Τα τζιτζίκια του Εμπειρίκου

Τα τζιτζίκια του Εμπειρίκου Facebook Twitter
Οδυσσέας Ελύτης και Ανδρέας Εμπειρίκος
1

«Μες στην καρδιά των Αθηνών, μες στην καρδιά του Θέρους…»

 

Επιστρέφοντας στην πόλη, στην εκπνοή του Αυγούστου, ξαναβρίσκεις αυτούς που στέκονται αρωγοί κάθε χρόνο όλο και πιο πολύ στο αθηναϊκό καλοκαίρι και αντιμάχονται γενναία τους ήχους του, χτίζοντας με το βόμβο τους ένα αδιαπέραστο τείχος που υπερκαλύπτει τα πάντα:  τα Τζιτζίκια. Φέτος περισσότερο από ποτέ έμοιαζε ατέρμονος, λες και για πρώτη φορά ακουγόντουσαν τόσο πολύ και τόσο διαπεραστικά στο κέντρο της Αθήνας.

Όσο περνούν τα χρόνια και εκλείπουν τα παιδικά ή εφηβικά καλοκαίρια  που αποτελούσαν την αυτονόητη μουσική συνοδεία τους, όσο μεγαλώνεις και δεν σου παραδίνονται πια αμαχητί, αρχίζεις να τα προσέχεις και να τα εκτιμάς αλλιώς. Και όσο πιο βαρύ το αστικό καλοκαίρι είτε από ρύπανση, καύσωνες, άπνοια, υγρασία, είτε από δυσθυμία, θλίψη κι αποφορά, τόσο πιο αφοσιωμένα αυτά στην ευεργετική φωνασκία τους.

Στην Πανεπιστημίου ασκούνται στη σκυταλοδρομία από δέντρο σε δέντρο, στην Αμαλίας συναγωνίζονται τις εξατμίσεις των τουριστικών λεωφορείων, στη Μεσογείων τα ανακαλύπτεις στις θαμνώδεις νησίδες σαν οάσεις στη μέση του οδοστρώματος, στη Συγγρού σε σποραδικά σημεία μόνο για μυημένους, στη Φιλελλήνων εντείνονται όσο προχωράς προς τη Ρώσικη εκκλησία, στην Πύλη του Αδριανού αν σταθείς, δεν ακούς τίποτα άλλο παρά την επίμονη βοή.

Το τζιτζίκι είναι ένα σύμβολο πρόσφορο σε ποικίλες ερμηνείες, παραβολές και συμβολισμούς. Από τον συκοφαντημένο για τη ρέμπελη του φύση στον Αίσωπο τζίτζικα –αλλά και στον Λαφονταίν που μετέφερε υποδειγματικά τον αρχαίο μύθο σε ποίημα–, μέχρι το διάλογο του Πλάτωνα «Φαίδρο» και το μύθο του Σωκράτη με τα υπό την προστασία των Μουσών τζιτζίκια. Και από τον μύθο του Τιθωνού που τον μετέτρεψε ο Δίας σε έντομο, μετά από παράκληση της Ηούς, για να τον απαλλάξει από το μαρτύριο των γηρατειών, μέχρι τον Τζίτζικα μικρό θεό των Ανακρεόντειων λυρικών. Και από τον Ζακ Λακαριέρ που ιχνογραφώντας το ελληνικό καλοκαίρι δηλώνει πως ένας κόσμος χωρίς τζιτζίκια θα ήταν «μία Πυθία χωρίς χρησμούς» μέχρι τον Ελύτη όπου απαντώνται πολύ συχνά σαν μελωδικό συνακόλουθο της φυσιοκρατίας και της μεταφυσικής των αισθήσεών του.

Πλήρως ηχομιμητική στη νέα ελληνική η ονομασία τους, ξεπερνά τόσο σε μουσικότητα, όσο και σε παραδειγματική μίμηση του ήχου τους, το αρχαιοελληνικό «τέττιξ» από όπου προέρχεται.

