Η ελληνικότητα του Χρήστου Γιανναρά

Η ελληνικότητα του Χρήστου Γιανναρά Facebook Twitter
Για μένα λοιπόν η σκέψη του Γιανναρά –και πάνω από όλα το πώς «εφάρμοσε» τις θεολογικές ή φιλοσοφικές του αναφορές σε μια ολική πολιτισμική και κοινωνική κριτική– αντιπροσωπεύει μια εθνορομαντική κριτική της νεωτερικότητας.
0


ΕΙΜΑΣΤΕ, ΙΣΩΣ, ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΙ
 να μιλήσουμε για έναν άνθρωπο στον οποίο η χριστιανική μαρτυρία ήταν αδιαχώριστη από τη σκέψη για την πολιτεία και την κοινωνία. Εννοώ εδώ όσοι και όσες δεν μετέχουμε σε αυτό που ο Γιανναράς ονόμαζε «ευχαριστιακή κοινότητα» και λογοδοτούμε σε πολύ διαφορετικές πηγές νοήματος και πολιτιστικά κοιτάσματα. 

Αν αναλογιστούμε όμως πως ο εκλιπών υπήρξε πολυσχιδής, τότε όχι μόνο επιτρέπονται αλλά κατά κάποιον τρόπο επιβάλλονται οι δημόσιες, κριτικές αποτιμήσεις. Αυτές οι δημόσιες αποτιμήσεις λογικά διαφέρουν από το εξειδικευμένο θεολογικό και φιλοσοφικό σχόλιο, καλό είναι όμως να μην ταυτίζονται και με μια ρηχή πολιτικολογούσα προσέγγιση. Πολλά ήδη ειπώθηκαν και γράφηκαν εν θερμώ, τόσο από ανθρώπους που τον είχαν περίπου ως μέντορα όσο και από τη σκοπιά της αμφισβήτησης και της κατάκρισης. Θέματα όπως η συμβολή του στις θεολογικές σπουδές ή ο τρόπος που διάβασε την ελληνική παράδοση είναι φυσικά σύνθετα και δεν μπορούν να συνοψιστούν σε ένα κείμενο χιλίων λέξεων.

Για μένα λοιπόν η σκέψη του Γιανναρά –και πάνω από όλα το πώς «εφάρμοσε» τις θεολογικές ή φιλοσοφικές του αναφορές σε μια ολική πολιτισμική και κοινωνική κριτική– αντιπροσωπεύει μια εθνορομαντική κριτική της νεωτερικότητας. Είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές ενσαρκώσεις ενός ρεύματος που επιδιώκει να δει την ελληνικότητα ως έναν πολιτισμό της πράξης, ικανό να δώσει απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα της σύγχρονης ζωής. Οι πνευματικές πηγές αυτής της κριτικής είναι τόσο ελληνορθόδοξες όσο και αμιγώς δυτικοευρωπαϊκές, αφού ξέρουμε ότι κυρίως εντός Δύσης έχει αναδυθεί και ξετυλιχτεί η πιο ριζική κριτική της Δύσης. Για παράδειγμα, το μαστίγωμα του καρτεσιανού ατομικισμού, της ωφελιμιστικής ηθικής και του ορθολογιστικού πνεύματος είναι τόσο παλαιές υποθέσεις όσο ο γερμανικός ρομαντισμός του 1800, οι νιτσεϊκές γραφές αλλά και η πλούσια γραμματεία που βρίσκουμε σε συγγραφείς με καθολικές αναφορές. Στο φόντο υπάρχει επίσης μια δυτική φιλοσοφία του προσώπου (ο περσοναλισμός) που στη διάρκεια του Μεσοπολέμου έκανε διμέτωπο αγώνα κατά του «υλιστικού φιλελευθερισμού» και του «μαρξιστικού οικονομισμού» χάριν των ζωντανών προσώπων. Όλα τούτα και φυσικά τα υπαρξιακά και ερμηνευτικά ρεύματα της φιλοσοφίας (που κατατείνουν στην αποδόμηση της ιδέας ενός αυτάρκους ατόμου-μοναχικής συνείδησης) είναι πολιτισμικά προϊόντα της «Δύσης» και συνυπάρχουν μέσα στα γιανναρικά κείμενα, μαζί με τις γνωστές ρωσικές και πατρώες αναφορές του.

