Το να έχει κάποιος μια γάτα ως κατοικίδιο θα μπορούσε ενδεχομένως να διπλασιάσει τον κίνδυνο εμφάνισης καταστάσεων που σχετίζονται με τη σχιζοφρένεια, σύμφωνα με ανάλυση 17 μελετών.
Ο ψυχίατρος Τζον ΜακΓκραθ και οι συνεργάτες του στο Queensland Centre for Mental Health Research στην Αυστραλία εξέτασαν έρευνες που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία 44 χρόνια σε 11 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η ανασκόπησή τους, που πραγματοποιήθηκε το 2023, διαπίστωσε «μια σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ της ευρέως οριζόμενης ιδιοκτησίας γάτας και του αυξημένου κινδύνου για διαταραχές που σχετίζονται με τη σχιζοφρένεια».
«Υπάρχει ανάγκη για περισσότερες υψηλής ποιότητας μελέτες σε αυτόν τον τομέα», τονίζουν οι συγγραφείς στο δημοσιευμένο άρθρο τους.
Το παράσιτο
Η ιδέα ότι η απόκτηση γάτας μπορεί να συνδέεται με τον κίνδυνο σχιζοφρένειας αναφέρθηκε σε μια μελέτη του 1995, με το παράσιτο που ονομάζεται Toxoplasma gondii να θεωρείται πιθανή αιτία. Όμως, μέχρι στιγμής οι έρευνες έχουν δώσει αντικρουόμενα συμπεράσματα.
Ορισμένες μελέτες έχουν βρει ότι η επαφή με γάτες κατά την παιδική ηλικία μπορεί να κάνει ένα άτομο πιο πιθανό να αναπτύξει σχιζοφρένεια· ωστόσο, δεν έχουν όλες οι έρευνες διαπιστώσει τέτοια συσχέτιση.
Για να αποκτήσουν μια πιο καθαρή εικόνα, ο ΜακΓκραθ και η ομάδα του λένε ότι υπάρχει ανάγκη για μια λεπτομερή ανασκόπηση και ανάλυση όλων των ερευνών πάνω σε αυτά τα θέματα.
Το T. gondii είναι ένα κατά κανόνα ακίνδυνο παράσιτο που μπορεί να μεταδοθεί μέσω μισομαγειρεμένου κρέατος ή μολυσμένου νερού. Μπορεί επίσης να μεταδοθεί μέσω των περιττωμάτων μιας μολυσμένης γάτας.
Εκτιμήσεις δείχνουν ότι το T. gondii μολύνει περίπου 40 εκατομμύρια ανθρώπους στις ΗΠΑ, συνήθως χωρίς κανένα σύμπτωμα. Την ίδια στιγμή, οι ερευνητές συνεχίζουν να ανακαλύπτουν περισσότερα παράξενα αποτελέσματα που μπορεί να έχουν οι λοιμώξεις.
Μόλις εισέλθει στο σώμα μας, το T. gondii μπορεί να διεισδύσει στο κεντρικό νευρικό σύστημα και να επηρεάσει τους νευροδιαβιβαστές. Το παράσιτο έχει συνδεθεί με αλλαγές στην προσωπικότητα, την εμφάνιση ψυχωτικών συμπτωμάτων και ορισμένων νευρολογικών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της σχιζοφρένειας.
Ωστόσο, μια συσχέτιση δεν αποδεικνύει ότι το T. gondii προκαλεί αυτές τις αλλαγές ή ότι το παράσιτο μεταδόθηκε από γάτα σε άνθρωπο. Υπάρχουν όμως ορισμένα σημαντικά στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως το γεγονός ότι 15 από τις 17 μελέτες ήταν μελέτες περίπτωσης-μαρτύρων (case-control).
Πολλές έρευνες - αντικρουόμενα αποτελέσματα
Αυτό το είδος έρευνας δεν μπορεί να δείξει σχέση αιτίου-αποτελέσματος και συχνά δεν λαμβάνει υπόψη παράγοντες που μπορεί να έχουν επηρεάσει τόσο την έκθεση όσο και το αποτέλεσμα.
Οι ερευνητές υπογραμμίζουν επίσης τη χαμηλή ποιότητα αρκετών από τις μελέτες.
Μια μελέτη δεν βρήκε σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στην απόκτηση γάτας πριν από την ηλικία των 13 ετών και την εμφάνιση σχιζοφρένειας αργότερα, αλλά εντόπισε μια σημαντική σύνδεση όταν η κατοχή γάτας περιορίστηκε σε μια πιο συγκεκριμένη περίοδο (από 9 έως 12 ετών). Αυτή η ασυνέπεια δείχνει ότι το κρίσιμο χρονικό διάστημα έκθεσης σε γάτες δεν είναι ξεκάθαρα καθορισμένο.
Μια μελέτη στις ΗΠΑ, που περιελάμβανε 354 φοιτητές ψυχολογίας, δεν βρήκε σύνδεση μεταξύ της κατοχής γάτας και της σχιζοτυπίας. Ωστόσο, όσοι είχαν δεχτεί δάγκωμα από γάτα είχαν υψηλότερα σκορ σε σχέση με όσους δεν είχαν.
Μια άλλη μελέτη, η οποία περιελάμβανε άτομα με και χωρίς ψυχικές διαταραχές, ανακάλυψε σύνδεση μεταξύ των δαγκωμάτων από γάτες και υψηλότερων σκορ σε τεστ που μετρούν συγκεκριμένες ψυχολογικές εμπειρίες. Ωστόσο, οι ερευνητές πρότειναν ότι άλλα παθογόνα, όπως το Pasteurella multocida, μπορεί να είναι υπεύθυνα. Πριν μπορέσουμε να κάνουμε οριστικές ερμηνείες, οι ερευνητές επαναλαμβάνουν ότι χρειαζόμαστε καλύτερη και ευρύτερη έρευνα.
«Η ανασκόπησή μας παρέχει υποστήριξη για μια συσχέτιση μεταξύ της κατοχής γάτας και των διαταραχών που σχετίζονται με τη σχιζοφρένεια», καταλήγουν οι συγγραφείς.
«Υπάρχει ανάγκη για περισσότερες μελέτες υψηλής ποιότητας, βασισμένες σε μεγάλα, αντιπροσωπευτικά δείγματα, ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα την κατοχή γάτας ως πιθανό παράγοντα που τροποποιεί τον κίνδυνο για ψυχικές διαταραχές», τονίζουν.