Ο ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ χρονιάς μπορεί να οδηγήσει στον απολογισμό μιας ζωής, κάτι που σπανίως είναι καλή ιδέα, καθώς λίγο πολύ οι περισσότεροι από εμάς, ειδικά από μια ηλικία και μετά, βρισκόμαστε να αναρωτιόμαστε, αν όχι τι πήγε στραβά, σίγουρα το πώς θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί διαφορετικά (πιο «ιδανικά») η ζωή μας. Μου ήρθε στο μυαλό κάτι που είχα διαβάσει ακριβώς πριν από πέντε χρόνια, εν μέσω λοκντάουν, λίγο πριν από τα πρώτα Χριστούγεννα της πανδημίας – μια εποχή αναστοχασμού και απομόνωσης, όπου υπήρχε πολύ περισσότερος χρόνος για διάβασμα βιβλίων ή άρθρων/δοκιμιών που συχνά είχαν το μέγεθος νουβέλας. Όπως ένα κομμάτι στο «New Yorker» που φέτος έκλεισε τα 100 του χρόνια, το οποίο αφορούσε ένα βιβλίο που πραγματευόταν την απόκοσμη λαχτάρα μας για τους δρόμους που δεν πήραμε και για τις ζωές που δεν ζήσαμε.
Το άρθρο είχε τίτλο «Κι αν μπορούσες να το κάνεις από την αρχή;» και το βιβλίο είναι το On not being someone else («Περί του να μην είσαι κάποιος άλλος») του καθηγητή Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, Άντριου Μίλερ. Η τάση των ανθρώπων να φαντάζονται αυτό που δεν έγιναν (αλλά θα μπορούσαν να γίνουν) δεν είναι κάτι (πολύ) καινούργιο, σίγουρα όμως την επέτειναν οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, όπως η όξυνση των συγκρίσεων που επιτρέπουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι διαρκείς –και συχνά αντικρουόμενες– παρορμήσεις και επιθυμίες που μας υπενθυμίζουν διαρκώς τι δεν γίναμε και ποιοι δεν είμαστε.
Όταν συναντάμε για πρώτη φορά έναν άνθρωπο, τον βλέπουμε όπως είναι εκείνη τη στιγμή, με τον καιρό όμως διακρίνουμε την αύρα των δυνατοτήτων που τον περιβάλλει. Ο Μίλερ περιγράφει το συναίσθημα που προκαλεί αυτή η εμπειρία ως «ομορφιά και σπαραγμό μαζί».
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου, είναι πιθανό ο καπιταλισμός, «με την απομόνωση των ατόμων και την επιτάχυνση της δημιουργίας επιλογών και ευκαιριών», να έχει αυξήσει τον αριθμό των ζωών που δεν ζήσαμε. «Η ανάδειξη της επιλογής ως απόλυτου αγαθού, η αντίληψη του τυχαίου ως ενός είδους αλλόκοτης προσβολής, ο αυξανόμενος αριθμός συναρπαστικών και αποχαυνωτικών αποφάσεων που πρέπει να πάρουμε, η αναψηλάφηση του παρελθόντος για τη βελτίωση του μέλλοντος, τα πράγματα που μας πουλάνε οι διαφημιστές κάνοντάς μας να φανταζόμαστε καλύτερες εκδοχές του εαυτού μας, παρόλο που έχουμε μόνο μία ζωή να ζήσουμε – όλα αυτά τροφοδοτούν αυτό που δεν είμαστε. Ή που δεν γίναμε».
Είναι ένας συνδυασμός «YOLO + FOMO», όπως λέει ένας φίλος του Μίλερ, συνοψίζοντας νόστιμα αυτή τη βασανιστική συνθήκη. Και η σύγχρονη φύση της εργασίας επιδεινώνει το πρόβλημα. «Σε αντίθεση με τις αγροτικές και βιομηχανικές κοινωνίες που προηγήθηκαν», γράφει ο Μίλερ, η «επαγγελματική κοινωνία» μας αποτελείται από εξειδικευμένες καριέρες και κλίμακες επιτυχίας. Χρόνο με τον χρόνο, «σκαρφαλώνεις στο μέλλον σου», αναπολώντας τις σκάλες που δεν ανέβηκες και τις πόρτες που δεν άνοιξες.