Με κάποιον τρόπο, ο Γιανναράς προσπάθησε να συνομιλήσει με όλα αυτά τα ρεύματα κριτικής στον δυτικό ανθρωπισμό και ατομικισμό, μέσα όμως από πηγές του λεγόμενου ελληνικού βιώματος ή αυτού που ονόμαζε «ελληνικό τρόπο».

Κάτι προσωπικό: πρωτοδιάβασα τον Γιανναρά όταν το 1989 αποφάσιζα ως θέμα της διδακτορικής μου διατριβής την κριτική της τεχνολογίας και της νεωτερικότητας στον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Υπήρξε μάλιστα και μια παρεξήγηση γιατί στο κείμενο που παρέδωσα δεν είχα συζητήσει το βιβλίο του για τη σχέση μεταξύ Χάιντεγκερ και Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Από τότε είχα την αίσθηση πως πολλά από όσα συναντούσα στους Γάλλους χαϊντεγκεριανούς στοχαστές αλλά και σε άλλα φιλοσοφικά πνεύματα με θεολογική παιδεία είχαν συγγένεια τόνων και πνεύματος με τους συλλογισμούς του Γιανναρά. Και επειδή δεν διάβαζα μόνο νεομαρξιστές φιλόσοφους (αν και αριστερός), δυσκολευόμουν τότε να δω ως «σκάνδαλο» το να διδάσκει φιλοσοφία ένας άνθρωπος με θεολογικές αναφορές και συμμετοχή στο «εκκλησιαστικό γεγονός» (άλλη γνωστή του έκφραση). Φυσικά, ο κύκλος μέσα στον οποίο κινούμασταν τότε, με τη σημαντική μορφή του Κοσμά Ψυχοπαίδη, ήταν στην αιχμή αυτής της εναντίωσης στον Γιανναρά, στη βάση της θέσης ότι ένας θεολόγος δεν μπορεί να διδάσκει φιλοσοφία γιατί η φιλοσοφία, και ειδικά η νεωτερική, περιέχει πάντα μια ριζική κριτική της θρησκείας.

Από την άλλη, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα υπήρξε ένα κλίμα ριζοσπαστικής κριτικής στη (δυτική) φιλοσοφία του υποκειμένου και στη μεταφυσική της βεβαιότητας. Αυτή η κριτική –διάσπαρτη σε πανεπιστήμια και χώρους της Ευρώπης και των ΗΠΑ– είχε πολλά παρακλάδια, γλωσσικές οικογένειες και διακριτές ευαισθησίες. Με κάποιον τρόπο, ο Γιανναράς προσπάθησε να συνομιλήσει με όλα αυτά τα ρεύματα κριτικής στον δυτικό ανθρωπισμό και ατομικισμό, μέσα όμως από πηγές του λεγόμενου ελληνικού βιώματος ή αυτού που ονόμαζε «ελληνικό τρόπο».

2

Από εδώ πιστεύω αρχίζουν τα σοβαρότερα προβλήματα και μια πορεία με πολλά αρνητικά (κατά τη γνώμη μου) γνωρίσματα. Πολιτικά, αυτό το οδοιπορικό είχε εξαρχής μια παραδοξότητα. Για παράδειγμα, ο Γιανναράς ισχυριζόταν πάντα ότι η σκέψη του είναι κοινωνιοκεντρική και με κάποιον τρόπο έθετε σε αμφισβήτηση την επικυριαρχία του αγοραίου οικονομισμού – την αφηρημένη κατασκευή μιας πολιτικής οικονομίας. Ωστόσο, οι πρακτικές του κρίσεις ήταν σχεδόν πάντα (με κάποιες εξαιρέσεις) πολύ εχθρικές προς την αριστερά, τόσο την αριστερά των δικαιωμάτων όσο και αυτή των ταξικών-υλικών διεκδικήσεων. Για τον Γιανναρά η αριστερά ήταν απλώς μια ακραία έκφανση του ίδιου του δυτικού ατομικισμού, μια μηδενιστική παρόξυνση του ίδιου του Homo occidentalis. Και ως προς αυτό, θύμιζε κριτικές σαν αυτές του Γάλλου Ζαν-Κλοντ Μισεά ή του Κρίστοφερ Λας, μοτίβα που είναι παρόντα στη Δύση εδώ και δεκαετίες. Τελικά, η μετάφραση της γιανναρικής σκέψης θα γείρει σε μια δυσφορική, αφοριστική κατεύθυνση, εκφρασμένη με μια γλώσσα ποιητικής ευφορίας. Για μένα ωστόσο το μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με τον δημόσιο στοχασμό του Γιανναρά δεν ήταν η απαισιόδοξη ανθρωπολογία του για τον σύγχρονο πολιτισμό και τις κλίσεις του. Στο κάτω-κάτω, ποικίλες εκδοχές κριτικής απαισιοδοξίας κυριαρχούν σε στοχαστές και δημόσιους διανοούμενους που δεν έχουν καμιά σχέση με ορθοδοξίες και κοινοτισμούς. Και από μια άποψη, μια σκεπτικιστική και κριτική στάση είναι προτιμότερη από την αφελή και ιδιοτελή ενίοτε αισιοδοξία των συναινετικών διανοούμενων.

