Από το ύψος της οδού Ορλώφ στον περιφερειακό του Φιλοπάππου το πετρόχτιστο μονοπάτι οδηγεί σε ένα σημείο άγνωστο σε πολλούς Αθηναίους, από αυτά που οι οδηγοί αναφέρουν ως «καλά κρυμμένα μυστικά», έναν χώρο πολύ δημοφιλή και αγαπητό στους περίοικους, που συνδέουν με τον τόπο την καθημερινή τους δραστηριότητα, προφυλάσσοντάς τον ως ένα κρίσιμο, ευαίσθητο οικοσύστημα.
Το μονοπάτι οδηγεί σε ένα πλάτωμα, σε ένα κοίλον, ένα λατομείο που λειτουργούσε παράνομα μέχρι τη δεκαετία του ’60. Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά, θα δει πως έχει ακόμα τις χαρακιές από τα κρουστικά μηχανήματα και τις σιδερένιες ράγες που χρησιμοποιούσαν στις εξορύξεις.
Αν κοιτάξει κανείς ακόμα πιο προσεκτικά, θα δει φωλιές που έχουν φτιάξει οι κουκουβάγιες και οι χελώνες δίπλα σε φραγκοσυκιές και ποώδη φυτά που ξεπηδούν από τις σχισμές της πέτρας. Όποιος ανέβει στα βράχια ατενίζει το νότιο μέρος της πόλης και τον Σαρωνικό. Στο γαλήνιο αυτό τοπίο υπάρχει ένα στιβαρό απομεινάρι μιας ημιτελούς κατασκευής, από ένα από τα σχέδια για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Εδώ, ο Αλέξανδρος Τζάννης δημιουργεί ένα γλυπτό-παράσιτο το οποίο περικυκλώνει αυτήν τη διάτρητη κατασκευή που στέκει σαν σκελετός, και την κατοικεί. Εισάγει μια αυστηρή γεωμετρία, σχηματίζει ένα άκαμπτο πλαίσιο που λειτουργεί ως όριο και περιχαρακώνει τον χώρο.
Η δουλειά του Αλέξανδρου Τζάννη στρέφεται στην πόλη, αφορά τον τρόπο που αλλάζει· ο ίδιος παρακολουθεί με έναν πιο αφηρημένο τρόπο τις αλλαγές της, εντάσσοντας στο έργο του πολλά γεωμετρικά στοιχεία.
Είναι η ένατη χρονιά που το ΝΕΟΝ παρουσιάζει, στο πλαίσιο του προγράμματος «Έργο στην Πόλη», μια ανάθεση σε δημόσιο χώρο, την εγκατάσταση, αυτήν τη φορά, του Αλέξανδρου Τζάννη με τίτλο «Athens dies in dreams at sunrise», μια αλληγορία για το τέλος του πάρτι με το ξημέρωμα, το τέλος του ονείρου με το ξύπνημα.
«Αυτό το έργο, το γλυπτό, υπάρχει μέσα σε μια προϋπάρχουσα κατασκευή και το ενδιαφέρον είναι το πώς εντάσσεται στη ζωή της πόλης. Αυτός εδώ είναι ένας χώρος που χρησιμοποιείται καθημερινά από τους κατοίκους της περιοχής, εδώ κάνουν περιπάτους, βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους, κάνουν γιόγκα, τάι-τσι, και η εγκατάσταση έχει προσαρμοστεί και στις ανάγκες των κατοίκων∙ έχουμε αφήσει χώρο ώστε να συνεχίζονται όλες αυτές οι λειτουργίες απρόσκοπτα, οπότε, με αυτήν τη συνεργασία, βγαίνει πραγματικά το έργο του Αλέξανδρου στον δημόσιο χώρο και εναρμονίζεται με αυτόν», λέει η διευθύντρια του ΝΕΟΝ, Ελίνα Κουντούρη.
Η δουλειά του Αλέξανδρου Τζάννη στρέφεται στην πόλη, αφορά τον τρόπο που αλλάζει· ο ίδιος παρακολουθεί με έναν πιο αφηρημένο τρόπο τις αλλαγές της, εντάσσοντας στο έργο του πολλά γεωμετρικά στοιχεία. Η μεταβολή είναι ένας κεντρικός άξονας της δουλειάς του – αυτή που συντελείται είτε μέσα από τεχνικές διαδικασίες, όπως είναι η βιομηχανία και η εργασία που αλλάζει την ύλη, είτε, φυσικά, μέσω του χρόνου. Ο Τζάννης χρησιμοποιεί υλικά που φθείρονται και στη μεταβιομηχανική εποχή που διανύουμε ασχολείται πολύ με τα βιομηχανικά κατάλοιπα. Από το 2017 ασχολείται με τα «Παράσιτα», εγκαταστάσεις που αγκιστρώνονται σε στοιχεία κτιρίων. Δουλεύει πολύ με τον σίδηρο και τον μαγνήτη και εξερευνά το πώς αυτά τα δυο υλικά παρασιτούν το ένα εις βάρος του άλλου. Τα όρια μεταξύ ξενιστή και παράσιτου γίνονται θολά, κάτι που συμβαίνει στα υλικά. Πρόκειται για ένα σχόλιο και πάνω στις κοινωνικές προεκτάσεις της σχέσης αυτής, ενώ οι δυο οργανισμοί αναγνωρίζονται ως εξίσου σημαντικοί και αλληλένδετοι. «Το παράσιτο το συναντάμε σε όλες τις μορφές του πολιτισμού και της φύσης. Είναι μια σχέση αρχικά ξεκάθαρη που γίνεται ολοένα πιο περίπλοκη και δυσανάγνωστη. Στην κατασκευή αυτή τονίσαμε αυτήν τη σχέση και επάνω της δημιουργήσαμε ένα τεράστιο γλυπτικό παράσιτο», λέει ο Αλέξανδρος Τζάννης.
