ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΚ ΤΩΝ ΕΣΩ για τη συγγραφή – αυτήν τη «μάγισσα» με τους κινδύνους, τις χαρές, τις αντιξοότητες και τη μοναχικότητά της. Μια κατάθεση εμπειρίας γύρω από προβλήματα ύφους, δεξιοτεχνίας, χαρακτήρων και πλοκής και μαζί ένα μωσαϊκό από κρίσεις για σπουδαίες μορφές της λογοτεχνίας. Μια κιβωτός με οδηγίες προς ναυτιλλομένους στον ωκεανό της τέχνης της γραφής, με την υπογραφή ενός «καπετάνιου» που δοξάστηκε νωρίς, διαβάστηκε, αμφισβητήθηκε, προκάλεσε κι έμεινε ως το τέλος διαυγής και θαρραλέος: του Νόρμαν Μέιλερ. Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του (31/1/1923-10/11/2007), ευκαιρία να θυμηθούμε τη δυσεύρετη πια Μάγισσα τέχνη του Αμερικανού συγγραφέα (μτφρ. Ιλ. Διονυσοπούλου, Καστανιώτης) καθώς και την προσωπική διαδρομή του.
Υπερβολικά μάτσο για κάποιους και υπερβολικά νάρκισσος για άλλους, ο Νόρμαν Μέιλερ είχε να το λέει: «Δεν πιστεύω πως οι καλοί μυθιστοριογράφοι μοιάζουν εξ ολοκλήρου με τους άλλους ανθρώπους». Ας τον θεωρούσαν άγριο. «Και στην ακμή μου ακόμα, το χαρακτηριστικό μου αυτό αποτελούσε μονάχα το 5% με 10% της φύσης μου. Το υπόλοιπο ανήκε στη δουλειά». Κι αν βασίζεται κάπου αυτή η δουλειά, είναι στο σθένος. Στην ικανότητα «να διατηρήσεις πίστη στον εαυτό σου», στην προθυμία «να πάρεις ρίσκα και να προσπαθήσεις ξανά», στο «να δεσμεύεσαι να γράψεις ακόμα κι αν δεν έχεις τίποτα μέσα σου».
Άγουρος έφηβος, ανήμπορος να συντάξει στ’ αγγλικά μια σωστή πρόταση, ο Νόρμαν Μέιλερ ξεκίνησε από το Μπρούκλιν για να σπουδάσει αεροναυπηγική. Τέσσερα χρόνια μετά βρέθηκε «ημιεκπαιδευμένος και ημιτελής άνθρωπος του Χάρβαρντ» που είχε τουλάχιστον την τύχη ν’ ανακαλύψει, προτού κλείσει τα είκοσι, το πάθος της ζωής του.
«Οι συγγραφείς», γράφει στη Μάγισσα τέχνη ο Μέιλερ, «λες και υπάρχουν για να καταστραφούν: ποτό, μαριχουάνα, πάρα πολύ σεξ, πάρα πολλή φθορά, πάρα πολλή αναγνώριση, πολύ λίγη αναγνώριση, ματαίωση. Σχεδόν όλα στη διάταξη των πραγμάτων λειτουργούν για να θολώσουν ένα πρώτης τάξεως ταλέντο. Μα το χειρότερο όλων είναι η δειλία». Δεν μπορείς, λέει, να υπερπηδήσεις την επαγγελματική μετριότητα των κριτικών, την αδιαφορία των εκδοτών ή την έλλειψη επικοινωνίας με τους συναδέλφους, αν δεν παραδεχτείς ότι το μυθιστόρημα είναι σαν τη Μεγάλη Καριόλα της ζωής σου. Εκεί που νομίζεις πως ξεφορτώθηκες κι αυτήν και τις λεηλασίες της, τη βλέπεις στη γωνία να σου χαμογελά και πέφτεις πάλι στην παγίδα της.