Υπήρξε όμως, ιδίως μετά τη δεκαετία του '80, ένα διαιρετικό σχήμα που έκανε τη σκέψη του Γιανναρά πολύ ευάλωτη στον συντηρητικό δογματισμό. Η φιλοσοφία της αγαπητικής ελπίδας (ο ερωτικο-οντολογικός ορίζοντας της σκέψης του) διαπότιζε μια ερεβώδη πολιτισμική απαξίωση της νεοελληνικής κοινωνίας και του κράτους, από όπου δεν σωζόταν τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Η περιβόητη περιφρόνηση για το «ελλαδικό κρατίδιο» έγινε γρήγορα μέθοδος κακοχαρακτηρισμού των πάντων, από τα πολιτικά κόμματα και τα συνδικάτα μέχρι συνολικά τη λεγόμενη «φραγκολεβαντίνικη» συνείδηση, ως διεστραμμένα εγωιστική σχέση με τον κόσμο.

Σε αυτήν τη μάχη του με το φάντασμα μιας ενιαίας, αρνητικής και πνευματικά ιμπεριαλιστικής Δύσης ο Γιανναράς θα θυσιάσει τους χυμούς της πρώιμης σκέψης του. Το σταθερό υπόστρωμα κάθε ρομαντικού συντηρητισμού στην Ευρώπη, τόσο στη Δύση όσο και στην ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, είναι η αποθέωση της παλλόμενης λαϊκής κοινότητας και η δαιμονοποίηση όλων των «τεχνητών» πολιτικών κατασκευών (του μοντέρνου κράτους, των αντιπροσωπευτικών θεσμών). Το πλαίσιο αυτό πλακώνει διαρκώς τον λόγο του Γιανναρά με τρόπο που σταδιακά γίνεται πιο ασφυκτικός στην απολυτότητά του. Και ενώ η μια πτυχή του εγχειρήματος επιδίωκε να αποδομήσει τη δογματική και περίκλειστη ηθικολογία, η άλλη πλευρά του Γιανναρά θα γλιστρήσει σε μια πολεμική που δεν αφήνει και πολλά ανοιχτά παράθυρα.

3

Φυσικά κάποιοι (νεο)φιλελεύθεροι σχολιαστές που γράφουν τώρα αρνητικά για τον Γιανναρά φαίνεται να λησμονούν τα κοινά μεταξύ τους σημεία. Αν και ο εκλιπών απεχθανόταν φιλοσοφικά τη λογική των δικαιωμάτων, επί χρόνια έγραφε τα χειρότερα για τη δημοσιοϋπαλληλία και τον κρατισμό. Εκθείαζε, επίσης, την αριστεία, έβρισκε πάντα αντικοινωνικές τις απεργίες και μηδενιστική την όποια διαμαρτυρία ενδιαφερόταν για οικονομικά-μισθολογικά αιτήματα. Όπως και κάποιοι συντηρητικοφιλελεύθεροι δημοσιολόγοι και σχολιαστές, πίστευε πως ο «ιστορικός υλισμός» είναι η κυρίαρχη ιδεολογία και το πνεύμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, μιας Ελλάδας που για τον Γιανναρά ήταν πλέον τελειωμένη υπόθεση, εκτός αν την έσωζε το ήθος και η αρχοντιά «λίγων γενναίων». 

