Χαιρετίσματα από τη Νέα Υόρκη και τη σεζόν της κολοκύθας

Χαιρετίσματα από τη Νέα Υόρκη και τη σεζόν της κολοκύθας Facebook Twitter
Θυμήθηκα μια παιδική ανάμνηση ενός γεύματος (η, πιο σωστά, της «απόπειρας ενός βραδινού γεύματος») που έκανε εμένα και την αδελφή μου να σιχαθούμε τις κολοκύθες για πάντα.
0

Μου στέλνει ο πατέρας μου τη LiFO με τη δική του δημοσιευμένη απάντηση στην ερώτηση «Ποιο φαγητό σου φέρνει δάκρυα στα μάτια;» ή, πιο λογοτεχνικά, ποια είναι η δική σου «Μαντλέν του Προυστ;». Και τι απαντά; «Εξωτικά φρούτα Αυστραλίας και γαλλικά pieds et oreilles de cochon» (πόδια και αυτιά γουρουνιού), που δημοσιεύεται ανάμεσα στις απαντήσεις πολλών άλλων, ένα κολάζ ελληνικού γαστρονομικού φολκλόρ τύπου μοσχάρι γιουβέτσι, χαλβάς και «φαγητό μαμαδίστικο».

Εάν ήμουν έφηβη, θα τον έπαιρνα τηλέφωνο έξαλλη: «μα γιατί δεν μπορείς, για μία φορά, να δεχτείς την ελληνική σου ταυτότητα με περηφάνια, πόσο μάλλον δημοσίως;». Και ας έχουμε πλέον ξεπεράσει (να πω καλύτερα, «βελτιώσει») προβληματισμούς περί εθνικής ταυτότητας και πολιτισμικής κληρονομιάς με τον πατέρα μου, το άρθρο μού έφερε τη γλυκόπικρη ανάμνηση και νοσταλγία της έφηβης κόρης να τσακώνεται με τον μπαμπά...

Προερχόμενη λοιπόν από οικογένεια με εκλεπτυσμένο ουρανίσκο και εις βάθος γνώσεις της ελληνικής και γαλλικής κουζίνας, καθώς φυσικά και του κρασιού, πάντα ένιωθα το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας, με μια αδιόρθωτη ροπή προς οτιδήποτε junk. Θυμάμαι την αδελφή μου να με κοροϊδεύει δίχως έλεος τη μία φορά που έφαγα τόνο νομίζοντας πως είναι κοτόπουλο ή να καταβροχθίζω φαγητό αεροπλάνου όχι μόνο χωρίς παράπονο, αλλά σχεδόν στέλνοντας συγχαρητήρια στον σεφ.

Κατέφτασε περήφανος ένα βράδυ ο πατέρας μας σπίτι, με μια τεράστια πορτοκαλί κολοκύθα, να μας φτιάξει κολοκυθόσουπα. Έλα όμως που το συγκεκριμένο λαχανικό, ειδικά σε μορφή σούπας, δεν μας δελέασε ούτε στο ελάχιστο...

Μην έχοντας και πολλή αυτοπεποίθηση στον τομέα «φαγητό», σκέφτηκα τι θα απαντούσα εγώ στην ερώτηση αυτή της LiFO. Υπάρχει άραγε για εμένα μία madeleine του Προυστ; Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ.

Θυμήθηκα όμως μια παιδική ανάμνηση ενός γεύματος (η, πιο σωστά, της «απόπειρας ενός βραδινού γεύματος») που έκανε εμένα και την αδελφή μου να σιχαθούμε τις κολοκύθες για πάντα.

Κατέφτασε περήφανος ένα βράδυ ο πατέρας μας σπίτι, με μια τεράστια πορτοκαλί κολοκύθα, να μας φτιάξει κολοκυθόσουπα. Έλα όμως που το συγκεκριμένο λαχανικό, ειδικά σε μορφή σούπας, δεν μας δελέασε ούτε στο ελάχιστο... Βρισκόμαστε λοιπόν με την αδελφή μου, αφημένες στο τραπέζι της κουζίνας υπό τις διαταγές της μάνας μας να τελειώσουμε τις σούπες μας, γιατί άλλο φαΐ δεν έχει.