Για το μονότονα επαναλαμβανόμενο τερέτισμά του, αποδεικνύεται ανακόλουθα πολυσήμαντο: Το διδακτικό-ηθικοπλαστικό τζιτζίκι, το τεμπέλικο τζιτζίκι, το τζιτζίκι-ακούραστος μουσικός, το αθάνατο τζιτζίκι, το καταδικασμένο σε αιώνια γηρατειά τζιτζίκι, το επαναστατικό τζιτζίκι σε αντιδιαστολή με τα άλλα εργατικά και υπάκουα στις άρτια οργανωμένες κοινωνίες των εντόμων, το ερωτικό τζιτζίκι και το τζιτζίκι υπόμνηση του χρόνου που περνά.

Η νεοελληνική ποίηση, από την άλλη, έχει να καυχηθεί για μία πανσπερμία ετερόκλητων τζιτζικιών. Ενδεικτικά:

Από τα Ρω του Έρωτα του Ελύτη, τα διάσημα από τα σχολικά ανθολόγια που παραστέκουν στο βασιλιά Ήλιο:

Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι

γεια σας κι η ώρα η καλή

Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;

κι ' όλ' αποκρίνονταν μαζί:

-Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.

Τα όχι και τόσο μοναχικά που κρύβουν το φόβο της ακινησίας του ελληνικού τοπίου της «Ρωμιοσύνης» του Ρίτσου:

Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς, παρέα με το τζιτζίκι μη

σωπάσει το τζιτζίκι

Τον κακόσημο τζίτζικα του Νίκου Καρούζου, δέσμιο της πλήξης της μονοσημαντότητάς του:

Αυτός ο αγέρωχος μήνας Αύγουστος…

Φρικώδης του μεγάλου θέρους αναφώνηση

ο τέττιγας που γίνεται ελέφαντας κοινοτοπίας

Τα παραδομένα στο θερινό αναβρασμό του Σικελιανού:

Ανακοχλάαν στις ελιές

μια βράση τα τζιτζίκια

Από τα πιο γνωστά, αυτά στο φινάλε της Κίχλης του Σεφέρη,  που κλιμακώνονται μουσικά, τελεσίδικα, σημαίνοντας το ρολόι του χρόνου που σώνεται:

γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά

και το τιτίβισμα των πουλιών

θ' αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά

και νότο

θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας

πώς σταματούν τα ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια

Τα αναρχικά  του Έκτορα Κακναβάτου που ενώ τελειώνει το καλοκαίρι είναι τα μόνα που δεν παραδίδονται:

Εξόν τα τζιτζίκια που αντιστέκονταν

Πέφτοντας στην πύλη του αυγούστου.

Της Μάτσης Χατζηλαζάρου που αποτελούν προαπαιτούμενα για τη ζωή κι αυτά όπως και οι  αισθήσεις της:

Πού 'ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου,

που 'ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο, πού 'ναι

ο γκιώνης, τα τζιτζίκια, κι οι πέντε μου φωνές;

Κι έρχεται η Δημουλά από το «Χαίρε ποτέ» να βάλει τα πράγματα σε τάξη και να αποκαταστήσει τη φήμη τους με ένα ποίημα «Υπέρ Ασωτείας»:

Έξω απ' το χορό καλά τα λέει ο μύθος.

Πώς αλλιώς να κάνουν τα τζιτζίκια.

Δεν αποταμιεύεται η ένταση.

Δεν θα' θελε κι αυτή να ζει περισσότερο;

Όμως δεν αποταμιεύεται.

Μια μέρα να τη φυλάξεις χαλάει.

Τα τζιτζίκια της πόλης όμως που μας αφορούν και όσο περνούν οι μέρες θα φθίνουν, δεν είναι άλλα από εκείνα του Ανδρέα Εμπειρίκου στο υποβλητικό πεζό του ποίημα από την Οκτάνα «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων».

Λιγότερο γνωστά από τα πολυδιαφημισμένα εξωστρεφή και αθώα του Ελύτη και από τα πιο πεσιμιστικά, φορτωμένα με αβάσταχτους συμβολισμούς στα φτερά τους, του Πόρου του Σεφέρη, αυτά της Αθήνας του Εμπειρίκου, ίπτανται, με τη συνδρομή της αγέρωχης και χυμώδους του καθαρεύουσας, πάνω από την υγρασία, τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων και τον καύσωνα, σαν υπερρεαλιστικές νύξεις που διακόπτουν μία ολωσδιόλου αντι-ποιητική ατμόσφαιρα και σαν σημαίνοντα της σεξουαλικής απελευθέρωσης που οραματιζόταν η «Οκτάνα» του, η ουτοπική του πολιτεία, προπύργιο της φροϋδικής libido.