Ο λόγος του Γιανναρά έγινε ένα τέχνασμα σύγκρισης μεταξύ μιας συνθήκης πνευματικού μεγαλείου και λαϊκής άνθισης (πριν από το ελληνικό κράτος και τους επείσακτους θεσμούς του) και μιας κατάστασης εκπεσμού και βαρβαρότητας. Οι αποχρώσεις μειώνονταν, οι τελεσίδικες αποφάνσεις πολλαπλασιάστηκαν και στο τέλος ακόμα και ο Δαρβίνος ταυτίστηκε με μια πιθηκόμορφη, παρακμιακή ανθρωπότητα.

Η κοινωνική-πολιτισμική κριτική του Γιανναρά επέστρεφε διαρκώς στην εξιδανικευμένη ιδέα μιας μαγιάς «εύψυχων Ελλήνων» που σώζουν τον πολιτισμό από τη βαρβαρότητα και το έθνος από την κατάρρευση του ίδιου του κράτους. Έχω συζητήσει αλλού (στο δοκίμιό μου «Κοινότοπη χώρα») τη στάση αυτή που βλέπει το «λίγο» της χώρας ως κρυμμένο πλούτο, τη φτώχεια ως αρχοντιά και την περιφερειακή θέση ως προνόμιο μιας αγαθής ελληνότροπης οικουμενικότητας απέναντι στην εγκληματική παγκοσμιότητα της Δύσης. Είναι, πράγματι, μια κριτική που δεν ενδιαφέρεται για θέματα ισότητας ή κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά περισσότερο για την αρετή της αυθεντικότητας και ένα είδος πολιτικής της ψυχής. Παρ' όλα αυτά, ο Γιανναράς των πρώτων δεκαετιών υπερασπίστηκε έναν χριστιανισμό της σάρκας και μια φιλοσοφία του προσώπου που θα μπορούσε να μην προχωρήσει σε ισοπεδωτικά μονοπάτια. Θα μπορούσε να είναι ένας κριτικός συντηρητικός λόγος που θα απέφευγε τον στόμφο της αντιμοντέρνας ρητορείας. Έχω, δε, την εντύπωση (κάνω μια υπόθεση) ότι του στοίχισε πολύ η επίθεση που δέχτηκε –και ιδίως η αμφισβήτηση της επάρκειάς του ως δασκάλου φιλοσοφίας– από επιφανή πρόσωπα και φορείς της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς στα πανεπιστήμια της εποχής. Η ίδια η δεκαετία του '80 βιώθηκε ευρύτερα από πολλούς εθνορομαντικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες ως πολιτισμικό τραύμα, με πηγή προέλευσης τόσο τον πασοκικό μαζικοδημοκρατικό «λαϊκισμό» όσο και μια νεοδιαφωτιστική αριστερά που θα τη θεωρήσουν εθνομηδενιστική δύναμη. Ο Γιανναράς είχε υποστεί στη νεότητά του το σοκ και τη συμβολική βία των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων και αργότερα θεώρησε πως έγινε στόχος ενός άλλου φανατισμού (από φιλελεύθερους, αριστερούς και «δυτικόφρονες» εκσυγχρονιστές).

Από εκεί και πέρα, ο δημόσιος διανοούμενος που κατακτά μια ορισμένη δημοφιλία και μιλάει στο κοινό του θα επαναλαμβάνει μονότονα τον βασικό καμβά της σκέψης του με όλο και πιο σκληρούς χαρακτηρισμούς και θυμό. Φυσικά, κάθε κοινωνικός κριτικός λόγος έχει ένα μερίδιο εμπάθειας, γιατί δεν υπάρχει αμερόληπτη, ψύχραιμη και πάντοτε πολιτισμένη γραφή, ιδίως σε μια εποχή αλλεπάλληλων κρίσεων και μεγάλων ρηγμάτων. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε πως ο τρόπος με τον οποίο ο Γιανναράς θα καταγγείλει διάφορα δεινά οδηγεί σε μια εθνορομαντική ουτοπία με αιχμή μια ανεύρετη, φασματική ελληνικότητα. Ακόμα και η κριτική του στον πολιτικό εθνικισμό και στη στενόμυαλη πατριδοκαπηλία της θεσμικής Εκκλησίας εντάσσεται σε μια αντίληψη περί ελληνικής οικουμενικότητας που παρουσιάζεται πάντα ως ο αυθεντικός τρόπος του βίου μας απέναντι σε μια παρακμιακή Δύση και μια δεσποτική Ασία. Η ιδέα μιας εναλλακτικής καθ’ ημάς Ανατολής που υποτίθεται ότι θα μας δωρίσει και πολιτική διέξοδο έγινε ένας αψύς δογματισμός, κατακεραυνώνοντας σχεδόν τους πάντες ως ολίγιστους και κρετίνους. Εδώ το πένθος για τη χαμένη ελληνικότητα έγινε ένα μελαγχολικό άγχος με το οποίο αδικείται οτιδήποτε έρχεται μετά τον Σεφέρη, τον Πικιώνη, τους «δασκάλους του γένους», τη λαϊκή αρχιτεκτονική κ.λπ.

