Ερευνητές στις Ηνωμένες Πολιτείες έφεραν στο φως δύο «μουμιοποιημένους» δεινόσαυρους, των οποίων τα σώματα φαίνεται να διατηρήθηκαν με τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι πίστευαν μέχρι σήμερα οι παλαιοντολόγοι.
Σε αντίθεση με τις ανθρώπινες μούμιες, εδώ η διατήρηση δεν οφείλεται σε τύλιγμα ή στέγνωμα, αλλά στην απολίθωση του δέρματος και των μαλακών ιστών. Τέτοια ευρήματα είναι εξαιρετικά σπάνια και βοηθούν τους επιστήμονες να αναπλάσουν την πραγματική όψη των προϊστορικών ζώων.
Οι μουμιοποιημένοι δεινόσαυροι εντοπίστηκαν στην ανατολική περιοχή του Γουαϊόμινγκ, γνωστή εδώ και έναν αιώνα ως «ζώνη των μουμιών», όπου έχουν βρεθεί ανάλογα δείγματα από τις αρχές του 20ού αιώνα, ανάμεσά τους και τα απομεινάρια ενός Αδροσαυρίδη, ενός είδους δεινοσαύρου με πλατύ ρύγχος που θυμίζει ράμφος πάπιας, το οποίο ανακαλύφθηκε το 1908.
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές εντόπισαν τα απομεινάρια ενός νεαρού Αδροσαυρίδη, ηλικίας μόλις λίγων ετών όταν πέθανε. «Πρόκειται για το πρώτο νεαρό δείγμα δεινόσαυρου που έχει πραγματικά μουμιοποιηθεί», δήλωσε ο παλαιοντολόγος Paul Sereno από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, μέλος της ερευνητικής ομάδας.
Το πιο εντυπωσιακό εύρημα είναι ότι οι «μούμιες» δεν διατηρούν απολιθωμένο δέρμα, αλλά το αποτύπωμά του: το σχήμα του δέρματος και των λεπιών τους αποτυπώθηκε σε ένα λεπτό στρώμα αργίλου, το οποίο σκλήρυνε χάρη στη δράση μικροβίων και λειτούργησε σαν φυσικό «καλούπι» του σώματος.
Αν και αυτό το είδος διατήρησης έχει παρατηρηθεί και σε άλλους οργανισμούς, οι επιστήμονες θεωρούσαν μέχρι σήμερα ότι δεν μπορούσε να συμβεί σε χερσαία περιβάλλοντα. Η νέα ανακάλυψη δείχνει πως παρόμοιες διεργασίες μπορεί να εξηγούν και άλλα ευρήματα από την ίδια περιοχή, εξήγησε ο Paul Sereno, παλαιοντολόγος του Πανεπιστημίου του Σικάγο.
Με βάση τα πήλινα αποτυπώματα, οι επιστήμονες αναπαρέστησαν λεπτομέρειες της εμφάνισης των ζώων και διαπίστωσαν ότι τα νεαρά δείγματα διέθεταν αιχμηρές προεξοχές στην ουρά και οπλές στα πόδια.
Η σημασία της ανακάλυψης
Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο σχηματίζονται τέτοιες «μούμιες» μπορεί να βοηθήσει τους παλαιοντολόγους να αναγνωρίζουν και να προστατεύουν παρόμοια ευρήματα που ίσως μέχρι σήμερα περνούσαν απαρατήρητα.
«Δεν πρέπει να ψάχνουμε μόνο για οστά», επισημαίνει ο Mateusz Wosik, παλαιοντολόγος του Πανεπιστημίου Misericordia που δεν συμμετείχε στη μελέτη, «αλλά και για ίχνη μαλακών ιστών ή αποτυπώματα δέρματος που μπορεί εύκολα να χαθούν ή να παραβλεφθούν».
Όπως προσθέτει η Stephanie Drumheller από το Πανεπιστήμιο του Τενεσί, «κάθε φορά που εντοπίζεται ένα τέτοιο δείγμα, αποκαλύπτεται ένας θησαυρός πληροφοριών για το πώς ζούσαν και αναπτύσσονταν αυτοί οι οργανισμοί».
Με πληροφορίες από Associated Press