Άγουρος έφηβος, ανήμπορος να συντάξει στ’ αγγλικά μια σωστή πρόταση, ξεκίνησε από το Μπρούκλιν για να σπουδάσει αεροναυπηγική και τέσσερα χρόνια αργότερα βρέθηκε «ημιεκπαιδευμένος και ημιτελής άνθρωπος του Χάρβαρντ» που είχε τουλάχιστον την τύχη ν’ ανακαλύψει προτού κλείσει τα είκοσι το πάθος της ζωής του. Τα μαθήματα συγγραφής που πήρε εκεί του τόνωσαν το λογοτεχνικό «εγώ» του, αλλά στη συνέχεια προσπάθησε να διαχωρίσει τη θέση του από τις στρατιές των αποφοίτων ανάλογων εργαστηρίων.
«Οι περισσότεροι από αυτούς», επισημαίνει, «συνθέτουν πολύ καλές προτάσεις και προχωρούν σωστά στη σελίδα, κι ορισμένες φορές στρέφονται σε θέματα έντονα και αλλόκοτα. Τείνουν όμως να μην είναι τρομερά φιλόδοξοι. Διότι σ’ ένα μάθημα συγγραφής τίποτε δεν σε κάνει να συντριβείς με ισχυρότερο πάταγο απ’ ό,τι μια τολμηρή απόπειρα που δεν πετυχαίνει. Έτσι αναπτύσσεται η εσωτερική τάση να παραμείνεις μικρός».
Από τη μεριά του, έμαθε να γράφει γράφοντας. Είχε υπολογίσει ότι προτού καταλήξει στους Γυμνούς και τους νεκρούς, το αντιπολεμικό πρώτο του μυθιστόρημα που όχι μόνο απέσπασε διθυράμβους αλλά και μοσχοπουλήθηκε όσο κανένα από τα επόμενά του, είχε γράψει πάνω από μισό εκατομμύριο λέξεις! Έχοντας ξεχωρίσει από τα εικοσιπέντε του από την αγέλη, έμαθε ν’ αγαπά την επιτυχία, να εξαρτάται από αυτήν. Στους νεότερους όμως είχε να προτείνει: «Το ιδανικό είναι να γράφεις μόνο για ό,τι ενδιαφέρει εσένα. Ίσως αποδειχτεί ενδιαφέρον για τους άλλους, ίσως όχι, μα αν προσπαθήσεις να οδηγήσεις τον εαυτό σου στην επιτυχία, δεν θα γίνεις σοβαρός συγγραφέας».
Η κριτική δεν υπήρξε πάντοτε φιλική μαζί του κι ας μάζεψε ένα σωρό βραβεία στην καριέρα του. Μεταπηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο –τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το Χόλιγουντ, τους αστροναύτες, τη Μέριλιν Μονρόε, τον Κένεντι, το Βιετνάμ, την αρχαία Αίγυπτο, τη CIA–, έχοντας στον νου και τα διδάγματα του Φρόιντ αλλά και του Μαρξ και θεωρώντας τη δημοσιογραφία «πιο πολύ εγχείρημα για τη διατήρηση της φόρμας παρά προδοσία του δισκοπότηρου της τέχνης», ο Μέιλερ έπαψε σιγά σιγά να εισπράττει τις κακές κριτικές ως προσωπικές προσβολές. Όπως ο υποψήφιος πολιτικός συνεχίζει να διεκδικεί το χρίσμα κι ας χάνει κάποιους από τους χρηματοδότες του, έτσι κι αυτός, από ένα σημείο κι έπειτα αποδεχόταν τα «πλήγματα» στο πορτοφόλι του, κρατώντας το «εγώ» του άθικτο. «Το μυστικό είναι να διατηρείς την επαγγελματική σου αυτοπεποίθηση», λέει. «Όχι την υπεροψία, την αυτοπεποίθηση».
