Η Ιrène έχει ανεπιτήδευτο και υπέροχο στυλ, χωρίς να το προσπαθεί. Ξέρει τόσο καλά τους κανόνες της μόδας, που μπορεί να τους σπάει, φέρνοντάς τους στα μέτρα της. Της ζητάω να φωτογραφίσουμε το σπίτι της χωρίς να έχω δει ούτε μία φωτογραφία του. Ρωτάω μόνο αν έχει το στυλ της και απαντάει με χιούμορ ότι είναι σαν δίδυμα αδέλφια – αυτό αρκεί. Κλείνουμε τη φωτογράφιση χωρίς δεύτερη σκέψη.
Φτάνω στη μεσοπολεμική κατοικία στου Ζωγράφου και μου ανοίγει την πόρτα στο African chic σύμπαν της που είναι τόσο μοναδικό όσο εκείνη. Άντι για «καλημέρα» αναφωνώ «ε, ναι, είναι ακριβώς όπως εσύ, τάλε κουάλε». Επαναλαμβάνει το «τάλε κουάλε» γελώντας.
Πρώτη φορά άνθρωπος και σπίτι είναι ένα και το αυτό, σαν να φοράει τα ρούχα της.
Μετακόμισε εδώ πριν από ενάμιση χρόνο, πάνω σε μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή της – είχε μείνει πολλά χρόνια κλειστό το σπίτι, σαν να την περίμενε. Μου λέει ότι πρόκειται για οικογενειακή πολυκατοικία. «Στο ισόγειο μένει η τελευταία σύντροφος του μπαμπά μου. Εγώ έμενα στο Παρίσι, αλλά απ’ όταν ήμουν 13 ερχόμουν τα καλοκαίρια, οπότε έχω μνήμες ανέμελες και εφηβικές», συνεχίζει.
«Το σπίτι είναι το μέρος όπου φορτίζω μπαταρίες. Η Βιρτζίνια Γουλφ έλεγε ότι όλοι χρειαζόμαστε ένα δωμάτιο -– συμφωνώ».
Αγαπάει αυτό το μεσοπολεμικό κτίριο, το φως, την αρχιτεκτονική του, και η οικειότητα που νιώθει τής δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας και θετικής ενέργειας. Τη ρωτάω πώς της φαίνεται η περιοχή, γιατί την ήξερα ως down town girl. Τώρα την ανακαλύπτει, λέει, και της αρέσει, γιατί έχει ανθρωποκεντρικό vibe. «Έχω ξετρελαθεί και με τη λαϊκή αγορά της Πέμπτης, είναι ζωντανή και τεράστια, με διακλαδώσεις μέσα στα στενάκια».
Το σπίτι της έχει πολλά αφρικανικά υφάσματα και πολύ χρώμα, όπως και η σειρά ρούχων που σχεδιάζει, η Κimalé. «Η Αφρική είναι στην καρδιά μου, τα ζεστά και έντονα χρώματα σαν να δημιουργούν ασπίδα προστασίας κόντρα στο γκρίζο και το μίζερο της πόλης», λέει κάπως ποιητικά.
Καθόμαστε στην κουζίνα της που είναι ροζ και χουχουλιάρικη. «Πώς προέκυψε το ροζ στην κουζίνα;» ρωτάω.
Μου εξηγεί ότι η κουζίνα είχε καφέ ντουλάπια που δεν μπορούσε να τα βάψει ή να τα αλλάξει, αλλά επειδή σκέφτηκε πόσο της αρέσει ως συνδυασμός το ροζ με το καφέ και πόσο θα ταίριαζε με το ροζ-καφέ μάρμαρο στο πάτωμα κράτησε τη ’70s αισθητική και βγήκε αυτό το αποτέλεσμα. Τον καναπέ και το τραπέζι τα βρήκε κι αυτά εδώ, απλώς τα έντυσε με τα δικά της υφάσματα. Μαζί με τα υπόλοιπα objet trouvés της οικογένειας δίνουν έναν ωραίο χαρακτήρα στο σπίτι.
Παρατηρώ μια φωτογραφία στον τοίχο που δείχνει μια ροζ τουαλέτα. Είναι, λέει, από μια έκθεση στο Παρίσι και ενώ δείχνει ένα μπάνιο, την έβαλε στην κουζίνα γιατί εδώ είναι η θέση της. Της αρέσει η λοξή ματιά στη ζωή, να σκέφτεται πέρα από το προφανές.
