Η ΣΥΝΟΙΚΙΑ Τζιχανγκίρ (Cihangir) βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά της Κωνσταντινούπολης, στην περιοχή Μπέιογλου (Beyoğlu), πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία Ταξίμ. Είναι μια από τις πιο γοητευτικές και καλλιτεχνικές γειτονιές της Πόλης, με ξεχωριστό χαρακτήρα και ιστορία. Στενά, ανηφορικά, λιθόστρωτα σοκάκια, πανοραμική θέα προς τον Βόσπορο, παλιά νεοκλασικά, μπιστρό, γκαλερί αλλά και ατμοσφαιρικά βιβλιοπωλεία. Εκεί θα συναντήσεις καλλιτέχνες, συγγραφείς, φοιτητές, και διανοούμενους. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια προοδευτική και εναλλακτική γειτονιά.
Σ’ ένα μικρό δρομάκι της υπάρχει και το Meraki Cafe, ένα όμορφο σημείο συνάντησης στην καρδιά της μητρόπολης των δύο ηπείρων. Εκεί συνάντησα τον Δημήτρη και τον Κερέμ. Ο ένας Έλληνας, ο άλλος Τούρκος. Δύο άνθρωποι που γνωρίστηκαν, έγιναν φίλοι και αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν χώρο που να αποτυπώνει όλα όσα τους συνδέουν − και όχι όσα τους χωρίζουν. Δυο άνθρωποι που έχουν κάνει πράξη αυτό που συχνά μένει εγκλωβισμένο σε πολιτικά γραφεία και δηλώσεις: την ελληνοτουρκική φιλία. Όχι με συνθήματα, αλλά με απλές, καθημερινές ενέργειες. Με χαμόγελα, σεβασμό, με καφέδες και γλυκά που φτιάχνονται με μεράκι αλλά κυρίως συνοδεύονται από αληθινές κουβέντες.
Η λέξη “μεράκι” στα ελληνικά σημαίνει την αγάπη, το πάθος και την αφοσίωση που βάζει κάποιος σε κάτι που κάνει − είτε είναι δουλειά, τέχνη, μαγειρική ή οποιαδήποτε δραστηριότητα. Είναι όταν κάνεις κάτι με όλη σου την καρδιά, με προσοχή και φροντίδα, επειδή το αγαπάς πραγματικά.
Οι δυο τους δεν οραματίστηκαν το Meraki απλώς ως ένα καφέ που θα έφτιαχναν δύο συνεργάτες. Το έστησαν με την πρόθεση να δημιουργήσουν έναν ζωντανό χώρο συναναστροφής − ένα μικρό πολιτιστικό σταυροδρόμι στον αστικό πυρήνα της Κωνσταντινούπολης. Εκεί όπου οι γλώσσες αναμειγνύονται αρμονικά: ελληνικά, τουρκικά, αγγλικά. Κι όπου οι άνθρωποι, ακόμα κι αν προέρχονται από διαφορετικές αφετηρίες, θυμούνται πως στο τέλος της ημέρας όλοι αναζητούν το ίδιο: μια αίσθηση οικειότητας, ένα φιλικό βλέμμα, έναν χώρο όπου να νιώθουν πως ανήκουν.