Αναφερόμενος στην περιπέτεια συγγραφής όχι μόνο του παρθενικού αλλά και άλλων βιβλίων του, όπως Οι ακτές της Μπαρμπαριάς, Το πάρκο των ελαφιών, Οι σκληροί δεν χορεύουν, Το τραγούδι του εκτελεστή ή Τ’ αρχαία δειλινά, παραθέτοντας αποσπάσματα από διαλέξεις ή συνεντεύξεις του με αντικείμενο την ψυχολογία του συγγραφέα, την ένταξή του στην κοινωνία και τη σημασία που έχουν οι εμπειρίες του για τη δημιουργική δουλειά, ο Νόρμαν Μέιλερ, στη Μάγισσα τέχνη, δεν δίστασε ν’ αναμετρηθεί με πολλούς εν ενεργεία συναδέλφους του αποτίοντας, παράλληλα, φόρο τιμής στους «γίγαντες» που τον σημάδεψαν.
«Η λογοτεχνική ζωή δεν είναι μόνο ζήλια», γράφει. Ο ίδιος συνήθιζε να βλέπει τους συγχρόνους του όπως οι αθλητές τους αντιπάλους τους: και τι κάνουν καλύτερα να διακρίνει και για τη δική του ανωτερότητα να είναι ενήμερος. Προφανώς δεν περιμένεις αντικειμενικότητα από τον μυθιστοριογράφο που κρίνει τους ομοτέχνους του, αναγνωρίζει. «Ο αναγνώστης, όμως, έχει τουλάχιστον την ευκαιρία να συγκρίνει τα ψεύδη, φιλοδώρημα που δεν αφήνει πάντα ένας καλός κριτικός». Ιδού μερικές δικές του κρίσεις, για ν’ αναρωτηθούμε τι μερίδιο έχουν τα ψεύδη σ’ αυτές:
Ο Τομ Γουλφ είναι ο καλύτερος ίσως στο να αιχμαλωτίζει την επιφάνεια ολότελα διαφορετικών στοιχείων της Αμερικής. «Έρχεται όμως τελευταίος όταν πρόκειται να κατανοήσει τους άντρες και τις γυναίκες». Η «τόσο χαρισματική» Τόνι Μόρισον φαντάζει στα μάτια του «σπουδαία ερασιτέχνις», στο μέτρο που αλλάζει από σελίδα σε σελίδα στυλ γραφής. Η επίσης «ταλαντούχα» Τζόις Κάρολ Όουτς επιδεικνύει εξαιρετική γενναιότητα γράφοντας ογκώδη μυθιστορήματα δίχως αντίστοιχη εμπειρία ζωής –«είναι πρόθυμη ν’ αψηφήσει φρικτό εξευτελισμό, κι η ειρωνεία είναι πως σπάνια δέχεται επίθεση». Όσο για τον Τζόναθαν Φράνζεν των πολύκροτων Διορθώσεων, «Τι έπαρση!», σχολιάζει. «Γράφει έξοχα κάθε του πρόταση, όμως το κατόρθωμα δεν σ’ ευχαριστεί. Είναι υπερβολικά φορτωμένο από τη γλώσσα, όπως ακριβώς οι νεόπλουτοι από τα λεφτά τους».
Σε ποιους υποκλίνεται βαθιά ο ίδιος; Πρώτα απ’ όλα σ’ εκείνον που έγραψε την Αννα Καρένινα – μυθιστόρημα που ο Μέιλερ ξεκοκάλιζε όσο έγραφε το πρώτο δικό του. «Αυτό το έξοχο στοιχείο του Τολστόι, η γνώση ότι η ευσπλαχνία είναι άχρηστη δίχως αυστηρότητα, διότι διαφορετικά δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της ενάντια στον συναισθηματισμό, έδωσε στους Γυμνούς και τους νεκρούς την όποια σταθερή αρετή κατέχουν». Υποκλίνεται επίσης στον δημιουργό του Τομ Σόγερ. Ολοκληρωμένη ενσάρκωση του δημοκρατικού ανθρώπου, ο Μάρκ Τουέιν κατανόησε ότι «υπάρχει περισσότερο καλό παρά κακό στο σύνολό μας και στα έργα μας». Σαν να έλεγε: «Αφήστε τα πάθη και την απληστία, τα όνειρα και τις μονομανίες, τα ιδανικά και τη λαιμαργία, τις ελπίδες και την άθλια διαφθορά να κάνουν το δικό τους, και ο κόσμος θα είναι πάλι καλύτερος».
