεχωριστή δουλειά ενός καλλιτέχνη που ξεπέρασε τα όρια των επιρροών του, είχε αχαλίνωτη φαντασία και μας παρέδωσε μια μοναδική δουλειά γεμάτη ευρηματικότητα και χιούμορ. Θα αντιληφθεί επίσης ότι ο καλλιτέχνης, όταν δρα χωρίς περιορισμούς και συμβάσεις, βρίσκεται μπροστά από την εποχή του, συνομιλεί με τις επόμενες, και το έργο του, ακόμα και δεκαετίες μετά τη δημιουργία του, μπορεί να διαβαστεί με πολλούς και επίκαιρους τρόπους.
Το έργο του Jean Tinguely ήταν μέρος του κινήματος του «Νέου Ρεαλισμού», που εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960 και αναζητούσε μια εναλλακτική έκφραση της νέας παγκόσμιας τάξης. Οι καλλιτέχνες που συνδέθηκαν με αυτό το καλλιτεχνικό ρεύμα έτειναν να παίρνουν κομμάτια της καθημερινότητας και να τα συνδυάζουν με νέους τρόπους, προκειμένου να εμπλουτίσουν την τέχνη με νέες σημασίες. Στάθηκαν κριτικά απέναντι στην εικονιστική τέχνη αλλά και την αφαίρεση και επηρέασαν το κίνημα Fluxus, γνωστό για τη σύνθεση μιας σειράς μέσων με νέους, καινοτόμους και σταθερά ενεργητικούς τρόπους. Το έργο του Tinguely έχει επηρεάσει καλλιτέχνες όπως ο Arthur Ganson και ο Michael Landy, που με τη σειρά του έχει πάει τα περίφημα «αυτοκαταστροφικά έργα» του Tinguely ένα βήμα παραπέρα, δίνοντας αφορμή για νέες συνομιλίες και χώρο στη διάδρασή τους με τον θεατή.
Ο Tinguely επηρεάστηκε αρχικά από καλλιτέχνες όπως ο Kurt Schwitters και ο Marcel Duchamp και γοητεύτηκε από τη χρήση των objets trouvés, βασικό συστατικό του κινήματος νταντά.
Ο Tinguely ανανέωσε την πρακτική του νταντά, μηχανοποιώντας γλυπτικά σύνολα από ευρεθέντα αντικείμενα, συνήθως άχρηστα παλιοσίδερα. Έκανε όμως και ένα επαναστατικό βήμα δίνοντας τους πνοή με την κίνηση, κάτι που έγινε γνωστό ως Κινητική Τέχνη. Οι μηχανοποιημένες δημιουργίες του Tinguely είχαν ως στόχο να χλευάσουν τις «βελτιώσεις» της βιομηχανικής επανάστασης και τη εξάρτηση των σύγχρονων ανθρώπων από την τεχνολογία. Αμφισβητώντας την υπόθεση του μονοπωλίου του καλλιτέχνη στη δημιουργία, με τα «Metamatics» παρουσίασε μια σειρά από μηχανοποιημένα σύνολα εξοπλισμένα με μια γραφίδα σχεδίασης, επιτρέποντας στον θεατή να τη χρησιμοποιήσει και να δημιουργήσει το δικό του έργο τέχνης.

Τα νέα αυτά έργα τέχνης που προέκυπταν αποκτούσαν ξεχωριστή σημασία από αυτήν της αρχικής κατασκευής. Μια άλλη σειρά έργων του, τα «Self-destruct», σύνολα που πέρασαν την τέχνη του σε ένα άλλο επίπεδο, σε εκείνο της διαδραστικής τέχνης, πρόσφεραν ένα πραγματικό θέαμα στους θεατές, μια μοναδική εμπειρία με καθορισμένη αρχή και τέλος που δεν προοριζόταν απλώς για να τη δουν αλλά ήθελε να προκαλέσει και την αντίδρασή τους.
Τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Tinguely γιορτάζονται σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ με εκθέσεις και εκδηλώσεις που τιμούν το έργο ενός καλλιτέχνη, τα έργα του οποίου, όπως το σιντριβάνι Στραβίνσκι ή «La Fontaine des Automates» δίπλα στο Μουσείο Πομπιντού στο Παρίσι ή μια εγκατάσταση που ονομάζεται «Φανταστικός Παράδεισος» στο πάρκο έξω από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Στοκχόλμης, συνήθως βρίσκονται σε αρμονικό συνδυασμό με τα έργα της συντρόφου του και καλλιτεχνικής του συνομιλήτριας, Niki De Saint Phalle, μεταλλάσσοντας και επηρεάζοντας το περιβάλλον τους.