Τα τζιτζίκια του Εμπειρίκου Facebook Twitter
«Μεσ’ την καρδιά των Αθηνών, μες στην καρδιά του θέρους»...

Τον συνοδεύουν ένα μεσημέρι Ιουλίου στο κέντρο της Αθήνας, από τα δέντρα της πλατείας Συντάγματος, σε μία συναρπαστική διαδρομή στη Φιλελλήνων, «μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους»:

 «Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.

   Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.

  Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.

  Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.

  Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.  

  

(απόσπασμα)

Είναι τα τζιτζίκια της νίκης που αυτή τη φορά λυγίζουν ακόμα και το θάνατο με το ακατάβλητο πείσμα τους. Όσο και αν η αναφορά σ’ αυτά είναι σύντομη, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία πως έχουν δώσει τον τόνο. Μέσα στη βαριά από τον καύσωνα Αθήνα, «αίφνης μία κηδεία» περνά, το άγχος –ο φόβος θανάτου–καταλαμβάνει μερικούς απ’ τους περαστικούς αλλά η κίνηση συνεχίζεται απτόητη… Οι «ριπαί πνιγμένων θρήνων» δεν φτάνουν για να καταλύσουν την απόλαυση του θέρους. Παρά το «κάθετο λιοπύρι», «παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής», όλα μοιάζουν ανάλαφρα και «εναργή» για τον περαστικό, γιατί «κάτι σαν τέττιξ ζωηρός» μέσ' στην ψυχή του δεν τον γονατίζει. Υπάρχει μία κλιμακούμενη σεξουαλική ένταση στην ατμόσφαιρα που συναγωνίζεται αυτήν του φλεγόμενου από το κάμα αθηναϊκού τοπίου: Οι «Φαλλοί της Δήλου» πάλλονται στο φως, «ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις» διαμείβονται στα λεωφορεία, με μέλη που θάλλουν,  με «σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη» και «φλεγόμενοι», «στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι», οι συνωστισμένοι επιβάτες την πολλαπλασιάζουν.

Το τι μπορεί να συνιστούν τα τζιτζίκια για τον Εμπειρίκο έχει γίνει φανερό και στην «Ενδοχώρα»:

Με τα τζιτζίκια που αγάλλονται στη ζέστη

Και προκαλούνε στύσεις στους πατέρες.

Είναι τα τζιτζίκια της ηδονής, που ασκούνται στο πρελούδιο της εκστατικής ερωτικής κοινωνίας που ευαγγελίζεται η ποίησή του:

Σαν προανάκρουσμα του επερχομένου θέρους

Εκστατικές ξεσπούν οι συνηχήσεις

Των δονουμένων τζιτζικιών.

Το ασίγαστο τραγούδι τους υπερθεματίζει τη ζωή σε ένταση, την αξόδευτη καύλα που αιωρείται αμήχανη και ανοικονόμητη πάνω από την υγρή και βαριά ατμόσφαιρας της πόλης τα καλοκαίρια. Αυτή η ερμηνεία συμφωνεί και με την επιστημονική εξήγηση για το τραγούδι του τζιτζικιού: Το αρσενικό βγάζει αυτόν τον ήχο καλώντας το θηλυκό για να ζευγαρώσει και μετά το σμίξιμο πέφτει στο χώμα και πεθαίνει.

Υπάρχει μία αυθαίρετη νοητή διαδρομή –δύσκολο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό να μην την αποδώσει σχηματικά– που ενώνει τους τρεις μεγάλους της γενιάς του ’30, μέσω των τζιτζικιών. Από το Βασιλιά Ήλιο του Ελύτη, με την ευοίωνη συνήχηση του ΖΕΙ και τη διατράνωση της παντοδυναμίας της ζωής μέχρι τα τζιτζίκια της Κίχλης και το ρολόι που σημαίνει το τέλος, με ενδιάμεσο σταθμό το έμπυρο μεσημέρι του Εμπειρίκου στην Οδό Φιλελλήνων: Από την παιδική ηλικία-αθωότητα στην ενηλικίωση-σεξουαλικότητα στην κορύφωσή της και από εκεί στον τελικό απολογισμό-γηρατειά-θάνατο.