Ο λόγος του Γιανναρά έγινε ένα τέχνασμα σύγκρισης μεταξύ μιας συνθήκης πνευματικού μεγαλείου και λαϊκής άνθισης (πριν από το ελληνικό κράτος και τους επείσακτους θεσμούς του) και μιας κατάστασης εκπεσμού και βαρβαρότητας. Οι αποχρώσεις μειώνονταν, οι τελεσίδικες αποφάνσεις πολλαπλασιάστηκαν και στο τέλος ακόμα και ο Δαρβίνος ταυτίστηκε με μια πιθηκόμορφη, παρακμιακή ανθρωπότητα.

4

O θάνατος του Χρήστου Γιανναρά δεν μπορεί πάντως να είναι μια αφορμή λεκτικών κατεδαφίσεων ή εγκωμιαστικών παιάνων. Χρειαζόμαστε περισσότερες κριτικές αποτιμήσεις και λιγότερες μονότονες καταδίκες ή κολακευτικά παχιά λόγια. Για τη δική μου αίσθηση των πραγμάτων, ο στοχασμός του Γιανναρά είχε πάρει έντονη κλίση προς μια αριστοκρατική και αντιδημοκρατική πολιτική φιλοσοφία, στηριγμένη, παραδόξως, σε μια ποιητική ενόραση του έρωτα και της σχέσης. Το ένα σκέλος δυνάμωσε υπερβολικά, ενώ το άλλο έμεινε στάσιμο, σαν ένα καλλιεπές σχόλιο πάνω στον καμβά της γενιάς του '30 περί ελληνικότητας. Ένας ιδιαίτερος ρομαντικός συντηρητισμός με αιχμηρούς τόνους και πνεύμα πολεμικής θα γεννήσει περισσότερες παρεξηγήσεις με τον καιρό.

Για ένα πράγμα δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Γιανναρά: πως του έλειπε το πάθος. Από αυτή την άποψη, πράγματι, δεν ήταν ο τύπος του ακαδημαϊκού φιλοσόφου, του καθηγητή πανεπιστημίου που διδάσκει φιλοσοφία. Στάθηκε ανυποχώρητα πολεμικός παρά διπλωμάτης. Και η πραότητα (την οποία τονίζουν κάποιοι) ήταν ένας τόνος της φωνής και όχι η αντιμετώπιση των αντιπάλων και των εχθρών, που για τον Γιανναρά κόμιζαν όλα τα δεινά του κόσμου. Και αυτό το στοιχείο προσφέρει πολλές ευκαιρίες εκφραστικής δεινότητας, αλλά είναι και παγίδα στην οποία κάποιος επενδύει τον ναρκισσισμό του (ιδίως αν είναι συγγραφέας και ομιλητής χαρισματικός).

Απομένει εν τέλει στους θεολόγους ή στους φιλοσόφους της θρησκείας να κάνουν τις δικές τους αποτιμήσεις ενός έργου. Το βέβαιο είναι πως η σκέψη του Γιανναρά (αδιαχώριστη από το πρόσωπο και τη δημόσια παρουσία του) ανήκει στο πεδίο της ελληνικής ιδεολογίας και των μεταμορφώσεών της. Μια κριτική της ελληνικής ιδεολογίας θα είναι όμως πάντα κάτι διαφορετικό από το ξήλωμα της όποιας πνευματικής φυσιογνωμίας ή τους οπαδικούς διθυράμβους των social media

