ΟΤΑΝ Ο ΟΘΩΜΑΝΟΣ σουλτάνος Μωάμεθ (ή Μεχμέτ) Β΄ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το 1453, το σοκ για την χριστιανική Ευρώπη υπήρξε πολύ ισχυρό. Σύμφωνα με τον Πάπα Πίο Β', η πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας δεν ήταν τίποτα λιγότερο από «έναν δεύτερο θάνατο για τον Όμηρο και τον Πλάτωνα». Άλλοι θρηνούσαν για την καταστροφή εκκλησιών ή τη μετατροπή τους σε τζαμιά, συμπεριλαμβανομένης της Αγίας Σοφίας, και φοβούνταν ότι οι Οθωμανοί θα μπορούσαν να ξεριζώσουν εκ βάθρων τον χριστιανικό τρόπο ζωής.
Αλλά καθώς οι Οθωμανοί εξαπλώνονταν στην Ελλάδα, καταλαμβάνοντας την Αθήνα το 1456 και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου λίγα χρόνια αργότερα, ελάχιστοι στη Λατινική Ευρώπη γνώριζαν πολλά για τη μεταβυζαντινή τύχη της χώρας. Οι συνθήκες ζωής των Ελλήνων αποτελούσαν κυρίως αντικείμενο εικασιών, και οι φόβοι για τη μοίρα τους υπό την οθωμανική κατοχή υπερίσχυαν των προσπαθειών να διαπιστωθεί η πραγματικότητα της κατάστασής τους.
Πολύ πριν η δυσχερής θέση των Ελλήνων συγκινήσει τον Λόρδο Βύρωνα, ο Κρούσιος γνώριζε για την κατάσταση της ελληνικής εκκλησίας, μελετούσε την ελληνική δημώδη γλώσσα και συγκέντρωνε υλικό για την ελληνική ενδυμασία και τα δημοτικά τραγούδια.
Υπήρξε όμως ένας Ευρωπαίος του 16ου αιώνα ο οποίος ακολούθησε διαφορετική πορεία. Για σχεδόν 40 χρόνια, ένας Λουθηρανός καθηγητής της ελληνικής γλώσσας, ο Μαρτίνος Κρούσιος (1526-1607), συνέταξε μια πλούσια καταγραφή της ελληνικής ζωής υπό την οθωμανική κυριαρχία. Πολύ πριν η δυσχερής θέση των Ελλήνων συγκινήσει τον Λόρδο Βύρωνα, ο Κρούσιος γνώριζε για την κατάσταση της ελληνικής εκκλησίας, μελετούσε την ελληνική δημώδη γλώσσα και συγκέντρωνε υλικό για την ελληνική ενδυμασία και τα δημοτικά τραγούδια. Και το έκανε αυτό από τη μικρή πόλη του Τύμπινγκεν, μιας γερμανικής πανεπιστημιούπολης, χωρίς να επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα – αδυνατώντας να πάει εκεί ο ίδιος γιατί δεν είχε τα μέσα και, όπως του άρεσε να τονίζει, γιατί η διδασκαλία του δεν του άφηνε ελεύθερο χρόνο.

Πώς έγινε ο Κρούσιος ο σημαντικότερος ειδικός για την οθωμανική Ελλάδα στην Ευρώπη; Το εκτεταμένο αρχείο του προσφέρει σημαντικά στοιχεία καθώς άφησε πίσω του ένα εννιάτομο ημερολόγιο –κάθε τόμος ήταν γύρω στις χίλιες σελίδες– μαζί με πολυάριθμα σημειωματάρια και εκατοντάδες βιβλία, γεμάτα με σχόλια και παραπομπές. Σ’ αυτά τα έγγραφα συγχωνεύονται το προσωπικό και το επαγγελματικό: κατέγραφε ακόμα και τη διάταξη των καθισμάτων για τα δείπνα και τους φοιτητές που φιλοξενούνταν μαζί του τόσο σχολαστικά όσο και τα βιβλία που διάβαζε, τις ειδήσεις που έφταναν σε αυτόν και όλα όσα ανακάλυπτε για την οθωμανική Ελλάδα.
Οι ταξιδιωτικές περιγραφές του Πιερ Μπελόν (1517-1564) και τα ιστορικά έργα του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη (περ. 1430-1490) ταξίδεψαν τον Γερμανό μελετητή σε έναν κόσμο που δεν θα έβλεπε ποτέ, ενώ διάφορα ελληνικά κείμενα, όπως ένα βιβλίο με οδηγίες πλεύσης ή οι αποδόσεις της Ιλιάδας και των μύθων του Αισώπου, τον βοήθησαν να αντιληφθεί την εξέλιξη της γλώσσας. Οι Γερμανοί πληροφοριοδότες στην Κωνσταντινούπολη ήταν μια άλλη σημαντική πηγή πληροφοριών: απόφοιτοι του Πανεπιστημίου του Τύμπινγκεν είχαν ενταχθεί στην αυτοκρατορική πρεσβεία ως εφημέριοι, απ' όπου του έστελναν επιστολές, χειρόγραφα, αντικείμενα –συμπεριλαμβανομένου ενός αρχαίου χάλκινου νομίσματος με την εικόνα του Ομήρου– καθώς και λεπτομερείς παρατηρήσεις για τις εκκλησίες στις οποίες εισέρχονταν, τις τελετές στις οποίες συμμετείχαν και τους ανθρώπους που συναντούσαν.