Η μόνη σταθερά της ζωής του Tinguely ήταν η μεταμόρφωση και η κίνηση. Το αποδεικνύει το περίπλοκο σύνολο έργων που άφησε πίσω του, μέσα από μια οικογενειακή κληρονομιά που, όπως αποδεικνύεται από αρκετές από τις φετινές εκθέσεις, ήταν εξίσου περίπλοκη. Μια έκθεση στο Μουσείο Lehmbruck στο Ντούισμπουργκ της Γερμανίας (μέχρι τις 24 Αυγούστου) επικεντρώνεται στην καλλιτεχνική του σχέση με την Ελβετίδα καλλιτέχνιδα Eva Aeppli, με την οποία ήταν παντρεμένος μεταξύ 1951 και 1960. Η Aeppli έπαιξε σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην απόφαση του Tinguely να μετακομίσει στο Παρίσι το 1952, αλλά και στην επακόλουθη σχέση του με την καλλιτέχνιδα Niki de Saint Phalle, την οποία παντρεύτηκε το 1971.



Το έργο που προέκυψε από τη συνεργασία του με την De Saint Phalle αποτελεί τη βάση για δύο μεγάλες εκθέσεις στο Hauser and Wirth Somerset στο Bruton της Αγγλίας (17 Μαΐου-1 Φεβρουαρίου 2026) και στο Grand Palais στο Παρίσι (20 Ιουνίου-4 Ιανουαρίου 2026). Η εγγονή της De Saint Phalle λέει ότι «η Eva τον παρακίνησε πραγματικά να γίνει καλλιτέχνης. Και όταν ένιωσε αυτοπεποίθηση ως καλλιτέχνης, η Niki τον προκάλεσε με έναν τρόπο που θα γινόταν ένα είδος καλλιτεχνικού παιχνιδιού μεταξύ τους».
Παράλληλα με τη μόνιμη έκθεση, τη μεγαλύτερη που υπάρχει παγκοσμίως των έργων του, το Μουσείο Tinguely στη Βασιλεία ανέθεσε στη Βρετανίδα καλλιτέχνιδα Rebecca Moss και στον Ελβετό γλύπτη Augustin Rebetez να δημιουργήσουν μια εγκατάσταση με τίτλο «Scream Machines: Art Ghost Train» εμπνευσμένη από ένα έργο του Tinguely, ένα τρένο-φάντασμα μήκους 30 μέτρων που έμοιαζε με δράκο, το οποίο εγκαταστάθηκε στο λόμπι του νέου τότε Κέντρου Πομπιντού το 1977 για τα εγκαίνιά του. Έξι μήνες αργότερα, το έργο αυτοκαταστράφηκε σε μια φανταχτερή περφόρμανς.
Ένας καλλιτέχνης που φαντάστηκε τα έργα τέχνης ως σχόλιο για την κοινωνία
Ο Tinguely γεννήθηκε το 1925 στο Fribourg, αλλά μεγάλωσε στη Βασιλεία. Μοναχοπαίδι δύο ανθρώπων της εργατικής τάξης, περνούσε πολύ χρόνο εξερευνώντας το βουκολικό περιβάλλον γύρω του. Το 1940, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, άρχισε να σχεδιάζει βιτρίνες καταστημάτων ως μαθητευόμενος. Την επόμενη χρονιά ξεκίνησε τις σπουδές του στο Kunstgewerbeschule (Σχολή Τεχνών και Χειροτεχνίας) που διήρκεσαν μέχρι το 1945. Ο Tinguely επηρεάστηκε αρχικά από καλλιτέχνες όπως ο Kurt Schwitters και ο Marcel Duchamp και γοητεύτηκε από τη χρήση των objets trouvés, βασικό συστατικό του κινήματος νταντά. Έδωσε έμφαση στη χρήση των objets trouvés σε εγκαταστάσεις που είχαν αναπτυχθεί στη Σχολή Bauhaus από καλλιτέχνες όπως ο Paul Klee, από τις οποίες εμπνεύστηκε για να δημιουργήσει τη δική του προσωπική αισθητική.
