ΜΕΤΑ ΤΗΝ «7η Οκτωβρίου» ζω σε ένα παράξενο μέρος. Όχι σε κάποιον φυσικό τόπο, αλλά σε μια κατάσταση. Σε ένα καθαρτήριο. Παγιδευμένος ανάμεσα σε δύο κόσμους που και οι δύο μου λένε: δεν ανήκεις εδώ.
Στο Ισραήλ με μισούν επειδή αντιτίθεμαι σε έναν πόλεμο που πολλοί λένε ότι δεν υποστηρίζουν – αλλά εξακολουθούν να τον δικαιολογούν ως απαραίτητο. Στο εξωτερικό δεν είμαι πλέον ευπρόσδεκτος, καθώς «όλοι οι Ισραηλινοί είναι έποικοι». Είμαι πολύ Ισραηλινός για να είμαι θύμα και πολύ αντιφρονών για να είμαι πατριώτης. Ζω στην εξορία, ακόμη και όταν βρίσκομαι στην πατρίδα μου.
Έχω μιλήσει δημόσια εναντίον αυτού του πολέμου – από την αρχή. Ως θεατρικός σκηνοθέτης, έχω σκηνοθετήσει έργα που είναι πολύ φορτισμένα πολιτικά για να ανέβουν στο Ισραήλ, καθώς και την αγγλόφωνη πρεμιέρα ενός θεατρικού έργου για την πολιορκία της Γάζας. Δεν υπηρέτησα στον στρατό, ως αντιρρησίας συνείδησης, και έχω ταχθεί κατά της Κατοχής εδώ και χρόνια. Τίποτα από αυτά όμως δεν φαίνεται να έχει σημασία. Είμαι Ισραηλινός, και αυτό λειτουργεί ως ετυμηγορία.
Κάθε πρωί, βγάζοντας βόλτα τον σκύλο της φίλης μου στην Αθήνα, προσπαθούσα να νιώθω κανονικός. Αλλά τα γκράφιτι ήταν παντού. Κάποια από αυτά ζητούσαν μια ελεύθερη Παλαιστίνη, κάτι που υποστηρίζω ολόψυχα. Κάποια άλλα όμως με έκαναν να παγώσω: «Σώσε μια ζωή. Σκότωσε έναν Σιωνιστή».
Σε ένα δείπνο με την ευρύτερη οικογένειά μου, μια συγγενής μου παραπονιόταν για τους Άραβες ντελιβεράδες. «Αυτοί οι Άραβες ξέρουν να κάνουν μόνο δύο πράγματα με τα πακέτα», είπε. «Να τα κλέβουν ή να τα ανατινάζουν».
Της είπα ότι αυτό που έλεγε ήταν ρατσιστικό. Αυτό άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Ξέσπασε σε μια διαμάχη γύρω από τον πόλεμο – όλοι ισχυρίζονταν ότι ήταν εναντίον του, παρότι ένα μέλος της οικογένειας είναι στρατιωτικός γιατρός και ένα άλλο επρόκειτο να καταταγεί άμεσα. «Εσύ τι δουλειά έχεις εδώ;» με ρώτησε ο οικοδεσπότης. «Με ποιο δικαίωμα μιλάς αφού δεν υπηρέτησες;».
Ο πατέρας μου προσπάθησε να με υπερασπιστεί: «Ο γιος μου είναι πολίτης. Ειρηνιστής. Μου είναι δύσκολο κάποιες φορές να δεχτώ τις απόψεις του, αλλά τις σέβομαι. Έχουμε δημοκρατία και έχει το δικαίωμα να μιλάει».
«Αν αυτό γινόταν στο σπίτι σας», ξέσπασε ο οικοδεσπότης, «θα σηκωνόμουν και θα έφευγα. Αλλά αυτό είναι το δικό μου σπίτι». Με άλλα λόγια: καλύτερα να πηγαίνετε.

Η διαδρομή με το αυτοκίνητο από την Ιερουσαλήμ πίσω στο σπίτι ήταν πάνω από μία ώρα. Κανείς μας δεν μίλησε. Ούτε εγώ. Ούτε η μητέρα μου. Ούτε ο πατέρας μου. Η σιωπή καθόταν στο πίσω κάθισμα, κρατώντας όλα όσα δεν ξέραμε πώς να πούμε.