Χαιρετίσματα από τη Νέα Υόρκη και τη σεζόν της κολοκύθας Facebook Twitter

Προσπαθούμε και προσπαθούμε να φάμε τη ριμάδα τη σούπα αλλά δεν μπορούμε, και τα λεπτά γίνονται ώρες... Μας φαίνεται τόσο σουρεαλιστικό το όλο σενάριο, που φυσικά μας πιάνει νευρικό γέλιο, το οποίο νιώθουμε να διαρκεί ώρες μαρτυρικές. Κάθε τόσο δίνουμε η μια στην άλλη κουράγιο, σηκώνουμε το κουτάλι και δοκιμάζουμε άλλη μια μπουκιά της σιχαμένης αυτής σούπας, μπας και καταφέρουμε να την τελειώσουμε.

Όσο περισσότερο γελάμε και δεν τρώμε, τόσο περισσότερο νευριάζει η μάνα μας, που έρχεται κάθε λίγο από το σαλόνι να ελέγξει την στάθμη της σούπας στα μπολ μας. Η οποία φυσικά καταλήγει κάποια στιγμή χυμένη στον νεροχύτη...

Τώρα που η αδελφή μου και εγώ ζούμε στην Αμερική, όπου κάθε φθινόπωρο η κολοκύθα σε κάθε της μορφή είναι βασιλιάς, όταν μας την προσφέρουν αρνούμαστε πάντα εμφατικά και καμιά φορά μάλιστα διηγούμαστε την παραπάνω ιστορία σε κάποιον άτυχο φίλο.

«Άτυχο» γιατί είναι μία από αυτές τις ιστορίες που μόνο η αδελφή μου μπορεί να καταλάβει απόλυτα, να θυμηθεί με την ίδια νοσταλγία τον ιδιαίτερο δεσμό που έχει κανείς με το αδέλφι του, τις ώρες εκείνες όπου δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο η δική μας παράλληλη πραγματικότητα.

Παρόμοιες αναμνήσεις έχω και από καλοκαιρινά μεσημεριανά με τα ξαδέλφια μας, όταν οι τέσσερις μας καθόμασταν να φάμε μετά το κολύμπι, μπαίνοντας σε έναν κατάδικό μας στρόβιλο συζήτησης και γέλιου όπου ο χωροχρόνος δεν υπήρχε πια, μέχρι να έρθει ένας γονιός να μας παραγγείλει και να μας πει να φάμε, αλλιώς δεν μας ένοιαζε και να μη φάμε καθόλου. (Και τι τρώγαμε άραγε; Κοτόπουλο, σνίτσελ, ψάρι..; Δεν είχε και πολλή σημασία.)

Μπορεί να μην έχω φάει κάτι που να με έχει «στείλει» σε κυτταρικό επίπεδο έστω και λίγα δευτερόλεπτα, αλλά καμιά φορά ακόμα και οι δυσάρεστες αναμνήσεις ενός φαγητού ή γεύματος μπορούν να σου θυμίσουν κάτι το τόσο ξεχωριστό και πολύπλοκο όσο ο αδελφικός δεσμός.

Χαιρετίσματα από τη Νέα Υόρκη και τη σεζόν της κολοκύθας.

* Η Δάφνη Στεργίδη είναι καλλιτέχνις που ζει στη Νέα Υόρκη.

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Agora symi

Γεύση / Agora: Η πιο γραφική ανηφόρα της Σύμης οδηγεί σε μια κουζίνα με χαρακτήρα

Σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα τα παστέλ αρχοντικά της Σύμης, ο Χρήστος Σιδηρόπουλος σερβίρει μια ελληνική κουζίνα που συνομιλεί με το παρελθόν χωρίς να το αντιγράφει – μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά ακούγεται καθαρά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Οι ανθοί της cucina povera