Το 1951, όντας παντρεμένος με την Ελβετίδα ζωγράφο και γλύπτρια Eva Aeppli, μετακόμισε στο Παρίσι με σκοπό να προωθήσει την καριέρα του. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία με την πρώτη του ατομική έκθεση το 1954 στην Galerie Arnaud και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συμμετείχε σε μια σειρά από εκθέσεις που οργανώθηκαν γύρω από πρωτοποριακές ομάδες. Η πρώτη ήταν το 1951, όταν συμμετείχε σε μια ανεξάρτητη έκθεση με το έργο «International Happenings».


Λίγο αργότερα άρχισε να εκθέτει με την ομάδα ZERO, η οποία ιδρύθηκε από τον Otto Piene στη Γερμανία και συνδεόταν αισθητικά με την έννοια του μινιμαλισμού. Οι καλλιτέχνες της ZERO προσπάθησαν να αποστασιοποιηθούν από τα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και αντ' αυτού να βρουν ένα πλαίσιο για την τέχνη τους βασισμένο στη σύγχρονη κοινωνία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Tinguely παρουσίασε επίσης έργα με τους «Nouveaux Réalistes», μια ομάδα που σχηματίστηκε από τους Pierre Restany και Yves Klein και περιλάμβανε έργα μοντέρνων καλλιτεχνών όπως οι Christo, Raymond Haines, Martial Raysse και Niki de Saint Phalle.
Σταδιακά, ο Tinguely άρχισε να ενσωματώνει αυτόματα και στοιχεία που αυτοκαταστρέφονταν στο έργο του, ως ένα είδος performance art. Ένα παράδειγμα αυτού του σκεπτικού ήταν μια μηχανή που παρήγαγε μαζικά αφηρημένους πίνακες, την οποία παρουσίασε στην Μπιενάλε του Παρισιού το 1959. Στόχος του Tinguely ήταν να εκφράσει την ένταση που υπήρχε στη βιομηχανοποιημένη κοινωνία και τη σύγκρουσή της με τη δημιουργικότητα και την ανθρώπινη έκφραση. Οι κριτικοί και οι σύγχρονοι αφηρημένοι εξπρεσιονιστές αποκαλούσαν αυτά τα έργα «σαρδόνια».

Επηρεασμένος από το πάθος του για τους αγώνες αυτοκινήτων, ο Tinguely άρχισε να ενσωματώνει την ιδέα της απρόβλεπτης φύσης του υψηλού κινδύνου στα έργα του. Το «Homage to New York», που έκανε πρεμιέρα στις 18 Μαρτίου 1960 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα και ήταν αυτό που έθεσε τις βάσεις για άλλα αυτοκαταστρεφόμενα έργα, όπως η «Μελέτη για το Τέλος του Κόσμου» (1962) και η «Βιτόρια» (1970). Αν και αποτελούνταν από φαινομενικά τυχαία αντικείμενα, παράξενα διαμορφωμένους μηχανισμούς και κακόφωνα ηχητικά εφέ, αυτά τα έργα ήταν εντυπωσιακά εφευρετικά, με μια αίσθηση χιούμορ και ειρωνείας. Ο καλλιτέχνης έβλεπε κάθε έργο ως μια ζωντανή οντότητα που μιλούσε, ανέπνεε και κινούνταν από μόνη της. Ήταν περήφανος όταν οι θεατές μπορούσαν να διασκεδάσουν με το άμεσο χιούμορ και τα παιγνιώδη στοιχεία που χρησιμοποιούσε για να καλύψει τα σκοτεινά σχόλιά του για τη μαζική παραγωγή και τη εκβιομηχάνιση της κοινωνίας.
Ενθουσιασμένος με τις παιχνιδιάρικες φιγούρες του και το επαναστατικό τους πνεύμα, ο Tinguely συμμετείχε στο Kuttlebutzer, μια συλλογικότητα καλλιτεχνών που λειτουργούσε ως η ανεπίσημη δημιουργική επιτροπή για το μεγαλύτερο ετήσιο καρναβάλι Fasnacht στη Βασιλεία, του οποίου ανέλαβε την καλλιτεχνική επιμέλεια για είκοσι χρόνια.