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Χρήστος Γιανναράς: «Το μεγαλύτερο δώρο στη ζωή είναι ν’ αγαπήσεις και ν’ αγαπηθείς»

Άκου την επιστήμη / Χρήστος Γιανναράς: «Το μεγαλύτερο δώρο στη ζωή είναι ν’ αγαπήσεις και ν’ αγαπηθείς»

Πόσο αφορά τους πολίτες σήμερα η πολιτική; Έχει νόημα η πίστη στις θρησκείες στις μέρες μας; Και γιατί το σχολείο έχει εξελιχθεί σε ό,τι πιο παρακμιακό υπάρχει; Ο διακεκριμένος φιλόσοφος και στοχαστής, Χρήστος Γιανναράς, απαντά.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Έωλο»: Ο Δημήτρης Δημητριάδης κρίνει το νέο βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά «Γρίφος θανάτου»

Iδέες / «Έωλο!»: Ο Δημήτρης Δημητριάδης κρίνει το νέο βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά «Γρίφος θάνατος»

«Ο κ. Γιανναράς, με την προσεγμένη στην διατύπωσή της γραφή του, είναι ολοφάνερο ότι προσπαθεί να δώσει εμβληματικό κύρος στο έωλο περιεχόμενο τού βιβλίου του, να τού προσδώσει άφθαρτη διάσταση αναμφίβολου, θείου κηρύγματος.»
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κοινωνική κατοικία: Μπορεί το παράδειγμα της La Borda να εφαρμοστεί στην Αθήνα;

Συνεταιριστική κατοικία / Μπορούμε να αντιγράψουμε τη Βαρκελώνη και να λύσουμε το στεγαστικό;

Ενώ στην Ευρώπη παρατηρείται αναζωπύρωση των συνεταιριστικών στεγαστικών κινημάτων, στην Ελλάδα, ειδικά στην Αθήνα, η στεγαστική κρίση οξύνεται. Το παράδειγμα της La Borda στη Βαρκελώνη θα μπορούσε να δώσει τη λύση, χρειάζεται όμως πολιτική βούληση.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
«Ο Άγνωστος Στρατιώτης στη μάχη της πολιτικής εικόνας»

Βασιλική Σιούτη / Ο Άγνωστος Στρατιώτης στη μάχη της πολιτικής εικόνας

Η κυβέρνηση αξιοποίησε τη ρύθμιση για τη φύλαξη του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη για να αλλάξει την πολιτική ατζέντα και να ενισχύσει την απήχησή της στο συντηρητικό κοινό, παρά τις διαφοροποιήσεις ακόμη και μέσα στην κυβερνητική παράταξη.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
Λίγες λέξεις για τον Διονύση Σαββόπουλο

Οπτική Γωνία / Λίγες λέξεις για τον Διονύση Σαββόπουλο

«Ό,τι όμως και αν υπήρξε ο Διονύσης Σαββόπουλος, είχε τη δόνηση, τον λοξό τόνο, μια διάθεση μεταμόρφωσης και γιορτής. Επέστρεφε σε μια πάμφωτη αυλή, περιμένοντας τους φίλους, το νόημα της συνάθροισης».
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
ΕΠΕΞ Στην εποχή του Οφθαλμού

Ιλεκτρίσιτυ / Στην εποχή του Οφθαλμού

Οι κρίσεις ευνοούν την εξουσία, διατηρώντας ένα επίπεδο φόβου μες στην κοινωνία, νομιμοποιώντας μέτρα που ανακουφίζουν τον φόβο αυξάνοντας τον έλεγχο, και δημιουργώντας ευκαιρίες για τη διοχέτευση του κεφαλαίου.
ΧΑΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗΣ
Μετά τα ερείπια της Γάζας: ποιος μπορεί να χτίσει ξανά την ελπίδα;;

Οπτική Γωνία / Η Γάζα μετά τον πόλεμο: Υπάρχει ελπίδα;

Η καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ και μέλος του Κέντρου Ερευνών για το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, Μαρία Γαβουνέλη, αναλύει τις προκλήσεις της ανοικοδόμησης, τον ρόλο της Ευρώπης και της Ελλάδας και το αβέβαιο μέλλον μιας λύσης δύο κρατών.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πόσοι ηλικιωμένοι ζουν μόνοι και κανείς δεν τους αναζητά;

