Εκτενής, οπτική κατά βάση, έρευνα των Financial Times αποκαλύπτει την πραγματικότητα πίσω από ένα από τα πιο δημοφιλή προϊόντα παγκοσμίως, τον τόνο που φτάνει κάθε μέρα -μεταξύ άλλων- στα βρετανικά σούπερ μάρκετ.
Το ψάρι που βρίσκεται σχεδόν σε κάθε κουζίνα κρύβει μια ολόκληρη βιομηχανία εκμετάλλευσης, με χιλιάδες εργαζόμενους να περιγράφουν συνθήκες που αγγίζουν τα όρια της σύγχρονης δουλείας, περιγράφει η έρευνα των Financial Times.
«Δεν μπορώ να περπατήσω ούτε δέκα βήματα»
Στο επίκεντρο της έρευνας βρίσκεται ο 31χρονος από την Ινδονησία, Deby Putra Bunanda. Μετά από επτά μήνες σε ταϊβανέζικο αλιευτικό σκάφος στον Δυτικό Ειρηνικό, επέστρεψε σπίτι μισοπαράλυτος, με σοβαρές βλάβες έπειτα από καθυστερημένη ιατρική φροντίδα. Δούλευε 24 ώρες το 24ώρο, με φαγητό που είχε λήξει, χωρίς καθαρό νερό, με τα ταξιδιωτικά έγγραφα κατασχεμένα και έναν καπετάνιο που απειλούσε το πλήρωμα.
Σήμερα, δύο χρόνια μετά, δεν μπορεί να εργαστεί ούτε να σταθεί όρθιος για περισσότερο από λίγα λεπτά. «Ήμουν δυνατός. Τώρα απλώς ξαπλώνω. Δεν μπορώ πια να κάνω τίποτα» αφηγείται ο ίδιος στους Financial Times, περιγράφοντας την κατάσταση πίσω από τη βιομηχανία τόνου.
Η περίπτωση Bunanda δεν είναι η εξαίρεση. Σύμφωνα με την ILO, περίπου 128.000 ψαράδες παγκοσμίως εργάζονται καταναγκαστικά. Το 42% όλων των καταγεγραμμένων παραβιάσεων συμβαίνει σε αλιευτικά τόνου.
Μάλιστα, σε μεγάλους στόλους, κινεζικών, ταϊβανέζικων και νοτιοκορεατικών συμφερόντων, που τροφοδοτούν και την ευρωπαϊκή αγορά, οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν:
- ότι περνούν εβδομάδες χωρίς ύπνο,
- 20ώρα ωράρια εργασίας
- άσκηση βίας από καπετάνιους,
- στέρηση ιατρικής περίθαλψης,
- κατάσχεση διαβατηρίων,
- κακή ποιότητα φαγητού και επικίνδυνο πόσιμο νερό,
- απειλές και χρέη που τους κρατούν «δεμένους» στα καράβια.
Πολλά αλιευτικά παραμένουν στη θάλασσα για πάνω από τρία χρόνια, χωρίς οι εργαζόμενοι να πατήσουν στεριά, εξαιτίας της λεγόμενης πρακτικής της μεταφόρτωσης φορτίου από πλοίο σε πλοίο.
Και όμως, αυτός ο τόνος καταλήγει στα ράφια
Η έρευνα συνέδεσε απευθείας συγκεκριμένους στόλους με προϊόντα που πωλούνται σε μεγάλες βρετανικές αλυσίδες σούπερ μάρκετ, όπως Tesco, Asda, Morrisons, Waitrose και Sainsbury’s.
Κάποιες από τις εταιρείες ανακοίνωσαν πως θα ξεκινήσουν εσωτερικές έρευνες. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι βαθύ: η πλειονότητα του τόνου περνά από πολύπλοκες, αδιαφανείς αλυσίδες εφοδιασμού, με αλλαγές σημαίας, αλλαγές ονόματος πλοίων και ερεβώδεις διαδρομές που δυσκολεύουν κάθε προσπάθεια ιχνηλάτησης.
Ενδεικτικά, μέχρι και ο τόνος που έχει τη «γαλάζια ετικέτα» του Marine Stewardship Council (MSC), μιας πιστοποίησης που εμπιστεύονται καταναλωτές και σούπερ μάρκετ, προέρχεται συχνά από στόλους με ανοιχτές καταγγελίες για κακοποίηση. Όπως εξηγεί ειδικός αγοράς στους FT, το σημείο προέλευσης που γράφουν οι συσκευασίες συχνά αφορά… τον τόπο επεξεργασίας, όχι την περιοχή αλίευσης.
Το αποτέλεσμα είναι ένα τρόφιμο που εμφανίζεται ως «ηθικό» και «βιώσιμο», αλλά συχνά πατά σε μια αλυσίδα όπου η εκμετάλλευση είναι συστημική: χαμηλές αμοιβές, κρατικά επιδοτούμενοι στόλοι, και ένας αγώνας για «φθηνό τόνο» που πιέζει τα πάντα προς τα κάτω.
Την ίδια ώρα, ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα ζητούν άμεσες αλλαγές: υποχρεωτική ψηφιακή παρακολούθηση των πλοίων, πρόσβαση σε WiFi για τα πληρώματα ώστε να μπορούν να ζητήσουν βοήθεια, αυστηρότερους ελέγχους στα λιμάνια, και κυρίως, συλλογική εκπροσώπηση των εργαζομένων.
Για εργαζόμενους όπως ο Bunanda, όμως, όλα αυτά έρχονται αργά. «Αυτό δεν είναι δουλειά», λέει η σύζυγός του. «Είναι εμπόριο ανθρώπων».
Με πληροφορίες από Financial Times