Η OLIVIA DEAN είναι ένα όνομα που το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται παντού. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στο UK Singles Chart ή στο Billboard, δύσκολα θα την αγνοήσει· είναι η μόνη καλλιτέχνιδα που καταφέρνει να σταθεί μέσα στον θόρυβο του «KPop Demon Hunters» και το ασταμάτητο κύμα της Taylor Swift, κρατώντας σταθερά μια θέση στη δεκάδα για πάνω από δυο μήνες. Χάρη στα «Man I need», «Nice to each other» και στο «Rein me in» με τον Sam Fender, έχει εδραιωθεί ως μία από τις πιο αναγνωρίσιμες και φρέσκες φωνές αυτήν τη στιγμή στο διεθνές μουσικό στερέωμα.
Κι όμως, εικάζω πως μέχρι πρόσφατα εγώ, όπως πολλοί, δεν ήξεραν καν ποια είναι. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που ακούς ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, σου κολλάει αμέσως κι έπειτα ανακαλύπτεις ότι πίσω του κρύβεται ένα όνομα που βλέπεις παντού, αλλά δεν το έχεις ακόμα συνδέσει με ήχο και πρόσωπο.
«Έχω κάνει όλα τα κλισέ», τραγουδάει στο «Nice to each other», και πράγματι, μοιάζει να θέλει να ξεπεράσει το παρελθόν και να εστιάσει στο τώρα. Εδώ, ο ήχος της ανοίγει και φωτίζεται, γίνεται ίσως παραπάνω απαλός απ’ ό,τι χρειάζεται.
Ο Alexis Petridis σημείωσε πολύ εύστοχα στην «Guardian» ότι, αν δεν υπήρχε το σάουντρακ του «KPop Demon Hunters», που καταλαμβάνει τις πρώτες θέσεις στα charts, τώρα θα μιλούσαμε για την Dean ως «το ποπ φαινόμενο της χρονιάς» – και μάλλον έχει δίκιο. Το «Man I need» π.χ. είναι ήδη το πέμπτο πιο παιγμένο τραγούδι παγκοσμίως στο Spotify, και όχι άδικα – είναι από τα κομμάτια που ακούς μια φορά και σου μένει. Μου κάνει εντύπωση που δεν έχει προκαλέσει πιο πολύ θόρυβο. Πάντως, την τωρινή της επιτυχία, απ’ ό,τι φαίνεται, βοήθησαν και οι εμφανίσεις της ως support στις συναυλίες της Sabrina Carpenter και του Sam Fender.
Olivia Dean - «Man I need»
Η Olivia Dean είναι 26 χρονών και μεγάλωσε στα βόρεια προάστια του Λονδίνου – από την πλευρά της μητέρας της έχει ρίζες από την Τζαμάικα και τη Γουιάνα. Μικρή ήθελε να ασχοληθεί με το θέατρο, προτού το γυρίσει στη μουσική. Στα 15 της κατάφερε να μπει στο φημισμένο BRIT School, την ίδια σχολή που ανέδειξε ονόματα όπως η Adele, η Raye και η FKA Twigs. Στα 16 της άρχισε να γράφει τραγούδια. Όμως, σε αντίθεση με άλλους συμμαθητές της, η επιτυχία δεν ήρθε αμέσως. Αν και από την αρχή έκανε σωστά όλα τα βήματα που απαιτούνται στη βρετανική showbiz για να περάσεις σε ένα άλλο επίπεδο, π.χ. εμφανίσεις στην τηλεόραση, στην εκπομπή του Jools Holand ή στο Glastonbury Festival, αυτό τελικά δεν λειτούργησε.
Το 2023 κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ, το «Messy». Παρότι απέσπασε αξιοπρεπείς κριτικές και το κομμάτι «Dive» έγινε κάπως γνωστό, δεν κατάφερε να ξεχωρίσει. Η μουσική της έμοιαζε υπερβολικά προσεγμένη και καθωσπρέπει, σαν να τη σκίαζε η ίδια η παράδοση της βρετανικής νεο-σόουλ – όμορφη, αλλά αναμενόμενη. Με λίγα λόγια, δεν είχε ταυτότητα.