Το 1573, για παράδειγμα, κάποιος Στέφαν Γκέρλαχ του έστειλε μια υποβλητική περιγραφή σχετικά με το ντύσιμο των Ελληνίδων: «Καλύπτουν τα μαλλιά τους με ατόφιο χρυσάφι. Στολίζουν το κεφάλι και τα αυτιά τους με πολύτιμους λίθους και πολυτελή σκουλαρίκια... Και με τα άλλα στολίδια τους δεν συναγωνίζονται απλώς την αυτοκράτειρά μας. Την αφήνουν πολλά μίλια πίσω».
Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο όμως, ο Κρούσιος βασιζόταν στις επαφές και τις συνομιλίες του με τους ίδιους τους Έλληνες – όχι στην Ελλάδα φυσικά, αλλά στο σπίτι του στο Τύμπινγκεν. Συνολικά μίλησε με περίπου σαράντα Έλληνες και Ελληνίδες που ταξίδευαν στη χριστιανική Ευρώπη σε αναζήτηση βοήθειας και κάποια στιγμή πέρασαν και από την πόλη του. Ο Κρούσιος τους πρόσφερε ένα κρεβάτι και τους έδωσε φαγητό και χρήματα κι εκείνοι ως αντάλλαγμα, του έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες για τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τη θρησκεία τους. Τον βοήθησαν να σχεδιάσει χάρτες, της Αθήνας, για παράδειγμα, αλλά και του Αγίου Όρους, του σημαντικότερου τόπου του μοναχισμού στην ελληνική ορθοδοξία. Και τον βοήθησαν να οπτικοποιήσει τον ελληνικό κόσμο μέσα από ζωντανές περιγραφές που ο ίδιος ονόμασε «λεκτικές ζωγραφιές».
Οι φιλοξενούμενοί του τον βοήθησαν επίσης να αποκωδικοποιήσει τα ελληνικά βιβλία του, καθώς η γλώσσα ήταν διαφορετική από τα αρχαία ελληνικά που δίδασκε στο πανεπιστήμιο. Ο πρώτος φιλοξενούμενός του ήταν ο Ελληνοκύπριος Σταμάτιος Δονάτος, ο οποίος έφτασε στο Τύμπινγκεν το 1579, και αποτέλεσε, όπως έγραψε ο Κρούσιος, ένα «ζωντανό λεξικό», αποδίδοντας χιλιάδες λέξεις κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που πέρασαν διαβάζοντας μαζί βιβλία. Αυτό ήταν ένα διόλου ευκαταφρόνητο κατόρθωμα. Ο Δονάτος δεν γνώριζε παρά μόνο λίγες λέξεις στα γερμανικά. Έτσι, αυτός και ο Κρούσιος έπρεπε να ερμηνεύουν τα κείμενα χρησιμοποιώντας διαφορετικές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των ιταλικών και των λατινικών, και μερικές φορές άλλους τρόπους επικοινωνίας: «Συχνά μου εξηγούσε τις λέξεις με χειρονομίες και παραφράσεις», εξηγούσε ο Κρούσιος στο σημειωματάριό του.
Το αποτέλεσμα της ισόβιας έρευνας του Γερμανού ελληνιστή ήταν ένα σύνολο γνώσεων που δεν είχε προηγούμενο στην εποχή του. Ορισμένα από τα ευρήματά του δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του «Turcograecia» του 1584, ένα πρωτοποριακό έργο γεμάτο στοιχεία που ο Έντουαρντ Γκίμπον ανέφερε επανειλημμένα στο κλασικό του βιβλίο «Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (1776-89). Ωστόσο, σε γενικές γραμμές η «Turcograecia» ξεχάστηκε, όπως και ο ίδιος ο Κρούσιος και τα σημειωματάριά του. Ο Λέοπολντ φον Ράνκε θα τον θυμόταν ως τον πρώτο φιλέλληνα της Ευρώπης, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν βαθιά εξοικειωμένος με το έργο του. Πράγματι, η «Turcograecia» πούλησε ελάχιστα αντίτυπα και οι πολύχρωμες βινιέτες στα σημειωματάρια του συγγραφέα της παρέμειναν ανεξερεύνητες μέχρι τον 20ό αιώνα.
Αποτελεί μια μικρή ειρωνεία –την οποία σίγουρα ο Κρούσιος θα εκτιμούσε– το γεγονός ότι χρειάστηκε ένας Οθωμανός Έλληνας από την Κωνσταντινούπολη, ο Βασίλειος Αθ. Μυστακίδης (1859-1933), για να επιστήσει την προσοχή στο αρχείο του Γερμανού ιστορικού ως σημαντική αλλά ανεκμετάλλευτη πηγή για την ελληνική ιστορία των οθωμανικών χρόνων. Μετά από τριετή παραμονή στο Τύμπινγκεν, ο Μυστακίδης δημοσίευσε μια σειρά άρθρων που αναπαρήγαγαν αποσπάσματα από τα σημειωματάρια και τα ημερολόγια του, καθιστώντας φανερό το πώς ο Κρούσιος, χωρίς ποτέ του να ταξιδέψει, είχε γίνει ο σημαντικότερος ειδικός της εποχής του για την οθωμανική Ελλάδα.
Με στοιχεία από History Today