Το σύνδρομο ανήσυχων ποδιών (Restless Legs Syndrome – RLS) συνδέεται, σύμφωνα με νέα έρευνα από Κορεάτες επιστήμονες, με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Πάρκινσον.
Το σύνδρομο ανήσυχων ποδιών, γνωστό και ως νόσος Willis-Ekbom, είναι νευρολογική διαταραχή που, σύμφωνα με το Εθνικό Σύστημα Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (NHS), προκαλεί «έντονη ανάγκη να κινήσετε τα πόδια σας, συνήθως όταν ξεκουράζεστε τη νύχτα». Όπως σημειώνει το NHS, «η θεραπεία εξαρτάται από την αιτία που το προκαλεί».
Συμπτώματα του συνδρόμου
Σύμφωνα με το NHS, τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν:
- έντονη ανάγκη να κινήσετε τα πόδια
- δυσάρεστες αισθήσεις, όπως μυρμήγκιασμα, παλμός ή κνησμό
- πόνο στα κάτω άκρα
Συνήθως, τα συμπτώματα εντείνονται τη νύχτα ή κατά τις ώρες χαλάρωσης και επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα του ύπνου.
Η μελέτη που συνδέει το RLS με το Πάρκινσον
Τρία ερευνητικά νοσοκομεία στη Δημοκρατία της Κορέας αναφέρουν ότι το RLS σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Πάρκινσον, καθώς 1,6% των ασθενών με RLS ανέπτυξαν Πάρκινσον, έναντι 1,0% στην ομάδα ελέγχου, ενώ ο μέσος χρόνος έως τη διάγνωση ήταν συντομότερος σε ορίζοντα 15 ετών.
Αν και η παθοφυσιολογία του συνδρόμου παραμένει αδιευκρίνιστη, η κλινική αντιμετώπιση βασίζεται συχνά στη χρήση αγωνιστών ντοπαμίνης, οι οποίοι αποτελούν προτεινόμενη θεραπεία πρώτης γραμμής.
Η ντοπαμίνη λειτουργεί ως νευροδιαβιβαστής και διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στον έλεγχο της κίνησης. Οι αγωνιστές ντοπαμίνης μιμούνται τη δράση της, ενεργοποιώντας τους υποδοχείς της στον εγκέφαλο.
Οι ασθενείς με νόσο Πάρκινσον παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα ντοπαμίνης και λαμβάνουν αγωνιστές ντοπαμίνης ως βασική θεραπεία για τη βελτίωση του κινητικού ελέγχου. Προηγούμενες μελέτες είχαν ήδη διερευνήσει τη σχέση μεταξύ των δύο διαταραχών, εξετάζοντας αν το RLS θα μπορούσε να πυροδοτείται από τους ίδιους ντοπαμινεργικούς μηχανισμούς.
Η πρόσφατη μελέτη, με τίτλο «Risk of Parkinson Disease Among Patients With Restless Leg Syndrome», που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open, διερεύνησε κατά πόσο το RLS αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τη νόσο Πάρκινσον και αν η ντοπαμινεργική οδός εμπλέκεται ουσιαστικά και στις δύο παθήσεις.
Η μελέτη με δείγμα της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλισης Υγείας της Κορέας
Τα δεδομένα προήλθαν από το δείγμα μελέτης της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλισης Υγείας της Κορέας (NHIS), που καλύπτει την περίοδο 2002–2019. Πρόκειται για ανώνυμη βάση δεδομένων, η οποία αντιπροσωπεύει τυχαίο, στρωματοποιημένο δείγμα 2% του πληθυσμού της χώρας.
Οι τελικές ομάδες ανάλυσης περιλάμβαναν 9.919 ασθενείς με RLS και 9.919 άτομα ομάδας ελέγχου. Η μέση ηλικία κατά την ένταξη ήταν περίπου 50 έτη και για τις δύο ομάδες, ενώ το 62,8% ήταν γυναίκες.
Η έκθεση σε αγωνιστές ντοπαμίνης ορίστηκε ως λήψη πραμιπεξόλης ή ροπινιρόλης σε δύο ή περισσότερες κλινικές επισκέψεις, σχηματίζοντας την υποομάδα θεραπείας με ντοπαμίνη. Οι υπόλοιποι ασθενείς χαρακτηρίστηκαν ως μη θεραπευμένοι με ντοπαμίνη. Η συνολική επίπτωση της νόσου Πάρκινσον ανήλθε σε 1,6% στην ομάδα με RLS — 60% υψηλότερη από το 1,0% της ομάδας ελέγχου. Στην ανάλυση υποομάδων, όσοι έλαβαν αγωνιστή ντοπαμίνης εμφάνισαν μόνο 0,5% επίπτωση, έναντι 2,1% στην ομάδα χωρίς θεραπεία.
Τα αποτελέσματα της έρευνας
Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι το RLS μπορεί να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου Πάρκινσον. Οι ασθενείς που δεν έλαβαν αγωνιστές ντοπαμίνης παρουσίασαν υψηλότερο κίνδυνο και συντομότερο χρόνο έως τη διάγνωση.
Η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι η πρώιμη χρήση αγωνιστών ντοπαμίνης μπορεί να προλαμβάνει ή να καθυστερεί την εμφάνιση της νόσου Πάρκινσον, καθώς ο σχεδιασμός της δεν ήταν επαρκής για να το δείξει. Ωστόσο, τα ευρήματα υποδηλώνουν πιθανή καθυστέρηση στην εκδήλωση συμπτωμάτων ή ακόμη και νευροπροστατευτική επίδραση, που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελλοντικής έρευνας.
Τα τελικά συμπεράσματα δείχνουν συσχέτιση μεταξύ των δύο παθήσεων, η οποία ενδέχεται να περιλαμβάνει μηχανισμούς πέραν της ντοπαμινεργικής οδού. Η διευκρίνιση αυτής της σχέσης και του ρόλου της ντοπαμίνης θα μπορούσε να ενισχύσει την κατανόηση της παθοφυσιολογίας και των δύο νοσημάτων.