Το σπίτι είναι σαν να ξεφυλλίζεις ένα άλμπουμ οικογενειακών της αναμνήσεων. Μoυ λέει ότι είναι low badget και συμφωνούμε και οι δυο ότι το στυλ δεν θέλει απαραίτητα χρήματα αλλά τρόπο.
Ένα κίτρινο χαλί είναι ΙΚΕΑ – μου λέει ότι το ΙΚΕΑ έχει κάποια έπιπλα που μέσα στις δεκαετίες έχουν γίνει πλέον κλασικά. Π.χ. μια πολυθρόνα της μαμάς της όπου καθόταν όταν ήταν παιδί και ονειροπολούσε με τις ώρες, το ΙΚΕΑ την ξανάβγαλε και όταν την είδε, επέστρεψαν όλες οι μνήμες.
Ένα ωραίο βεραμάν έπιπλο το βρήκε κι αυτό εδώ στο σπίτι. Δεν το ήθελαν, έτσι το έβαψε και μοιάζει σαν καινούργιο, σαν να ’ναι κάτι άλλο από αυτό το αδιάφορο καφέ που δεν έλεγε τίποτα.
«Έλα να δεις και το υπνοδωμάτιο», μου λέει. Της εξηγώ ότι πολλοί άνθρωποι δεν δείχνουν το υπνοδωμάτιο, το θεωρούν πολύ προσωπικό. «Γιατί; Κρύβουν κάτι, όπως ο Κυανοπώγωνας;» αναρωτιέται.
Το δωμάτιό της έχει κάτι το ατίθασο και αντισυμβατικό, γιατί έχει βάλει το κρεβάτι ανάποδα, να κοιτάει από το παράθυρο το αστικό τοπίο. Το αγόρασε στο Μarket Ρlace που της αρέσει πολύ γιατί αγαπά τα πράγματα να αλλάζουν χέρια, της αρέσει το ότι κουβαλούν μια ιστορία. Δεν το βλέπει ως κακή ενέργεια αλλά ως προστασία.
Το έπιπλο μπροστά από το κρεβάτι τής το χάρισε μια φίλη που δεν το χρειαζόταν. «Μην πετάς τίποτα», μου λέει σοβαρά, «κάποιος άλλος μπορεί να το αξιοποιήσει» – έντυσε και το κεφαλάρι του κρεβατιού με ύφασμα.
Μου δείχνει κι ένα έργο τέχνης της εικαστικού Κυβέλης Ζώη. «Δώρο στον εαυτό μου», λέει σχεδόν περήφανα.
Ο πίνακας στον τοίχο ήταν της γιαγιάς της, της Γαλλίδας, και ο καθρέφτης ήρθε απ’ το Παρίσι, ήταν της μαμάς της.
Το αριστουργηματικό έπιπλο της εισόδου είναι αντίκα και το βρήκε στο σπίτι. Οι δυο αντικριστοί καναπέδες στο καθιστικό της είναι δανέζικα κρεβάτια που επίσης «ψάρεψε» στο Market Ρlace· τους έντυσε κι αυτούς με ύφασμα et voilà!
Της λέω ότι είναι ένα όνειρο με το μοβ ύφασμα, σαν πρωταγωνιστές του σπιτιού της. «Μα είναι, όσα ξέρει ο καναπές δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος», απαντά με χιούμορ.
Το τραπεζάκι ήταν της μαμάς της και η Irène έκανε το ψηφιδωτό από πάνω. «Κάνεις και ψηφιδωτά, πέρα από ρούχα και υπέροχα κοσμήματα;» τη ρωτάω και μου κλείνει απλώς το μάτι. Ένα άλλο πολύ παλιό επιπλάκι είναι του 1930, αρ ντεκό. Το έφερε κι αυτό απ’ τη Γαλλία και ενώ θέλει συντήρηση, το αγαπά πολύ.
Τη ρωτάω για τα έργα τέχνης και μου εξηγεί ότι η οικογένειά της, και απ’ την πλευρά του μπαμπά της και απ’ της μαμάς της, οι περισσότεροι είναι καλλιτέχνες και μου δείχνει στον τοίχο τα έργα τους. «Αυτό είναι του παππού, αυτό της θείας Φλοράνς, αυτό του μπαμπά της και του αδερφού μου». Παρατηρώ ότι με τόσους καλλιτέχνες δεν χρειάζεται άλλη τέχνη. Εκείνη όμως πάντα θα βρίσκει χώρο για την τέχνη, κυρίως στην καρδιά της.