«Μεσ’ την καρδιά των Αθηνών, μες στην καρδιά του θέρους», εν τω μέσω του βίου σαν να λέει, δηλαδή, ο Εμπειρίκος, έχοντας προσπεράσει προ πολλού την ενηλικίωση, μακριά από την ειδυλλιακή αλλά επίπεδη ευφορία των παιδικών χρόνων, στοχεύοντας τώρα πια στην απόλαυση, αλλά ατενίζοντας ακόμα από κάποια απόσταση το τέλος. Φυσικά και στην ουσία αλληλοδιαπλέκονται και εμπεριέχει το ένα το άλλο αλλά οι τρεις ποιητικοί σταθμοί τα φωτίζουν στην πιο λαμπρή τους στιγμή.

Ας αφουγκραστούμε τα τζιτζίκια για όσο προλαβαίνουμε ακόμα, ας τα αποδεχτούμε σαν τους δικαιωματικούς εντολοδόχους του μυστικού πυρήνα της πόλης που καταλαμβάνουν ολοκληρωτικά. Αόρατα στο μάτι, όπως και η ποίηση της πόλης, και μόνο στο εξασκημένο αυτί αποκαλύπτουν το κλειδί για τον επαναληπτικό τους γρίφο και το νόημα της επιμονής τους.

Ποτέ δεν είναι κάτι απλό το τραγούδι τους, όσο και αν έχουμε φτάσει να το θεωρούμε αυτονόητο και να το προσπερνάμε και ποιήματα σαν τα παραπάνω βοηθάνε σε αυτήν τη διαπίστωση. Σε κάθε στιγμή, σε κάθε παλίμψηστο τζι, μπορεί να κρύβεται από κάτω η αθωότητα, ο έρωτας, ο χρόνος και ο θάνατος. Το βέβαιο είναι πως μαζί με το τραγούδι τους που σβήνει το καλοκαίρι τελειώνει εδώ.

Βιβλίο
1

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΕΠΕΞ Συγγραφείς/ Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου / 8 Έλληνες συγγραφείς ξαναγράφουν τους μύθους και τις παραδόσεις

Η Λυσιστράτη ερμηνεύει τις ερωτικές σχέσεις του σήμερα, η Ιφιγένεια διαλογίζεται στην παραλία και μια Τρωαδίτισσα δούλα γίνεται πρωταγωνίστρια: 8 σύγχρονοι δημιουργοί, που συμμετέχουν με τα έργα τους στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, συνομιλούν με τα αρχαία κείμενα και συνδέουν το παρελθόν με επίκαιρα ζητήματα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζούντιθ Μπάτλερ: «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Τζούντιθ Μπάτλερ / «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Μια κορυφαία προσωπικότητα της σύγχρονης παγκόσμιας διανόησης μιλά στη LiFO για τo «φάντασμα» της λεγόμενης ιδεολογίας του φύλου, για το όραμα μιας «ανοιχτόκαρδης κοινωνίας» και για τις εμπειρίες ζωής που της έμαθαν να είναι «ένας άνθρωπος ταπεινός και ταυτόχρονα θαρραλέος».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ντίνος Κονόμος

Βιβλίο / «Ο κύριος διευθυντής (καλό κουμάσι) έχει αποφασίσει την εξόντωσή μου…»

Ο Ντίνος Κονόμος, λόγιος, ιστοριοδίφης και συγγραφέας, υπήρξε συνεχιστής της ζακυνθινής πνευματικής παράδοσης στον 20ό αιώνα. Ο συγγραφέας Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής παρουσιάζει έργα και ημέρες ενός ανθρώπου που «δεν ήταν του κόσμου τούτου».
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
Η ζωή του Καζαντζάκη σε graphic novel από τον Αλέν Γκλικός

Βιβλίο / Ο Νίκος Καζαντζάκης όπως δεν τον είχαμε ξαναδεί σε ένα νέο graphic novel

