Μια στενή καφέ γραμμή διατρέχει το τροπικό δάσος στη βόρεια Σουμάτρα, στην Ινδονησία, ανοίγοντας δρόμο μέσα από δέντρα μεράντι, βελανιδιές και μαχούα (φυτά της περιοχής).
Όπως φαίνεται από δορυφόρους, ο δρόμος είναι ακόμη μικρός, αλλά σύντομα θα επεκταθεί κατά 2 χλμ. για να συνδεθεί με το νέο ορυχείο Tor Ulu Ala, μέρος της επέκτασης του μεταλλείου Martabe της Ινδονησίας. Ο δρόμος θα ξεκλειδώσει κοιτάσματα χρυσού αξίας δισεκατομμυρίων. Όμως ο πλούτος αυτός μπορεί να έχει τεράστιο κόστος: την εξαφάνιση του σπανιότερου πιθήκου στον κόσμο, του ουρακοτάγκου Tapanuli.
«Αυτό είναι το απόλυτο λάθος μέρος για να σκάβεις για χρυσό», λέει η Amanda Hurowitz από την περιβαλλοντική οργάνωση Mighty Earth. «Και για ποιο λόγο; Για να γεμίσουν οι θυσαυροφυλακες των πλουσιότερων χωρών με ράβδους χρυσού».
Ινδονησία: Μόλις 800 οι ουρακοτάγκοι
Οι δρόμοι που σχεδιάζονται θα διασχίσουν καίριο βιότοπο των Tapanuli. Το είδος (Pongo tapanuliensis), που αναγνωρίστηκε μόλις το 2017 ως ξεχωριστό από τους Σουματριανούς και Βορνεανούς ουρακοτάγκους, αριθμεί σήμερα λιγότερα από 800, όλα μέσα στο εύθραυστο οικοσύστημα Batang Toru, το οποίο στα νοτιοδυτικά συνορεύει με το μεταλλείο Martabe, ήδη ενεργό από το 2012.
Κοντά στην περιοχή της επέκτασης υπάρχουν δεκάδες φωλιές ουρακοτάγκων, σύμφωνα με το Mighty Earth. Από τα τέλη Σεπτεμβρίου, η PT Agincourt Resources -θυγατρική της Jardine Matheson- άνοιξε νέους δρόμους πρόσβασης. Ένας από αυτούς βρίσκεται ήδη 70 μέτρα από συστάδα φωλιών.
Για τη Jardine Matheson, που απέκτησε το ορυχείο το 2018, η επέκταση είναι κρίσιμη για την οικονομική της βιωσιμότητα: σχεδιάζει να εξορύξει τουλάχιστον 460.000 επιπλέον ουγγιές χρυσού. Με την τιμή άνω των 4.000 δολαρίων ανά ουγγιά, το Tor Ulu Ala θα μπορούσε να αποφέρει σχεδόν 2 δισ. δολάρια.
Ο Ruli Tanio, αντιπρόεδρος της PT Agincourt, υπερασπίζεται το σχέδιο: «Χωρίς το ορυχείο, που δίνει εισόδημα σε 3.500 εργαζόμενους -το 70% ντόπιοι- η εναλλακτική θα ήταν χειρότερη. Ως υπεύθυνοι μεταλλωρύχοι μπορούμε να βοηθήσουμε και τη διατήρηση του είδους».
Ινδονησία: Διαφωνούν με το ορυχείο αρκετοί επιστήμονες
Πολλοί επιστήμονες διαφωνούν. Αναφέρουν ότι η επέκταση μπορεί να οδηγήσει τους Tapanuli σε εξαφάνιση μέσα σε λίγες γενιές. Οι ουρακοτάγκοι γεννούν κάθε 6 έως 9 χρόνια, άρα ακόμη και η απώλεια «μόνο» 1% του πληθυσμού ετησίως μπορεί να είναι καταστροφική.
«Αν αρχίσουν να χάνονται θηλυκά, το είδος είναι καταδικασμένο», λέει ο ανθρωπολόγος Erik Meijaard, ένας από τους πρώτους που περιέγραψαν το είδος.
Οι Tapanuli, με το σγουρό, κανέλ χρώματος τρίχωμα και τα πλατιά πρόσωπα, είναι η αρχαιότερη γενετική γραμμή των ουρακοτάγκων, απόγονοι αυτών που έφτασαν στη Σουμάτρα πριν από 3 εκατομμύρια χρόνια.
Σήμερα ζουν σε τρεις υπο-πληθυσμούς μέσα σε ένα ορεινό δάσος όσο περίπου η έκταση του Ρίο ντε Τζανέιρο. Το 2025 οι επιστήμονες εντόπισαν και μια μικρή, απομονωμένη ομάδα σε τυρφώδη περιοχή 32 χλμ. έξω από το Batang Toru. Πριν από αυτή την επέκταση, το είδος ήδη απειλούνταν από άλλες επενδύσεις. Ένα κινεζικό υδροηλεκτρικό έργο στον ποταμό Batang Toru επηρεάζει περιοχή με τον μεγαλύτερο γνωστό πυρήνα Tapanuli, περίπου 42 ζώα.
Η επέκταση του Martabe τους πιέζει από την άλλη πλευρά. «Ο Tapanuli δεν αντέχει καμία απώλεια», επιμένει ο Meijaard. Το μεταλλείο ιδρύθηκε το 2008, κοντά στον δυτικό πυρήνα όπου ζουν περίπου 533 ουρακοτάγκοι. Η έκτασή του φτάνει τα 650 εκτάρια, εκ των οποίων δύο βρίσκονται μέσα σε «key biodiversity area», σύμφωνα με περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Η επιχείρηση δηλώνει ότι θα επεκταθεί κατά 250 εκτάρια μέχρι το 2034, εκχερσώνοντας 48 εκτάρια πρωτογενούς δάσους. Παράλληλα δεσμεύεται ότι θα δημιουργήσει ζώνη προστασίας 2.000 εκταρίων και ένα ακόμα «offset» 40 χλμ. μακριά.
Ο σύμβουλος Christopher Broadbent υποστηρίζει ότι χωρίς τα έσοδα του ορυχείου, η χρηματοδότηση για δράσεις διατήρησης θα κατέρρεε: «Αν το ορυχείο φύγει, οι συνέπειες για τους ουρακοτάγκους θα είναι καταστροφικές». Ωστόσο, η PT Agincourt αναγνωρίζει ότι η επέκταση θα επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα 6 έως 12 πιθήκους. Επιμένει όμως ότι κανένα ζώο δεν έχει σκοτωθεί από τις εργασίες μέχρι σήμερα.
Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι οι έμμεσες συνέπειες, όπως απώλεια τροφής ή κατακερματισμός των ομάδων, μπορεί να αποδειχθούν μοιραίες. Οι θηλυκές, που σπάνια μετακινούνται από τη βασική περιοχή τους, κινδυνεύουν ιδιαίτερα από υποσιτισμό.
Η οργάνωση Mighty Earth ανησυχεί ότι ακόμη και αν οι εταιρείες προσπαθήσουν να «μετακινήσουν» τα ζώα, αυτά θα ωθούνται σε σύγκρουση με άλλες ομάδες σε περιοχές που δεν μπορούν να τους στηρίξουν.
Με πληροφορίες από The Guardian