Ένα πολύ ωραίο χαλί με έντονα, σχεδόν φλούο χρώματα, είναι από το Μαρόκο, αλλά αγορασμένο στην Ύδρα. «Δεύτερο δώρο στον εαυτό μου. Δώρο επιβράβευσης», λέει.
Τη ρωτάω τι σημαίνει για εκείνη το σπίτι. «Το μέρος όπου φορτίζω μπαταρίες. Η Βιρτζίνια Γουλφ έλεγε ότι όλοι χρειαζόμαστε ένα δωμάτιο –συμφωνώ». «Είσαι σπιτόγατα;» «Τώρα που ζω μόνη νομίζω ότι το απολαμβάνω περισσότερο το σπίτι, παλιότερα ήμουν συνέχεια έξω. Πάντα μου άρεσε να φτιάχνω σπίτια, έβαζα αγάπη και ενέργεια, αλλά είχα τα μάτια στραμμένα έξω. Τώρα έχει γίνει μια μετακίνηση προς τα μέσα και το απολαμβάνω και το μέσα».
«Είναι ένα σπίτι όπου έρχονται φίλοι;» «Συνέχεια ψάχνω αφορμή για πάρτι και συγκεντρώσεις», λέει. Δηλώνει ειδική στα απεριτίφ, οπότε με λίγη καλή μουσική είναι εύκολο να γίνει κέφι.
Είναι, λέει, ένα σπίτι που δεν χρειάζεται καν να πάρεις τηλέφωνο· περνάς, χτυπάς το κουδούνι και ανεβαίνεις για καφέ. Της αρέσει αυτή η εξωστρέφεια.
Τη ρωτάω πώς αισθάνεται τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά κι έφυγαν. Το πρόσωπό της παίρνει μια σκανταλιάρικη έκφραση: «Ίσως δεν θα αρέσει στα παιδιά αυτό που θα πω, αλλά είναι ω -ρ - α - ί -α. Σίγουρα το σπίτι είναι πιο καθαρό και το πιο σημαντικό είναι ότι έχω βρει τον δικό μου ρυθμό. Τόσα χρόνια, με τα παιδιά, είχα ξεχάσει τι σημαίνει δικός μου ρυθμός. Μου αρέσει να ξυπνάω με τη μουσική μου, με την ησυχία μου, να απολαμβάνω ένα τσάι χωρίς να πρέπει να σκορπίσω σε εκατό μεριές για να προλάβω τις δικές τους δραστηριότητες».
«Το σπίτι δηλώνει πράγματα για εμάς;» «Περισσότερο απ’ ό,τι το ντύσιμο, γιατί με το ντύσιμο ίσως κάπως μπορείς να το σώσεις, αλλά απ’ το σπίτι δεν μπορεί κανείς να κρυφτεί».
«Τι ανακάλυψες σε αυτό το σπίτι και στη νέα συνθήκη ζωής σου;» τη ρωτάω. «Νόμιζα ότι θα φοβόμουν να ζήσω μόνη και τελικά όχι μόνο δεν φοβάμαι αλλά το απολαμβάνω». Παρατηρώ και τον πάγκο με τα κοσμήματα που φτιάχνει, κάποια απ’ αυτά τα δοκιμάζω και της λέω ότι τα θέλω όλα. «Το κόσμημα είναι μεγάλη μου αγάπη και σήμα κατατεθέν. Άλλη τελευταία αγάπη μου είναι το σιάτσου». Της λέω ότι δεν το γνώριζα αυτό και κλείνουμε ραντεβού να μου κάνει.
Φεύγοντας, τη ρωτάω αν γνωρίζει τον στίχο του Κάλβου που λέει ότι θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Μου λέει ότι πάτησε πάνω στον στίχο, ανακάτεψε την τράπουλα της ζωής της και άρχισε απ’ την αρχή. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, σκέφτομαι ότι και το σπίτι της αυτό αποπνέει, αρετή και τόλμη. Τουτέστιν, είναι ένα σπίτι ελεύθερο.