Γεύση / Κολοκυθανθοί: Τα λουλούδια της φτωχής αλλά σοφής κουζίνας

Τα άνθη που είτε βουτιούνται στο κουρκούτι είτε γίνονται τροφαντός ντολμάς κρύβουν φθαρτή ομορφιά και μεγάλη γευστική παράδοση — πολύ πριν ο οδηγός Michelin αναδείξει τάσεις σαν το zero waste και το «από το χωράφι στο τραπέζι».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Το κρασί με απλά λόγια / Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Πώς επηρεάζει η αστρονομία τις καλλιεργητικές πρακτικές στο αμπέλι; Η Υρώ Κολιακουδάκη και ο Παναγιώτης Ορφανίδης σε μια συζήτηση με τον Θοδωρή Κοντογιάννη για τη σχέση του ανθρώπου με τη γη, την τεχνολογία και το κρασί, έξω από τα συνηθισμένα.
ΥΡΩ ΚΟΛΙΑΚΟΥΔΑΚΗ
Οι ιδιαίτερες γεύσεις του καλοκαιριού στο Αιγαίο

Γεύση / Σαρδέλες Καλλονής, Φούσκες, Σκίζα. Αυτή είναι η γεύση του Αιγαίου

Οι μένουλες Καρπάθου, το σπινιάλο Καλύμνου, η σκίζα της Μήλου και η μόστρα της Μυκόνου: Από τον ιωδιούχο αφρό του Αιγαίου ως τα μητάτα των Κυκλάδων, η γεύση του καλοκαιριού αποτυπώνεται σε προϊόντα που φέρουν την ιστορία και το φως των νησιών.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Ελένη Σαράντη

Γεύση / Ελένη Σαράντη: «Κυνήγησα πράγματα που τελικά δεν είχαν σημασία»

Μετά από μια δύσκολη στιγμή, κατάλαβε πως η μόνη επιβράβευση που μετρά δεν είναι τα αστέρια, αλλά το “φάγαμε καταπληκτικά”. Όταν την αποκαλούν σεφ, απαντά απλά: «Εγώ μαγειρεύω». Η υπερήφανη μαγείρισσα που προκαλεί ουρές στην οδό Σαλαμίνος, στον Κεραμεικό, είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Από τη γαλλική bistronomie στο σαμιώτικο αμπέλι: Η συναρπαστική διαδρομή του Βασίλη Αλεξίου

Το κρασί με απλά λόγια / Από τη γαλλική bistronomie στο σαμιώτικο αμπέλι: Η συναρπαστική διαδρομή του Βασίλη Αλεξίου

Ο σεφ και οινοποιός μας ταξιδεύει από τη Σαντορίνη στο Παρίσι, στο Μarais, όπου είχε μια πολύ επιτυχημένη μακρόχρονη πορεία ως ένας από τους δημιουργούς του ρεύματος του bistronomie. Τώρα βρίσκεται στη Σάμο όπου φτιάχνει κρασιά τα οποία εκφράζουν την προσωπικότητά του και τον χαρακτήρα του, με σκοπό να τα απολαμβάνει ο κόσμος με το φαγητό του, μαζί με άλλους ανθρώπους.
THE LIFO TEAM
Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT
Τραπέζι κάτω από την κληματαριά

Γεύση / Τραπέζια κάτω από βαθύσκιωτες κληματαριές. Αυτό είναι το καλοκαίρι

Σκάροι με μπάμιες μαγειρεμένα στον χυμό των ανώριμων σταφυλιών από την κληματαριά της αυλής μας, σκορπιοί μακαρονάδα με ρόγες των ώριμων τσαμπιών, καθώς και αρνάκι κοκκινιστό με γλυκόξινες αγουρίδες. Αυτές είναι οι γεύσεις που αξίζουν τον ίσκιο της κληματαριάς.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Αν ζούσε ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, το ελληνικό κρασί θα ήταν διαφορετικό

Το κρασί με απλά λόγια / Αν ζούσε ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, το ελληνικό κρασί θα ήταν διαφορετικό

Ένα podcast από την Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και τον Παναγιώτη Ορφανίδη αφιερωμένο σε έναν πιονέρο του ελληνικού αμπελώνα, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
THE LIFO TEAM