Λίγες μέρες αργότερα, ένα από τα μέλη της οικογένειάς μου που ήταν στο δείπνο μού έστειλε μήνυμα το οποίο έλεγε ότι με τις απόψεις που έχω, θα έπρεπε να παραιτηθώ από την ισραηλινή μου υπηκοότητα. Μου είναι δύσκολο να τον κατακρίνω. Αισθάνεται παγιδευμένος σε μια πολύ δύσκολη θέση: είναι πατέρας ενός στρατιώτη που πολεμά σε έναν πόλεμο τον οποίο δεν υποστηρίζει, και επίσης τραυματισμένος από τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου. Ο θυμός του δεν είναι αφηρημένος – είναι προσωπικός, προστατευτικός, πραγματικός.
Μια εβδομάδα αργότερα, πήγα σε μια συναυλία στο Τελ Αβίβ με τον πατέρα μου. Ένα γυναικείο συγκρότημα που ονομαζόταν Ha'Ivriot –Εβραίες Γυναίκες– ερμήνευε μερικά από τα τραγούδια με τα οποία μεγάλωσα. Τα τραγούδια με τα οποία μεγάλωσε ο πατέρας μου. Όλο το κοινό τραγουδούσε μαζί τους. Και τότε, στη μέση ενός στίχου, άρχισα να κλαίω. «Τι θα γίνει μ’ αυτήν τη γλώσσα;» αναρωτήθηκα. «Τι θα γίνει με αυτή την κουλτούρα; Καταφέραμε να τα καταστρέψουμε όλα».
Στις αρχές της άνοιξης, βρέθηκα σ’ ένα πολιτιστικό συνέδριο στην Ευρώπη με επιφανείς συμμετέχοντες από όλο τον κόσμο που είχαν συγκεντρωθεί για να φανταστούν μαζί το κοινό μέλλον. Έφτασα αισιόδοξος. Έφυγα απογοητευμένος.
Τρεις συμμετέχοντες δεν μου μίλησαν ποτέ, δεν είχαν καν οπτική επαφή μαζί μου. Μόνο και μόνο επειδή ήμουν Ισραηλινός. Η αντίστασή μου στον πόλεμο, η καλλιτεχνική μου πορεία, η ακτιβιστική δράση μου – τίποτα από αυτά δεν αναγνωριζόταν πλέον. Στη συνέχεια, την προτελευταία ημέρα, κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας συνεδρίασης, ένας από αυτούς δήλωσε ότι νιώθει ψυχολογικά ανασφαλής στη συγκέντρωση επειδή, σύμφωνα με τα λόγια του, «ο δολοφόνος βρίσκεται στο δωμάτιο». Κατάλαβα αμέσως. Ο δολοφόνος ήμουν εγώ.
Δεν απάντησα. Τι να πω; Ότι είμαι «ένας από τους καλούς»; Δεν υπάρχει καμία φράση που να μπορεί να αλλάξει την απόφαση κάποιου που σε βλέπει ως «ανεπανόρθωτο». Οποιαδήποτε απάντηση θα ισχυροποιούσε απλώς την κατηγορία.
Λίγες ημέρες αργότερα, πέταξα στην Αθήνα για να βοηθήσω την κοπέλα μου –επίσης Ισραηλινή– να στήσει εδώ τη νέα της ζωή. Είχε εγκαταλείψει το Ισραήλ, μη μπορώντας να ζήσει με αυτό που είχε καταντήσει η χώρα μας. Έμεινα μαζί της για ένα διάστημα και προσπαθήσαμε να βρούμε κάτι που να μοιάζει με ρυθμό καθημερινότητας.

Ένας Έλληνας φίλος που διευθύνει μια ΜΚΟ με προσκάλεσε σε ένα πικνίκ στο πάρκο. Κάθισα σε μια κουβέρτα δίπλα σε έναν νεαρό καλλιτέχνη από το Κάιρο. Μιλήσαμε για την Αθήνα, για την τέχνη. Μου ήταν πολύ συμπαθής. Μετά με ρώτησε πού μένω. «Μεταξύ Ισραήλ και ΗΠΑ», απάντησα. Σηκώθηκε, χωρίς να πει λέξη, και έφυγε.