Μια θυελλώδης σχέση και μια ισότιμη καλλιτεχνική συνομιλία
Ο Tinguely γνώρισε τη Niki de Saint Phalle μέσω κοινών φίλων στους καλλιτεχνικούς κύκλους που σύχναζαν. Εκείνη την εποχή ήταν και οι δύο παντρεμένοι με άλλους. Παρά το διαφορετικό κοινωνικό τους υπόβαθρο –αυτός προερχόταν από την εργατική τάξη και εκείνη από μια γαλλική αριστοκρατική οικογένεια–, η φιλία τους έγινε έρωτας και οδήγησε σε γάμο. Σε σύγκριση με άλλα ζευγάρια καλλιτεχνών της εποχής, ο καθένας τους είχε μια έντονη αίσθηση ατομικότητας, ένα μεγάλο «εγώ», η οποία φαινόταν καθαρά στις περιπτώσεις που συνεργάζονταν. Τους αποκαλούσαν «Μπόνι και Κλάιντ» της μοντέρνας τέχνης. Η σχέση τους ήταν αρκετά διαφορετική από τις ανδροκρατούμενες συνεργασίες μεταξύ των περισσότερων ζευγαριών καλλιτεχνών της εποχής, όπως ο Diego Rivera και η Frida Kahlo, ο Christo και η Jeanne Claude, ο Jackson Pollock και η Lee Krasner.

Το αταίριαστο φαινομενικά αυτό ζευγάρι ήταν καλλιτεχνικά ισότιμο και αυτό ήταν το σημείο επαφής που κράτησε τη σχέση τους ζωντανή μέχρι το τέλος. Η εγγονή της Niki De Saint Phalle λέει: «Η Νίκι ήταν ωραία και μαγνητική, ο Ζαν ήταν εκρηκτικός, αλλά είχαν αληθινή επικοινωνία».
Μία από τις πρώτες μεγάλες συνεργασίες τους, που εκτέθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, αποτελούνταν από την τεράστια ξαπλωμένη φιγούρα μιας γυναίκας –μια από τις περίφημες «Nanas» που δημιούργησε η De Saint Phalle– με τα πόδια αρκετά ανοιχτά, που ήταν η είσοδος των επισκεπτών. Μέσα στη φιγούρα υπήρχε ένα κινητικό γλυπτό σχεδιασμένο από τον Tinguely, το οποίο περιέγραψε ως «μηχανή οργασμού». Το ζευγάρι συνεργάστηκε και σε αρκετές άλλες μνημειώδεις εγκαταστάσεις γλυπτικής, ενώ όταν δεν συνεργάζονταν, βοηθούσαν ο ένας τον άλλον στην παραγωγή και την εγκατάσταση των έργων τους.

Τη δεκαετία του 1970, ο Tinguely επέστρεψε μόνος του στην Ελβετία, ενώ η De Saint Phalle συνέχισε να ζει στη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, και μέχρι τον θάνατό του το 1991, συνέχισε να δημιουργεί αυτοκαταστρεφόμενα καθώς και μεγάλα δημόσια έργα. Το 1970 κατασκεύασε έναν γιγάντιο φαλλό τον οποίο ανατίναξε έξω από τον καθεδρικό ναό του Μιλάνου. Η σχέση του με τη De Saint Phalle, ακόμα και όταν είχαν χωρίσει, εξελίχθηκε σε στενή καλλιτεχνική συνεργασία και στη βεβαιότητα ότι ο ένας ήταν ο καλύτερος φίλος του άλλου και πνευματικός κληρονόμος του έργου του.
Όταν ο Tinguely πέθανε το 1991 η De Saint Phalle επέβλεψε την ολοκλήρωση του έργου του «Ο Κύκλωπας», ενός τεράστιου συλλογικού έργου του οποίου η κατασκευή διήρκεσε είκοσι πέντε χρόνια, ενώ ήταν υπεύθυνη για τη δωρεά αρκετών έργων του σε μεγάλα μουσεία και συλλογές, συνεχίζοντας την κληρονομιά ενός από τους πιο επαναστατικούς καλλιτέχνες του κινήματος της σύγχρονης τέχνης, μέχρι το τέλος της ζωής της το 2002.
Η έκθεση «Μηχανική και Ανθρωπότητα: Eva Aeppli και Jean Tinguely» στο Μουσείο Lehmbruck στο Ντούισμπουργκ, θα διαρκέσει έως τις 24 Αυγούστου· η έκθεση «Niki de Saint Phalle & Jean Tinguely: Μύθοι & Μηχανές» στο Hauser & Wirth Somerset στο Bruton της Αγγλίας από 17 Μαΐου έως τις1 Φεβρουαρίου 2026· και η έκθεση «Niki de Saint Phalle, Jean Tinguely, Pontus Hultén» στο Grand Palais στο Παρίσι θα διαρκέσει από 20 Ιουνίου έως 4 Ιανουαρίου 2026.
Με πληροφορίες από Μουσείο Jean Tinguely, Μουσείο Lehmbruck