«Στην Πόλη είχα έρθει μόνος, ως ταξιδιώτης. Είναι από εκείνους τους τόπους που σε μαγνητίζουν χωρίς να το καταλάβεις. Η ιδέα να μείνω εδώ άρχισε να ωριμάζει μέσα μου κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Δούλευα τότε ως φαρμακοποιός στη Λιβαδειά. Τα πρώτα σύννεφα είχαν ήδη φανεί, και μέσα μου είχε αρχίσει να γεννιέται η ανάγκη για μια αλλαγή − μια νέα ευκαιρία. Το 2017, είπα στον εαυτό μου ξεκάθαρα: “Δεν μου αρέσει η ζωή που ζω και θέλω να την αλλάξω”. Κάπως έτσι ξεκίνησα να ψάχνω ακαδημαϊκές θέσεις σε πανεπιστήμια της Κωνσταντινούπολης. Στην αρχή, οι απαντήσεις ήταν αποθαρρυντικές. Ώσπου, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, πολλές θέσεις έμειναν κενές. Ήταν τότε που χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο πρύτανης. “Ενδιαφέρεσαι;” με ρώτησε.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρα το λεωφορείο από την Αθήνα για την Πόλη, έτοιμος για μια συνάντηση, όχι όμως με την προσδοκία ότι θα καταλήξει σε κάτι συγκεκριμένο. Αντί γι’ αυτό, θυμάμαι να με αιφνιδιάζει: “Τη Δευτέρα ξεκινάμε”. Αυτή είναι η αρχή της ιστορίας του πώς ξεκίνησε η ζωή μου εδώ. Ήμουν τυχερός: δίδασκα στα αγγλικά, και αυτό διευκόλυνε πολύ τη μετάβαση. Σιγά-σιγά, άρχισα να μαθαίνω και τουρκικά. Είναι δύσκολη γλώσσα, αλλά με τον χρόνο και την τριβή έγινε πιο προσιτή. Δίδαξα για έξι χρόνια στο πανεπιστήμιο. Με τον Κερέμ είμασταν ήδη φίλοι. Και με την πάροδο του χρόνου αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε μαζί έναν χώρο. Έτσι γεννήθηκε το Meraki Café, από μια κοινή ανάγκη: να δώσουμε σχήμα και γεύση σε όσα μας κάνουν χαρούμενους. Το καφέ λειτουργεί εδώ και πέντε μήνες. Και κάθε μέρα που περνάει, μας επιβεβαιώνει ότι κάναμε τη σωστή επιλογή».
«Θυμάμαι στην αρχή τι άκουγα», λέει ο Δημήτρης με ένα χαμόγελο ικανοποίησης να διαγράφεται στο πρόσωπό του. «Αφήνεις το φαρμακείο στην Ελλάδα για να πας στους Τούρκους;», μου έλεγαν. Αργότερα, όταν εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο, το ερώτημα άλλαξε, αλλά η δυσπιστία παρέμεινε: «Αλήθεια τώρα; Αφήνεις τη διδασκαλία για να ανοίξεις καφέ;». Ο ίδιος δεν δείχνει να έχει καμία πικρία. «Όλα είναι μια απόφαση. Και σημασία έχει να κάνεις αυτό που αγαπάς. Φαντάσου, κάποια στιγμή μπήκε ένας σκηνοθέτης στο Meraki και μου πρότεινε ρόλο σε ταινία μικρού μήκους. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Αντιθέτως, αυτό που με κάνει να νιώθω καλά είναι ότι τόλμησα».

Η ανταπόκριση του κόσμου; «Ιδιαίτερα ζεστή – και αυτό μας γεμίζει χαρά», λέει ο Κερέμ, ενώ ο Δημήτρης συμπληρώνει: «Φροντίζουμε το μαγαζί να έχει ελληνικές γεύσεις, αλλά τα προϊόντα μας τα προμηθευόμαστε από καλούς Τούρκους παραγωγούς. Τα πάντα είναι χειροποίητα. Θα βρείτε γαλατόπιτα, σπανακόπιτα, μηλόπιτα, τυρόπιτες. Συνταγές σπιτικές, φτιαγμένες με φροντίδα». Κι εκεί, ανάμεσα στα σκεύη και στις γεύσεις, η χημεία −το πρώτο του αντικείμενο− παραμένει παρούσα. «Η χημεία πάντα μου άρεσε. Είτε στο φαρμακείο είτε τώρα, στο καφέ, τη χρησιμοποιώ για κάτι δημιουργικό. Περισσότερο για τα γλυκά». Ήδη πάντως ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινότητας έχει ενημερωθεί γι’ αυτό το στέκι, το οποίο κερδίζει διαρκώς έδαφος. Οι επισκέπτες σπεύδουν να δοκιμάσουν γεύσεις που αναδεικνύουν την αυθεντικότητα και την παράδοση της ελληνικής κουζίνας, ξυπνώντας νοσταλγικές μνήμες και συνδέοντάς τους με την πλούσια γαστρονομική κληρονομιά της χώρας μας.