Ο ελληνικής καταγωγής Γάλλος συγγραφέας Αλέν Γκλικός καταγράφει την πορεία του Έλληνα στοχαστή στο graphic novel «Καζαντζάκης», όπου ο περιπετειώδης και αντιφατικός φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος ψυχαναλύεται για πρώτη φορά και συστήνεται εκ νέου στο ελληνικό κοινό.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πετρίτης»: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ηχητικά Άρθρα / Πετρίτης: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ο Τζoν Άλεκ Μπέικερ αφιέρωσε δέκα χρόνια από τη ζωή του στην παρατήρηση ενός πετρίτη και έγραψε ένα από τα πιο ιδιαίτερα βιβλία της αγγλικής λογοτεχνίας – μια από τις σημαντικότερες καταγραφές της άγριας ζωής που κινδυνεύει να χαθεί για πάντα. Κυκλοφόρησε το 1967 αλλά μόλις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι κριτικοί και το κοινό το ανακάλυψαν ξανά.
M. HULOT
Μπενχαμίν Λαμπατούτ: «Ας μην αφήνουμε τον Θεό στους πιστούς» 

Βιβλίο / Μπενχαμίν Λαμπατούτ: «Αν αξίζει ένα πράγμα στη ζωή, αυτό είναι η ομορφιά»

Εν όψει της εμφάνισής του στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, στις 21 Μαΐου, ο Λατινοαμερικανός συγγραφέας-φαινόμενο Μπενχαμίν Λαμπατούτ μιλά στη LiFO για τον ρόλο της τρέλας στη συγγραφή, τη σχέση επιστήμης και λογοτεχνίας και το μεγαλείο της ήττας – και δηλώνει ακόμα φανατικός κηπουρός και εραστής της φύσης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Το πίσω ράφι/ Άντονι Μπέρτζες: «Έρνεστ Χέμινγουεϊ»

Το Πίσω Ράφι / Ο Χέμινγουεϊ ήταν ένας φωνακλάς νταής αλλά κι ένας σπουδαίος συγγραφέας του 20ού αιώνα

Η βιογραφία «Έρνεστ Χέμινγουεϊ - Μια ζωή σαν μυθοπλασία» του Βρετανού συγγραφέα Άντονι Μπέρτζες αποτυπώνει όχι μόνο την έντονη και περιπετειώδη ζωή του κορυφαίου Αμερικανού ομοτέχνου του αλλά και όλο το εύρος της αντιφατικής προσωπικότητάς του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
21η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης

Βιβλίο / 21η ΔΕΒΘ: Εξωστρέφεια και καλύτερη οργάνωση αλλά μένουν ακόμα πολλά να γίνουν

Απολογισμός της 21ης ΔΕΒΘ που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά υπό την αιγίδα του νεοσύστατου ΕΛΙΒΙΠ. Σε ποιο βαθμό πέτυχε τους στόχους της και ποια στοιχήματα μένει ακόμα να κερδίσει;
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Η ποίηση όχι μόνο αλλάζει τον κόσμο, τον δημιουργεί» ​​​​​​/Μια νέα ανθολογία ελληνικής queer ποίησης μόλις κυκλοφόρησε στα ισπανικά /11 Έλληνες ποιητές σε μια νέα ισπανική queer ανθολογία /Queer ελληνική ποίηση σε μια νέα δίγλωσση ισπανική ανθολογία

Βιβλίο / Μια Ισπανίδα καθηγήτρια μεταφράζει ελληνική queer ποίηση

Η María López Villalba, καθηγήτρια Νέων Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Μάλαγα, μετέφρασε 11 ελληνικά ποιήματα, σε μια πρόσφατη ανθολογία που προσφέρει στο ισπανόφωνο κοινό την ευκαιρία να γνωρίσει τη σύγχρονη ελληνική queer –και όχι μόνο– ποίηση.
M. HULOT
«Κανείς δεν μας επέβαλε να έχουμε όλοι μια μονστέρα στο σαλόνι»

Βιντσέντζο Λατρόνικο / «Κανείς δεν μας επέβαλε να έχουμε όλοι μια μονστέρα στο σαλόνι»