Την ημέρα που αυτοκτόνησε ο Χέμινγουεϊ, ο Μέιλερ ένιωσε ορφανός. Δεν μπορούσε να το αρνηθεί: ο Χέμινγουει έγραφε καλύτερα, είχε μεγαλύτερο ταλέντο από εκείνον. Στο πρόσωπό του ενσωματώνονταν η «αθωότητα και η επιτήδευση, η εντιμότητα και η υπερμεγέθης υπεροψία, η αδιανόητα πρακτική αίσθηση του πώς να είσαι εξοργιστικά ρομαντικός». Το δε στυλ του «είχε την ικανότητα να δίνει στους νεαρούς συγγραφείς γροθιές στο στομάχι και δεν ήταν πια ίδιοι ύστερα απ’ αυτό».
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον Χένρι Μίλερ, αποφαίνεται ο Μέιλερ. Γιατί, όμως, αυτός που «χοροπηδούσε στα βάθη των οχετών της ύπαρξης» κι άνοιξε δρόμους με τη γλωσσική του τόλμη, αγνοείται σήμερα από το λογοτεχνικό κατεστημένο; Επειδή η προσωπικότητά του παραμένει αίνιγμα, λέει ο Μέιλερ, και δεν χωρά στη λογική της ταξινόμησής μας. Ο Μίλερ δεν έγινε μύθος. Ηθελημένα απομακρύνθηκε από τον ήρωα που είχε πλάσει στον Τροπικό του Καρκίνου, έναν άντρα «με σίδερο στον φαλλό, οξύ στο μυαλό και αμείλικτη ελευθερία στην καρδιά», και το πλήρωσε.
Ο καλλιτέχνης πάντως του 20ού αιώνα που άσκησε στον Μέιλερ τη μεγαλύτερη επιρροή δεν ήταν συγγραφέας αλλά ζωγράφος, ο Πικάσο. Επειδή «άλλαζε τη φύση της επίθεσής του στην πραγματικότητα», αρνούμενος να προχωρά πάντα προς την ίδια κατεύθυνση, κι επειδή, όπως ο ίδιος ο Αμερικανός συγγραφέας, ήταν στη ζωή του λιγότερο γενναιόδωρος και περισσότερο σκληρός. «Νομίζω πως ο ενδόμυχος όρκος που δίνουν στον εαυτό τους οι καλλιτέχνες είναι πως πρέπει να είναι εγωιστές. Απολύτως! Ειδάλλως, δεν θα γίνει τίποτα».
Υπάρχει όμως και κάτι που πρέπει πάση θυσία ν’ αποφύγουν αν θέλουν να έχουν την απήχηση που θεωρούν ότι δικαιούνται: να μην είναι ανήθικοι στην κοινωνική τους ζωή. Οι πνευματικοί άνθρωποι με οικονομική στενότητα στους οποίους απευθύνεσαι, γράφει ο Μέιλερ, είναι προτιμότερο να νιώθουν για σένα λίγο σεβασμό, έστω κι ένα ελαφρύ δέος. «Οι καλοί συγγραφείς που τα πηγαίνουν καλά, συνήθως προσέχουν να μην μπουν στο στόχαστρο της κοινωνίας – ο Σόλ Μπέλοου κι ο Τζον Απντάικ για παράδειγμα. Ελάχιστοι μπορούν να χλευάσουν αυτόν τον κανόνα. Ο Καπότε το έκανε. Το ίδιο κι ο Βιντάλ. Σίγουρα όχι εγώ».