Αργότερα το ίδιο βράδυ, ένας Έλληνας θεατρικός σκηνοθέτης μου είπε: «Λυπάμαι, αλλά είμαι πολύ αναστατωμένος από την κατάσταση στη χώρα σας. Από τη γενοκτονία σας». Του είπα ότι μοιραζόμουν τα αισθήματά του. Ότι η φίλη μου είχε εγκαταλείψει το Ισραήλ εξαιτίας αυτού ακριβώς. Ότι έχω μιλήσει δημόσια ενάντια σ’ αυτό το καθεστώς. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Μπορούσα να δω τον μηχανισμό των προκαταλήψεων να βραχυκυκλώνει στο βλέμμα του. Δεν ήξερε τι να κάνει με την τρισδιάστατη υπόσταση του προσώπου που είχε μπροστά του.
Κάθε πρωί, βγάζοντας βόλτα τον σκύλο της φίλης μου στην Αθήνα, προσπαθούσα να νιώθω κανονικός. Αλλά τα γκράφιτι ήταν παντού. Κάποια από αυτά ζητούσαν μια ελεύθερη Παλαιστίνη, κάτι που υποστηρίζω ολόψυχα. Κάποια άλλα όμως με έκαναν να παγώσω: «Σώσε μια ζωή. Σκότωσε έναν Σιωνιστή». «Όταν ένας Ισραηλινός ζητάει καφέ, σέρβιρέ του καφέ» – δίπλα σε ένα στένσιλ με ένα ζεματιστό φλιτζάνι που χτυπάει ένα πρόσωπο. Δεν υπήρχε χώρος σε αυτά τα συνθήματα για κάποιον σαν εμένα. Ακόμα και οι τοίχοι είχαν πάρει την απόφασή τους.
Δεν κατηγορώ κανέναν τους. Κατανοώ την οργή. Οι φρικαλεότητες που βλέπουμε –που μεταδίδονται ζωντανά, που είναι αμείλικτες– καθιστούν την ενσυναίσθηση σχεδόν αδύνατη. Σε έναν κόσμο με τόση οδύνη, η απλοποίηση μπορεί να μοιάζει με επιβίωση. Αναρωτιέμαι λοιπόν: πού πρέπει να πάω ως Ισραηλινός αντιφρονών και ειρηνιστής;
Μου λένε ότι δεν ανήκω στο Ισραήλ επειδή αρνούμαι να υποστηρίξω τα στρατεύματα που εκτελούν την εξολόθρευση των Παλαιστινίων στη Γάζα. Στο εξωτερικό, μου λένε να «επιστρέψω εκεί απ' όπου ήρθα», συγχρόνως όμως μου λένε ότι δεν ανήκω στη χώρα όπου γεννήθηκα, αλλά στις χώρες όπου οι πρόγονοί μου αντιμετώπισαν τα πογκρόμ και το Ολοκαύτωμα. Οι αποχρώσεις δεν έχουν κανένα νόημα σε έναν κόσμο εθισμένο στις απόλυτες βεβαιότητες.
Φυσικά, υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες τραγωδίες από τη δική μου. Οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα σκοτώνονται, λιμοκτονούν και εκτοπίζονται. Οι Ισραηλινοί όμηροι εξακολουθούν να βρίσκονται σε αιχμαλωσία. Κουβαλάω καθημερινά το βάρος αυτών των φρικαλεοτήτων. Δεν συγκρίνω τα δεινά μου με τα δικά τους. Αλλά πιστεύω ότι αν θέλουμε ένα διαφορετικό μέλλον, χρειαζόμαστε χώρο για να μιλήσουμε από όπου κι αν βρισκόμαστε – ακόμα και από την άβολη μέση.
Αν τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό απαιτούν αφοσίωση αντί για έρευνα και καθαρότητα αντί της πολυπλοκότητας, ποιος χώρος μένει για κάποιον που υπερασπίζεται το δικαίωμα τόσο των Παλαιστινίων όσο και των Ισραηλινών να ζουν στη γη;
Όταν η διαφωνία αποσιωπάται ως προδοσία σε ένα μέρος και απορρίπτεται ως «μη επανορθώσιμη» σε ένα άλλο – ποιος επιτρέπεται να διανοηθεί κάτι άλλο εκτός από τον αέναο πόλεμο;
Ο Guy Ben-Aharon είναι Ισραηλινοαμερικανός θεατρικός σκηνοθέτης που μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Είναι επίσης ο ιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του The Jar, ενός οργανισμού που χρησιμοποιεί την τέχνη για να εμπνεύσει τους ανθρώπους να συνδεθούν με όσους τους μοιάζουν αλλά και με όσους δεν τους μοιάζουν.