Ο Ιταλός συγγραφέας και υποψήφιος για το βραβείο Booker, Βιντσέντζο Λατρόνικο, μιλά στη LIFO για το πολυσυζητημένο βιβλίο του «Τελειότητα», στο οποίο αποτυπώνει την αψεγάδιαστη αλλά ψεύτικη ζωή μιας ολόκληρης γενιάς ψηφιακών νομάδων στην Ευρώπη, καθώς και τη μάταιη αναζήτηση της ευτυχίας στην ψηφιακή εποχή.
M. HULOT
Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Ηχητικά Άρθρα / Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Το όνομά της έχει συνδεθεί με την εικόνα μιας αδίστακτης, σεξουαλικά ακόρεστης και επικίνδυνης γυναίκας. Ένα νέο βιβλίο, όμως, έρχεται να αμφισβητήσει αυτή τη στερεοτυπική αφήγηση και να φωτίσει μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Rene Karabash

Βιβλίο / Rene Karabash: «Θέλω πίσω τη γυναικεία δύναμη που μου στέρησαν οι άνδρες»

Η Βουλγάρα συγγραφέας Rene Karabash μιλά για το μυθιστόρημά της «Ορκισμένη», που τιμήθηκε με το βραβείο Ελίας Κανέτι, και στο οποίο εστιάζει στην ιστορία των «ορκισμένων παρθένων» γυναικών των Βαλκανίων που επέλεξαν να ζήσουν ως άνδρες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Δυο γυναίκες συγγραφείς αποκαλύπτουν τα κρυφά μυστικά της γραφής

Βιβλίο / Όλες οι γυναίκες του κόσμου στο νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Στο «Μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη», η μητρότητα γίνεται ο συνδετικός κρίκος που ενώνει όλες τις μητέρες και όλες τις κόρες με τις γυναίκες της Ιστορίας που θαυμάσαμε, αλλά και τις ανώνυμες «Παναγίες» που κράτησαν στους ώμους τους τα βάρη της ανθρωπότητας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Βιβλίο / «Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Στο νέο του βιβλίο, «Lost Things Found», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Hyper Hypo, ο εικαστικός φωτογράφος Αντώνης Θεοδωρίδης εξερευνά τον μαγικό κόσμο της υπαίθριας αγοράς του Ελαιώνα.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Ντιντιέ Εριμπόν: «Καιρός για ένα κίνημα των ηλικιωμένων!»

Ντιντιέ Εριμπόν / Ντιντιέ Εριμπόν: «Να πάψουμε να βλέπουμε τους ηλικιωμένους ως κοινωνικούς παρίες»

Από τους σημαντικότερους και πιο επιδραστικούς σύγχρονους Γάλλους στοχαστές, ο Ντιντιέ Εριμπόν συνδύασε στα βιβλία του τα δύσκολα βιώματα της νεότητάς του με μια εμπεριστατωμένη, αλλά και εικονοκλαστική, κοινωνικοπολιτική «ακτινογραφία» της γαλλικής κοινωνίας. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κεχαγιάς

Βιβλίο / «Το να εκδίδεις βιβλία στην Ελλάδα είναι σαν να παίζεις στο καζίνο»

Η Γεννήτρια είναι ένας νέος εκδοτικός οίκος αφιερωμένος στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ο εκδότης της, συγγραφέας και μεταφραστής, Παναγιώτης Κεχαγιάς, μιλά για τις δυσκολίες και τις χαρές του εγχειρήματος, για το πώς σκοπεύει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ιδιαίτερα ανταγωνιστικής αγοράς, καθώς και για τους πρώτους τίτλους που ετοιμάζεται να εκδώσει.
M. HULOT
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Οι Αθηναίοι / Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Η εκτέλεση του Μπελογιάννη τον έκανε αριστερό. Η αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά, μπροστά στα μάτια του, τον καθόρισε. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αφηγείται το προσωπικό του ταξίδι και την πνευματική περιπέτεια μιας ολόκληρης εποχής, από τη διανόηση του Παρισιού μέχρι τους δρόμους της πολιτικής και τις αίθουσες των πανεπιστημίων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Βιβλίο / Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Δεν υπάρχει μελέτη για τον ελληνικό εθνικισμό που να μην έχει αναφορές στο έργο της. Η επανακυκλοφορία του βιβλίου της «Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα» από τις εκδόσεις Νήσος συνιστά αναμφίβολα εκδοτικό γεγονός.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