Στο σημείο αυτό του λόφου, το λατομείο και το φυσικό τοπίο του βράχου δημιουργούν μια αντίθεση και δείχνουν την ανθρώπινη επίδραση σε ένα φυσικό τοπίο που ωστόσο διατηρεί αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά του μέσα στον χρόνο.
«Ακριβώς εδώ, το 2003, οι αρχιτέκτονες Μπούκη Μπαμπάλου-Νουκάκη και Αντώνης Νουκάκης δημιούργησαν μια ανοιχτή κατασκευή-υποδομή για υπαίθρια έκθεση γλυπτικής, στο πλαίσιο του προγράμματος ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων. Η κατασκευή αυτή, αν και δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για τον αρχικό της σκοπό, παραμένει αγκιστρωμένη στον βράχο ως σιωπηλό αποτύπωμα της πρόθεσης εκείνης. Πάνω σε αυτήν προσαρτάται η έκθεση του Αλέξανδρου Τζάννη “Athens dies in dreams at sunrise”, που ενσωματώνει όλα τα προηγούμενα δεδομένα, αναπτύσσεται μέσα τους και “χτίζει” πάνω σε αυτά ένα επιπλέον επίπεδο», λέει η επιμελήτρια του έργου Γαλήνη Νώτη.
Στο γλυπτό αποτυπώνονται μέρη από τα κλαδιά του φυτού που βρίσκεται διάσπαρτο στον λόφο, «μεταφρασμένα» σε σίδερο, μέσα από τον σχεδιασμό τρισδιάστατων μοντέλων και διαδικασίες βιομηχανικής παραγωγής. Το φυτό αυτό, η μηδική, μοιάζει ξερό, ενώ δεν είναι: πέφτει σε φθινοπωρινό λήθαργο και όταν επιστρέψουν οι ευνοϊκές συνθήκες αναπτύσσεται πάλι. Υπενθυμίζει τον κύκλο της ζωής, περνώντας μέσα από τον θάνατο.
Στη βάση του γλυπτού διακρίνονται βυθισμένες αθλητικές μπλούζες, μια ενδυματολογική αναφορά στη ρέιβ κουλτούρα και στα πάρτι της δεκαετίας του ’90, ορισμένα από τα οποία έγιναν στον λόφο του Φιλοπάππου. Τα ρούχα, πετρωμένα σ’ ένα πλαίσιο που μοιάζει ρευστό, αλλά έχει στερεοποιηθεί, απηχούν αυτή την κουλτούρα.
Όσα σχεδίασαν και οραματίστηκαν οι αρχιτέκτονες το 2003 έμειναν ημιτελή. Η μελέτη εγκαταλείφθηκε, η ανάπλαση του τόπου δεν πραγματοποιήθηκε, όμως τα απομεινάρια της δεν αποσύρθηκαν από τον χώρο. Αυτό το φυσικό αλλά και διαμορφωμένο από την ανθρώπινη παρέμβαση τοπίο ήταν το αγαπημένο σημείο του Αλέξανδρου Τζάννη στην πόλη, που το γνώρισε πριν από είκοσι και πλέον χρόνια, όταν υπήρχε λίγο πιο πέρα ένα αναρριχητικό πεδίο που ήταν μέρος των καθημερινών του προπονήσεων.
«Έχω βρεθεί πολλές φορές εδώ, όταν έκανα αναρρίχηση, αλλά και σε πάρτι που γίνονταν συχνά και νομίζω ότι αυτός ο χώρος είναι ο πιο κοντινός και ταιριαστός σε μένα∙ είχε ακριβώς τα στοιχεία που μου αρέσουν. Ένα βιομηχανικό βαρύ στοιχείο, ταυτόχρονα ανάλαφρο, την εργασία του ανθρώπου που έχει αφήσει τα ίχνη της στον βράχο, ενώ ταυτόχρονα βρισκόμαστε σε ένα φυσικό περιβάλλον που παίζει και με τη δική μου χρωματική παλέτα της σκουριάς και με τον κύκλο της ζωής, της εγκατάλειψης και της επανοικειοποίησης, που διαρκώς με απασχολεί. Βλέπουμε σημάδια βίας στον βράχο, ενώ το ίδιο το τοπίο σού προσφέρει γαλήνη και ηρεμία και το βλέμμα σου φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Με αφορμή ένα ξεραμένο φυτό που υπήρχε, κατασκευάστηκε ένα “κλαδί”, ένα ρετροφουτουριστικό στοιχείο που πλέκεται στην αρχιτεκτονική κατασκευή, μια νοητική προέκταση της αναρρίχησης. Η κατασκευή ήταν καμένη σε ένα σημείο, έτσι την άφησα να υπάρχει και τοποθέτησα και κάποια ρούχα, απομεινάρια των πάρτι που έγιναν σε άλλες δεκαετίες. Τα κλαδιά αυτά είναι χυμένα σε μέταλλο και αναπαριστούν τα κλαδιά της μηδικής, ενός φυτού που αφθονεί στην περιοχή και το φυτεύουν οι κάτοικοι. Και αν χαίρομαι κάτι, είναι ότι σε αυτό το έργο είναι όλα ταιριαστά με τη μνήμη, την ιστορία, το παρελθόν και το παρόν του τόπου αυτού», λέει ο Αλέξανδρος Τζάννης.