Στην Πάργα άργησα να βρεθώ, παρότι περνούσα απ’ έξω συχνά-πυκνά ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια. Μια σύντομη στάση για καφέ, πηγαίνοντας στην Ηγουμενίτσα για να πάρουμε το πλοίο για Παξούς, ήταν η πρώτη μας γνωριμία με την ιστορική πόλη της Ηπείρου και μας άνοιξε την όρεξη.
Δύο δεκαετίες μετά –καίμε κάρβουνο, το ξέρω– ξεκινήσαμε από την Πρέβεζα για μια βόλτα, για να διαπιστώσουμε ότι το καλοκαίρι, τις ώρες αιχμής, της «Πάργας ο ανήφορος» είναι αδιάβατος – ούτε κανέλες, ούτε γαρίφαλα, ούτε μια γωνίτσα ελεύθερη.
Αφού πέσαμε στα πόδια ενός παρκαδόρου, του αφήσαμε το κλειδί του αυτοκινήτου και ορκιστήκαμε ότι σε μια ωρίτσα θα επιστρέψουμε να το πάρουμε και να φύγουμε, μιας και έκλεινε την είσοδο του πάρκινγκ, και έτσι καταφέραμε τελικά να ρίξουμε μια ματιά σε fast forward, αρκετή για να επανέλθουμε όπως έπρεπε – επιτέλους.
Πρώτη ημέρα
Η ομορφιά της πόλης λάμπει όταν την κοιτάξεις από τη θάλασσα: χτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σε λόφο, με πολύχρωμα αρχοντικά σφιχταγκαλιασμένα με ταπεινά σπιτάκια, τα ασυναγώνιστα νερά του Ιονίου μπροστά της και ένα καταπράσινο νησάκι, την Παναγιά, με το ομώνυμο ναΰδριο που αποτελεί πόλο έλξης για μελλόνυμφους από όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, η Πάργα είναι αδύνατον να περάσει απαρατήρητη.
Το καλοκαίρι, τα μπαράκια, τα café και τα εστιατόρια κατά μήκος του παραλιακού δρόμου μοιάζουν να μην αδειάζουν ποτέ, όποια ώρα της ημέρας και αν τα επισκεφθείς.
Αν η αρχιτεκτονική της σας θυμίζει Επτάνησα, δεν έχετε άδικο, καθώς οι Ενετοί ήταν κι εδώ παρόντες, όπως και στα γειτονικά νησιά: για τετρακόσια περίπου χρόνια, από το 1401 μέχρι το 1797, είναι προφανές ότι άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους, μαζί με ένα καλοχτισμένο ενετικό κάστρο –που περικλείει τα ερείπια της παλιάς πόλης– πάνω στο ακρωτήρι που χωρίζει το λιμάνι από την κοσμοπολίτικη παραλία του Βάλτου.

Μετά την ήττα των Βενετών από τον Ναπολέοντα ήρθε η ώρα να «πατήσουν» στην περιοχή οι Άγγλοι, που δεν δίστασαν το 1819 να πουλήσουν την πόλη στον Αλή Πασά, ο οποίος την ήθελε διακαώς και φρόντισε να προσθέσει το δικό του κάστρο πάνω από την Ανθούσα, το χωριό που μαζί με το Τρίκορφο αποτελούν πλέον προέκταση της Πάργας και είναι γεμάτα βίλες προς ενοικίαση – με τις πισίνες τους και με τα όλα τους, σε περίπτωση που ενδιαφέρεστε.
Ο Αλή Πασάς μπορεί να ήθελε την Πάργα, οι ντόπιοι όμως δεν ήθελαν τον Αλή Πάσα και το έκαναν αμέσως σαφές: γύρω στους 4.000 Παργινούς τα μάζεψαν κι έφυγαν από το σπίτι με προορισμό την Κέρκυρα, μην αφήνοντας πίσω τους ούτε τα οστά των προγόνων τους.
Θα επιστρέψουν σχεδόν έναν αιώνα μετά, το 1913, με την απελευθέρωση της Ηπείρου και την ένωσή της με την Ελλάδα, επιστροφή που γιορτάζεται κάθε Δεκαπενταύγουστο με το έθιμο της Βαρκαρόλας: στολισμένα καραβάκια με ενετικά φανάρια φτάνουν στο λιμάνι και γίνονται δεκτά με ενθουσιασμό και –τι άλλο;– πυροτεχνήματα.
Εκτός από τα κάστρα και το νησάκι της Παναγιάς –στο οποίο μπορούν κάποιοι, που δεν τους μοιάζω, να πάνε και κολυμπώντας– η Πάργα έχει στενά καλντερίμια με γραφικά σπιτάκια, μυστικές αυλές και χρωματιστά καταστήματα γεμάτα πάσης προέλευσης τουρίστες, που αφού τα εξερευνήσετε θα καταλήξετε εκεί που βρίσκονται όλοι: στην παραλιακή περαντζάδα.