Ακροβατώντας / Πόσοι ηλικιωμένοι ζουν μόνοι και κανείς δεν τους αναζητά;

Οι μοναχικοί θάνατοι ηλικιωμένων ανθρώπων είναι ένα φαινόμενο που ολοένα εντείνεται και στη χώρα μας, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ας μπει στον δημόσιο διάλογο, μήπως πειστούν οι αρμόδιοι ότι πρόκειται για ένα σοβαρό θέμα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ
Πελοπόννησος: Σιδηρόδρομος ή ποδηλατόδρομος;

Ρεπορτάζ / Πελοπόννησος: Σιδηρόδρομος ή ποδηλατόδρομος;

Η προκήρυξη διαγωνισμών για την εκπόνηση μελετών που αφορούν τη χρήση της ιστορικής σιδηροδρομικής γραμμής Πελοποννήσου ως ποδηλατοδρόμου έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις για την οριστική απώλεια μιας εμβληματικής υποδομής με υψηλή ιστορική, τουριστική και συγκοινωνιακή αξία.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ
Πολιτική κινητικότητα που δεν αλλάζει τίποτα 

Οπτική Γωνία / Πολιτική κινητικότητα που δεν αλλάζει τίποτα 

Οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν ξανά τη φθορά εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα, με κυβέρνηση και αντιπολίτευση να δείχνουν ανήμπορες να ανατρέψουν το κλίμα απαξίωσης, όπως και οι νέοι παίκτες – που είναι παλιοί. 
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
«Ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζ. κάνει επίθεση στη δημόσια υγεία»

Υγεία / «Ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζ. κάνει επίθεση στη δημόσια υγεία»

Δημήτρης Δασκαλάκης: Ο διακεκριμένος ελληνικής καταγωγής λοιμωξιολόγος, που παραιτήθηκε πρόσφατα από επιτελική θέση  καταγγέλλοντας το υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ για εξωθεσμικές πιέσεις και αντιεπιστημονικές πρακτικές, μιλά για την απόφασή του, τη δημόσια υγεία στην Αμερική, τον Covid, τον HIV αλλά και την αφύπνιση του επικίνδυνου «ιού» του φασισμού.   
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιατί η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει τη «φέτα ΠΟΠ»;

Ρεπορτάζ / Γιατί η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει τη «φέτα ΠΟΠ»;

Πάνω από 312.000 θανατώσεις ζώων, φόβοι για lockdown και απειλή για μείωση των εξαγωγών του εθνικού προϊόντος μας εξαιτίας της ευλογιάς των προβάτων. Εμβολιασμός ή εκρίζωση του ιού; Ειδικοί μιλούν στη LiFO για το τι διακυβεύεται πραγματικά.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Yπήρξε έστω και μία μέρα τα τελευταία 15 χρόνια που δεν μπήκες Instagram; Δεν υπήρξε. Δεν είσαι ο μόνος.

Social Media / Yπήρξε έστω και μία μέρα τα τελευταία 15 χρόνια που δεν μπήκες Instagram; Δεν υπήρξε. Δεν είσαι ο μόνος.

Kαθορίζει την εικόνα μας, τη διάθεσή μας, τα οικονομικά μας, καθορίζει τον τρόπο που ζούμε. Θα έλεγε κανείς πως, μετά την έλευσή του, μια πετυχημένη selfie, σαν την περίφημη selfie των Oscar του 2014, αλλάζει τον μικρόκοσμο που ζούμε. Ο Χαράλαμπος Τσέκερης, κύριος ερευνητής ΕΚΚΕ και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής & Τεχνοηθικής, αναλύει το φαινόμενο Instagram.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Αυτό που πραγματικά συνδέει τα κινήματα διαμαρτυρίας της Γενιάς Ζ ανά τον πλανήτη

Οπτική Γωνία / Αυτό που πραγματικά συνδέει τα κινήματα διαμαρτυρίας της Γενιάς Ζ ανά τον πλανήτη

Το κόστος ζωής, η ανισότητα, η διαφθορά, ο νεποτισμός, η βιαιότητα των δυνάμεων καταστολής: αυτά είναι τα ζητήματα που απασχολούν τα κινήματα της Γενιάς Ζ και όχι τόσο τα memes ή τα καρτούν.
THE LIFO TEAM