Όλα όμως άλλαξαν με το «Art of Loving», το δεύτερο άλμπουμ της, όπου η Dean φαίνεται να προσπαθεί να διορθώσει τις ατέλειες της προηγούμενης δουλειάς της. «Έχω κάνει όλα τα κλισέ», τραγουδάει στο «Nice to each other», και πράγματι, μοιάζει να θέλει να ξεπεράσει το παρελθόν και να εστιάσει στο τώρα. Εδώ, ο ήχος της ανοίγει και φωτίζεται, γίνεται ίσως παραπάνω απαλός απ’ ό,τι χρειάζεται. Η παραγωγή των Tobias Jesso Jr. και Matt Hales (γνωστός παλαιότερα ως Aqualung) είναι άψογη, σχεδόν «χειρουργική» στην καθαρότητά της, αλλά η φωνή της Dean είναι αυτή που δίνει ζωή στο εγχείρημα. Είναι κάπως αναζωογονητικό που δεν είναι τόσο τζαζ όσο η Amy Winehouse ή τόσο indie όσο η Lola Young. Δεν γίνεται έρμαιο της προφοράς της, προδίδοντας τη βρετανική της καταγωγή, όση χάρη κι αν προσδίδει σε άλλες δημιουργούς. Είναι κάτι που παρατηρεί και ο Petridis, αλλά ούτως ή άλλως είναι ίσως το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της. Ακούγεται απλή, ειλικρινής, με μια φυσική οικειότητα που σε κερδίζει αμέσως.
Olivia Dean - «Nice to each other»
Αυτό που ίσως της λείπει ακόμα είναι μια διάθεση για ρίσκο. Όσο προσεγμένο κι αν είναι το «Art of loving», ο ήχος της παραμένει κάπως «ασφαλής», παλιομοδίτικος, σαν να διστάζει να λερωθεί λίγο ή να πειραματιστεί. Αντ’ αυτού, δίνει ένα κλασικό σόουλ άλμπουμ με ποπ και τζαζ πινελιές και εντελώς mainstream, ιδανικό για το ραδιόφωνο. Σε κάποιους κάνει, σε κάποιους όχι και τόσο.
Κάτι καλό εγχώριο:
Dury Dava - ΔΕΠΥ
«ΔΕΠΥ» είναι ο τίτλος του τρίτου, πολυαναμενόμενου άλμπουμ των Dury Dava, και, ναι, δεν είναι τυχαίος. Το συγκρότημα δανείζεται τα αρχικά της γνωστής νευροαναπτυξιακής διαταραχής, της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, για να περιγράψει με έναν ευφυή και λίγο ειρωνικό τρόπο τη δική του δημιουργική κατάσταση στο συγκεκριμένο άλμπουμ.
Οι Dury Dava φαίνεται να κινούνται ηχητικά σε ένα σύμπαν απρόβλεπτο, παρορμητικό, όπου η συγκέντρωση και η διάσπαση συνυπάρχουν. Είναι ιδανικός τίτλος, αν το καλοσκεφτείς. Πρόκειται για μια σειρά εννιά κομματιών με παιχνιδιάρικους τίτλους όπως «Σκατζοχοιράδα», «Δάχτυλα των ποδιών», «Τρύπιος κουβάς» – οι στίχοι δεν πάνε πίσω.
Το άλμπουμ γεννήθηκε μέσα από το ευρωπαϊκό τουρ της μπάντας τους τελευταίους μήνες του 2023. Οι Dury Dava μετέφεραν την ενέργεια των ζωντανών τους εμφανίσεων στο στούντιο, χτίζοντας τα περισσότερα κομμάτια μέσα από τζαμαρίσματα και αυτοσχεδιαστικά sessions.
Dury Dava - «Σκατζοχοιράδα» (Official Audio)
Ηχητικά, το νέο υλικό απομακρύνεται ελαφρώς από τον ψυχεδελικό ηδονισμό που χαρακτήριζε τις προηγούμενες δουλειές τους και στρέφεται προς πιο krautrock κατευθύνσεις. Ο ήχος τους φέρνει στον νου θρυλικά συγκροτήματα όπως οι Can και οι Amon Düül, αλλά και Γιαπωνέζους prog-rockers όπως οι Acid Mothers Temple και Flower Travellin’ Band, πάντα με εκείνον τον ανατολίτικο τόνο που τους ακολουθεί σε κάθε κυκλοφορία.
Το μεγάλο τους ατού, βέβαια, παραμένει το γεγονός ότι τραγουδούν στα ελληνικά, και μάλιστα με έναν ιδιοσυγκρασιακό, αυθεντικό τρόπο που, συνειδητά ή μη, μοιάζει να αποτίνει φόρο τιμής σε ροκ μορφές όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος και οι Απροσάρμοστοι, αλλά και ο Νικόλας Άσιμος, πηγαίνοντας κάπως κόντρα στο πρόσφατο ρεύμα της synth pop αναβίωσης των ελληνικών ’80s.