ΗΜΟΥΝ ΣΤΟ ΠΙΣΩ ΜΠΑΛΚΟΝΙ και προσπαθούσα να το καθαρίσω, να γυαλίσω τα πλακάκια, να τρίψω τα παντζούρια, να περάσω κι ένα χέρι τα κάγκελα. Στα ηχεία παίζει ένα podcast για τη μυστηριώδη δολοφονία του Ταχτσή. Η ώρα ήταν περίπου 19:00, όταν στο κινητό μου έσκασε ένα sms
«T kns kvl m? Avrio s erxm Athina».
Τα γνωστά reunion του Δεκαπενταύγουστου.
Η Σουσού έχει πιάσει θέση κοντά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας και με κοιτάζει με δέος να τρίβω με μανία κάθε ίχνος λεκέ από το μπαλκόνι, λες και προσπαθώ να καλύψω τα ίχνη του εγκλήματός μου. Στα έξι χρόνια που μένουμε μαζί δεν της έχω επιτρέψει ποτέ να βγει στο πίσω μπαλκόνι.
Δεν περιμένω τίποτα. Ούτε καν τον Σεπτέμβριο δεν περιμένω, που έτσι κι αλλιώς δεν τον χωνεύω, πρώτον επειδή είναι ο μήνας έναρξης της σχολικής χρονιάς, και αυτό από μόνο του είναι ένα ασυγχώρητο έγκλημα, και δεύτερον επειδή είναι και ο μήνας των μισητών μου γενεθλίων.
Η ιστορία του Ταχτσή είναι ακόμα ζωντανή στην Αθήνα: το ερειπωμένο σπίτι του, λίγοι άνθρωποι που τον γνώρισαν, τα βιβλία του, η μυθολογία γύρω από τον βίο και την πολιτεία του.
Σκέφτομαι τις καλιαρντές φιλενάδες μου που τις αποκαλώ «μωρή Ταχτσού»∙ παλιά με αποκάλεσε κι εμένα έτσι μια φιλενάδα. Είναι σαν ένα καλιαρντό βάπτισμα που περνάει από γενιά σε γενιά στους κουίρ τρανς καλλιτεχνικούς κύκλους.
Είχα ανέβει στη σκάλα για να καθαρίσω το κλιματιστικό όταν άκουσα κι άλλη ειδοποίηση στο κινητό και τη φωνή μιας άγνωστης γειτόνισσας από τον δεύτερο της απέναντι πολυκατοικίας να με μαλώνει:
«Σε έχουν γεμίσει κουτσουλιές τα βρομόπουλα».
«Με αγαπάνε πολύ», της απαντάω.
«Τώρα τρίβεις όμως, αντί να ’σαι σε καμιά παραλία αυγουστιάτικα».
«Αγάπη χωρίς πείσματα δεν έχει νοστιμάδα», της λέω και σκέφτομαι ότι δεν θέλω να είμαι σε κάποια παραλία. Θέλω να είμαι στο πίσω μπαλκόνι και να τρίβω κουτσουλιές.
Γιατί αν με ρωτήσεις σε ποια παραλία θα ήθελα να είμαι, δεν θα ξέρω να σου πω καν το όνομά της, ούτε πού ακριβώς είναι. Θα ερχόμουν μόνο για να σε δω. Κατέβηκα τη σκάλα και έπιασα το κινητό.
Το sms γράφει: «Πέθανε η Αφροδίτη. Η ξανθιά που έφτιαχνε κοσμήματα και τα πουλούσε στην Αδριανού. Λένε ότι είχε καρκίνο. Μπορεί και να αυτοκτόνησε. Την ήξερες;»
Αμφιλεγόμενες ζωές, αμφιλεγόμενοι θάνατοι.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι η ατμόσφαιρα στην Κυψέλη, εκτός από αυγουστίλα, μυρίζει αποκαΐδια και θάνατο. Από το Κρυονέρι ; Ίσως από την Πάτρα; Ίσως από τη Χίο;
Πάντως καιγόμαστε. Κυριολεκτικά καιγόμαστε καθημερινά. Δεν έχω τίποτε άλλο να περιμένω εκτός από εσένα.
Τα παιδιά στην Παλαιστίνη, εκτός από την ανθρωπιστική βοήθεια και το τέλος της φρίκης, περιμένουν και τον Πάπα. Τον κάλεσε η Μαντόνα να επισκεφθεί τη Γάζα.
Οι πυροσβέστες που τώρα προσπαθούν να σβήσουν τις φωτιές τον χειμώνα θα τρώνε ξύλο από τα ΜΑΤ.
Δεν περιμένω τίποτα. Μόνο να στεγνώσει το μπαλκόνι από το πρώτο χέρι. Θα το περάσω κι ένα με χλωρίνη. Ούτε καν τον Σεπτέμβριο δεν περιμένω, που έτσι κι αλλιώς δεν τον χωνεύω, πρώτον επειδή είναι ο μήνας έναρξης της σχολικής χρονιάς, και αυτό από μόνο του είναι ένα ασυγχώρητο έγκλημα, και δεύτερον επειδή είναι και ο μήνας των μισητών μου γενεθλίων.
Δεν τον θέλω τον Σεπτέμβριο ούτε τον Οκτώβριο. Θέλω από τον Αύγουστο να πάμε κατευθείαν στον Νοέμβριο. Θέλω μόνο ένα reunion μαζί σου τον Αύγουστο, για να μπορώ να επιβιώσω τον χειμώνα.
Άλλοι θέλουν διακοπές∙ οι περισσότεροι θέλουν και δεν έχουν λεφτά να τις πληρώσουν, τουλάχιστον έτσι είπαν στις ειδήσεις. Εγώ δεν θέλω τίποτα.
Θέλω μόνο εσένα τον Αύγουστο και θα είμαι ευγνώμων για το καλοκαίρι μου.
Θα έχω περάσει τον πιο γαμάτο Αύγουστο πάνω σου, δίπλα σου κι απέναντί σου. Θα έχω ακούσει να τρέχει το νερό πάνω σου στο ντους όσο θα χορεύω μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του σαλονιού. Θα λάμπεις βρεγμένος σαν πυγολαμπίδα σε σχήμα αρκούδας και θα σε συναντήσω ξανά στο ίδιο ξέφωτο.
Τα μεγαλύτερα εγκλήματα γίνονται τον Αύγουστο. Εσύ κι εγώ. Η δολοφονία του Ταχτσή που παραμένει ανεξιχνίαστη. Ένα πάρτι σε ένα ξέφωτο. Ένα τελευταίο φιλί. Η Ελλάδα που καίγεται. Στοπ. Σε φιλώ. Στοπ. Είμαι στην Κυψέλη και σε περιμένω. Στοπ.