Στο βιβλίο υπάρχουν δεκάδες αναφορές σε φιλοσοφικά δοκίμια, μυθιστορήματα, διηγήματα και ταινίες που αναφέρονται στις «άλλες» ζωές μας. Ο φιλόσοφος Τσαρλς Τέιλορ, ο οποίος έχει γράψει πολλά για την ιστορία της ατομικότητας, έχει μια θεωρία που εξηγεί εν μέρει γιατί δεν μπορούμε απλώς να αποδεχτούμε τα πράγματα όπως είναι.
Πιστεύει ότι γύρω στα τέλη του 18ου συνέκλιναν (ή συγκρούστηκαν) δύο κυρίαρχες τάσεις στον τρόπο που κατανοούμε τον εαυτό μας. Μάθαμε να θεωρούμε ότι είμαστε άτομα με «βάθος», με κρυμμένες πηγές συναισθημάτων και χαρισμάτων που οφείλαμε να ανακαλύψουμε. Ταυτόχρονα, αρχίσαμε να βλέπουμε τον εαυτό μας αντικειμενικά και στεγνά – ως λίγο πολύ ανταλλάξιμο μέλος του ίδιου είδους και μιας ανταγωνιστικής μαζικής κοινωνίας. Τόσο η υποκειμενικότητα όσο και η αντικειμενικότητα έγιναν πιο έντονες. Αρχίσαμε να νιώθουμε ότι οι ζωές μας, όπως φαίνονται απ’ έξω, δεν αντανακλούσαν τη λάμψη που υπήρχε μέσα μας.
Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ από τη μεριά του έγραφε για τη γοητεία των φανταστικών εαυτών μας: «Ζωγραφίζει κανείς μόνο το δικό του πορτρέτο, έξω από το οποίο δεν υπάρχει τίποτα. Αναμφίβολα, αυτή η σκέψη μπορεί να φαίνεται σκληρή… Από την άλλη όμως, βοηθά τους ανθρώπους να καταλάβουν ότι μόνο η πραγματικότητα μετράει και ότι τα όνειρα, οι προσδοκίες και οι ελπίδες χρησιμεύουν μόνο για να ορίσουν έναν άνθρωπο ως ένα σύνολο χαμένων ονείρων, εγκαταλελειμμένων ελπίδων και μάταιων προσδοκιών».
Όμως και οι «άλλες» ζωές μπορεί να είναι πραγματικές, υπό την έννοια ότι εμείς τις φανταστήκαμε, συνεπώς είναι κομμάτι μας. Το να γνωρίζεις τι δεν είναι ή τι δεν έγινε κάποιος –τι θα μπορούσε να είναι, τι ονειρεύεται να είναι– σημαίνει να γνωρίζεις κάποιον βαθιά. Όταν συναντάμε για πρώτη φορά έναν άνθρωπο, τον βλέπουμε όπως είναι εκείνη τη στιγμή, με τον καιρό όμως διακρίνουμε την αύρα των δυνατοτήτων που τον περιβάλλει. Ο Μίλερ περιγράφει το συναίσθημα που προκαλεί αυτή η εμπειρία ως «ομορφιά και σπαραγμό μαζί».
Σαν τις απόκοσμες, γαλήνιες φωνές που ακούει η κυρία Ράμσεϊ στο μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ «Στο Φάρο» να απαγγέλλουν στίχους: «Και όλες οι ζωές που ζήσαμε και όλες οι ζωές που θα ζήσουμε / Είναι γεμάτες δέντρα και φύλλα που αλλάζουν». Η ίδια δεν είναι σίγουρη για το νόημα αυτών των στίχων, δεν ξέρει καν αν τους επινόησε, αν τους άκουσε μόλις ή αν τους θυμήθηκε. «Σαν μουσική», γράφει η Γουλφ, «οι λέξεις έμοιαζαν να βγαίνουν από τη δική της φωνή, έξω από τον εαυτό της, και να λένε με άνεση και φυσικότητα αυτό που είχε στο μυαλό της όλο το βράδυ, ενώ έλεγε άλλα πράγματα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.