Το καλοκαίρι, τα μπαράκια, τα café και τα εστιατόρια κατά μήκος του παραλιακού δρόμου μοιάζουν να μην αδειάζουν ποτέ, όποια ώρα της ημέρας και αν τα επισκεφθείς. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένα από τα τοπόσημα της πόλης: η πορφυρή Villa Rossa, το αρχοντικό του 1903 που τω καιρώ εκείνω ανήκε σε έναν καπνέμπορο και σήμερα είναι ξενοδοχείο.
Από το λιμανάκι το καλοκαίρι φεύγουν καθημερινά καραβάκια όχι μόνο για τις κοντινές παραλίες Βάλτος, Λύχνος –με τις μαγικές θαλάσσιες σπηλιές–, Σαρακήνικο, αλλά και για τα Σύβοτα, τους Παξούς, τους Αντίπαξους και την Κέρκυρα.
Αν πάλι έχετε μαζί σας «άμαχο πληθυσμό» ή δεν έχετε κουράγιο για πολλά πολλά, το Κρυονέρι και το Πίσω Κρυονέρι είναι οι παραλίες που βρίσκονται στα δυο βήματα, είναι οργανωμένες και μπορείτε να παραδώσετε τα κουρασμένα σας κορμιά σε μια ξαπλώστρα – με το αζημίωτο.


Δεύτερη ημέρα
Δεν ξέρω πόσο γοητευτική σάς φαίνεται η ιδέα να επισκεφθείτε ένα Νεκρομαντείο, προσωπικά δεν υπήρχε περίπτωση να μην το κάνω, καθώς το Νεκρομαντείο του Αχέροντα με είχε ιντριγκάρει αφάνταστα – δεν είναι λίγο να σου υπόσχονται ότι θα επικοινωνήσεις με τις ψυχές των αγαπημένων σου νεκρών.
Πριν αρχίσετε να ψάχνετε στον χάρτη, να ξεκαθαρίσω ότι μιλάμε για την αρχαιότητα, τότε συνέβαιναν αυτά τα εντυπωσιακά, και όπως –ελπίζω– υποψιάζεστε, όλα ήταν μια καταπληκτικά στημένη απάτη.
Όταν, λοιπόν, οι προσκυνητές έφταναν στο μαντείο, έδιναν πρώτα μια «συνέντευξη» στους ιερείς: μιλούσαν για τον εαυτό τους αλλά και για τον νεκρό, και οι πληροφορίες που ανυποψίαστοι έδιναν ήταν απαραίτητες για όσα θα ακολουθούσαν.

Κλεισμένοι σε μικρά κλειστοφοβικά δωμάτια, οι πιστοί έμεναν απομονωμένοι για μέρες ακολουθώντας μια αυστηρή νηστεία που περιλάμβανε κουκιά και λούπινα, τα οποία σε μεγάλες δόσεις μπορούν να προκαλέσουν –έκπληξη;– παραισθήσεις.
Όταν πια δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν τι τους γίνεται, ήταν έτοιμοι για τα περαιτέρω. Οι ιερείς τούς οδηγούσαν από μια σχεδόν κατακόρυφη σκάλα, μέσω ενός δαιδαλώδους διαδρόμου, στην υπόγεια κεντρική ανηχοϊκή αίθουσα που δημιουργούσε την αίσθηση ότι βρίσκεται κανείς στον Κάτω Κόσμο.
Αφού έχυναν αίμα στο δάπεδο για να ξεδιψάσει ο νεκρός αλλά και για να τους αναγνωρίσει, οι τεθλιμμένοι συγγενείς κατάφερναν επιτέλους να πιάσουν ψιλή κουβέντα μαζί του. Πώς; Τα γρανάζια που βρέθηκαν στις ανασκαφές και οι μυστικοί διάδρομοι γύρω από την αίθουσα μαρτυράνε το καλοστημένο κόλπο: χειριζόμενοι εξειδικευμένα μηχανήματα, οι ιερείς ανεβοκατέβαζαν στον βωμό είδωλα που αναπαριστούσαν ανθρώπινες μορφές και μιλούσαν με τους συγκλονισμένους «εύπιστους», που φυσικά δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν τι ακριβώς συνέβαινε.
Όσο εξοργιστικό και αν φαίνεται, η «δουλειά» συνεχιζόταν επί αιώνες: οι επισκέπτες έφευγαν γαληνεμένοι, καθώς «ξαναέβρισκαν» για λίγο όσους είχαν παντοτινά χαθεί, και το Νεκρομαντείο ανθούσε, αποκτώντας φήμη, δύναμη και φυσικά πλούτο.

Αν πάλι αναρωτιέστε πού βρίσκεται η λίμνη Αχερουσία, αυτή με τον βαρκάρη που οδηγούσε τους νεκρούς στον Άδη, η λίμνη δεν υπάρχει πια, υποθέτω ότι στον Άδη φτάνουμε πλέον αλλιώς – γλιτώνουμε και το νόμισμα.
Μετά από αυτόν τον επιμορφωτικό περίπατο, ήρθε η ώρα να γνωρίσετε και τον ποταμό Αχέροντα – από τα μέσα. Κατευθυνθείτε προς το χωριό Γλυκή, όπου εκτός από το να αράξετε δίπλα στο ποτάμι για μπίρες στη δροσιά –επιλογή απολύτως θεμιτή–, μπορείτε να κάνετε ράφτινγκ, καγιάκ, πεζοπορία, ιππασία – ό,τι, τέλος πάντων, σας φωτίσει ο Θεός.
Σε περίπτωση που ανησυχείτε στην ιδέα, να ενημερώσω ότι εκεί έκανα, αγγίζοντας τα πρώτα -ήντα, για πρώτη φορά ράφτινγκ στη ζωή μου, σε μια διαδρομή που φαντάζομαι ότι ήταν για παιδιά προσχολικής ηλικίας, καθώς βγήκα από τη φουσκωτή βάρκα απολύτως στεγνή – προφανώς όχι χάρη στις εξαιρετικές μου επιδόσεις.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 8.6.2025