Πριν από το Meraki, ο Κερέμ διατηρούσε κατάστημα ρούχων στο Νισάντασι, μια από τις πιο εμπορικές συνοικίες της Κωνσταντινούπολης. Έχει επισκεφθεί την Ελλάδα πολλές φορές και μιλά γι’ αυτήν με ενθουσιασμό και ειλικρινή εκτίμηση. «Η Πόλη είναι σταυροδρόμι κόσμων», λέει. «Κι εμείς, με το Meraki, φτιάξαμε μια μικρή γέφυρα ανάμεσα σε δύο λαούς που, παρά τις ιστορικές τους διαφορές, μοιράζονται τόσα κοινά: γεύσεις, μουσικές, αναμνήσεις, ευαισθησίες». Στον ίδιο τόνο, ο Δημήτρης επισημαίνει: «Μεγαλώσαμε με τα στερεότυπα ότι ο Τούρκος είναι ο “άλλος”, ο εχθρός. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Εδώ οι άνθρωποι μάς έχουν αγαπήσει αληθινά. Έχω βρει αδελφικούς φίλους». Για τον ίδιο, όπως και για την οικογένειά του, η Κωνσταντινούπολη είναι κάτι περισσότερο από μια νέα πατρίδα. Είναι ένας τόπος με συναισθηματικό βάθος. «Η Πόλη κουβαλά μια ενέργεια μοναδική. Έχει έναν συναισθηματισμό που σε αγγίζει και, τελικά, σε απελευθερώνει».

Όση ώρα είμαι εκεί συνειδητοποιώ ότι ο Δημήτρης κουβαλά την αύρα της ελληνικής φιλοξενίας, αυτήν τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο «σε κάνω να νιώσεις σαν στο σπίτι σου» και στο «σου δίνω χώρο για να απολαύσεις τον χρόνο σου». Ο Κερέμ από την άλλη, με εκείνο το διακριτικό του χιούμορ και το παρατηρητικό του βλέμμα, μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα στο χθες και το σήμερα της Πόλης. Την ίδια στιγμή, το ίδιο το καφέ ξεχωρίζει, όχι μόνο για τη φροντισμένη του αισθητική, αλλά και για τη ζεστασιά που αποπνέει. Κάθε γωνιά δείχνει μελετημένη, αλλά όχι επιτηδευμένη. Είναι ένας χώρος που, περισσότερο από το να σε εντυπωσιάσει, επιδιώκει να σε αγκαλιάσει.
Λίγο πριν τους αποχαιρετήσω, τους ρωτώ πώς κατέληξαν στο όνομα Meraki. «Ήταν ιδέα ενός φίλου μας, του Μεβλάν», μου λένε σχεδόν ταυτόχρονα. «Είναι μια λέξη δύσκολη στη μετάφραση, αλλά καταλαβαίνεις αμέσως τι σημαίνει. Η λέξη “μεράκι” στα ελληνικά σημαίνει την αγάπη, το πάθος και την αφοσίωση που βάζει κάποιος σε κάτι που κάνει − είτε είναι δουλειά, τέχνη, μαγειρική ή οποιαδήποτε δραστηριότητα. Είναι όταν κάνεις κάτι με όλη σου την καρδιά, με προσοχή και φροντίδα, επειδή το αγαπάς πραγματικά. Για εμάς είναι το μεράκι που βλέπεις στα πρόσωπα των ανθρώπων που έρχονται ξανά και ξανά. Και, φυσικά, είναι και το δικό μας μεράκι – η ανάγκη να φροντίσουμε τους ανθρώπους που περνούν το κατώφλι μας».

Το Τζιχανγκίρ δεν θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό σκηνικό για ένα τέτοιο εγχείρημα. Είναι μια γειτονιά με καλλιτεχνικό παλμό, γεμάτη φοιτητές, διανοούμενους, ταξιδιώτες και μόνιμους κατοίκους που δείχνουν να χαίρονται την αλληλεπίδραση. Το Meraki δεν είναι απλώς ένα όνομα. Είναι μια ελληνική λέξη που πράγματι δεν μεταφράζεται εύκολα, αλλά γνωρίζουμε ότι σημαίνει να βάζεις ψυχή, να δίνεσαι ολοκληρωτικά σε ό,τι κάνεις. Κι η αλήθεια είναι πως, όσο καθόμουν εκεί, έβλεπα γύρω μου πράγματα φτιαγμένα με αυτή ακριβώς την ποιότητα. Με φροντίδα, με λεπτομέρεια, με αγάπη. Το Meraki ίσως να είναι τελικά κάτι περισσότερο από ένα καφέ. Σε έναν κόσμο γεμάτο διαιρέσεις και πολιτικές εντάσεις, λειτουργεί σαν μικρό καταφύγιο αισιοδοξίας. Κι αυτό επιτυγχάνεται επειδή ο Δημήτρης και ο Κερέμ δημιούργησαν έναν χώρο όπου οι άνθρωποι ξαναθυμούνται όλα όσα μπορούν να τους ενώσουν και αφήνουν πίσω όσα τους κρατούν μακριά.