Αν χρησιμοποιείς το TikTok, κατά πάσα πιθανότητα θα έχεις πέσει τουλάχιστον μία φορά τον τελευταίο μήνα πάνω στην Αναστασία. Στέκεται, σχεδόν πάντα, όρθια, φοράει την ποδιά της και στον πάγκο μπροστά της έχει ένα αλβανικό γλυκό. Καθένα από αυτά τα δημιουργεί μόνη της, από το μηδέν. Δεν της αρέσει να χρησιμοποιεί έτοιμα μείγματα, θέλει όλα τα υλικά να είναι φρέσκα και αγνά, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι ξημεροβραδιάζεται στο μαγαζί για να βγάλει όλες τις παραγγελίες.
Τη συναντήσαμε στη βάση της, στο αρτοποιείο Ήπειρος, στο Κερατσίνι. Φτάνουμε σε ώρα αιχμής. Ο πάγκος της Αναστασίας Τσάτσου είναι γεμάτος με γλυκά κάθε λογής: τριλέτσε, κουλάτς, ραβανί, μπομπόνες και τούρτες, πολλές τούρτες. Τις λένε ταμπός, που στα αλβανικά σημαίνει «ψηλός». Πίσω της υπάρχει μια μεγάλη φωτογραφία, με εκείνη και τον αδερφό της, μωρά ακόμη, στον φούρνο.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ μέσα. Όταν είχαμε πολλές παραγγελίες σηκωνόμουν το πρωί, ερχόμουν στον φούρνο, δούλευα, πήγαινα στο σχολείο και γυρνούσα πάλι για να πιάσω την απογευματινή μου βάρδια. Εδώ έκανα τα μαθήματά μου. Και όλες οι απουσίες που είχα ήταν τελευταία ώρα από το σχολείο. Έφευγα νωρίτερα για να έρθω εδώ», θυμάται η Αναστασία.
«Με αυτά τα γλυκά μεγάλωσαν οι γονείς μου. Είναι οι παιδικές τους αναμνήσεις. Ξέρεις τι σημαίνει να έρχονται γιαγιάδες δακρυσμένες και να σου λένε ότι τους θύμισες τη δικιά τους μαμά; Σε γονατίζει αυτό. Αυτά τα γλυκά νομίζω ότι θα με ακολουθούν για μια ζωή».
Γελάει όταν ακούει ότι πλέον είναι μία από τις διάσημες φιγούρες του ελληνικού TikTok. Και πώς θα μπορούσε να μην είναι από τη στιγμή που τα βιντεάκια της στα social media συγκεντρώνουν ακόμη και 600.000 προβολές. «Το ξεκίνησα τυχαία. Μου το πρότεινε μια συνεργάτιδα που παίρνει ψωμιά από τον φούρνο. Μου άρεσε ως ιδέα. Είπα στον εαυτό μου ότι θα το δοκίμαζα για έναν μήνα. Αν δεν μου άρεσε, θα το σταματούσα. Δεν θα ερχόταν και η καταστροφή», παραδέχεται.
Το περιεχόμενο που είχε στο μυαλό της ήταν πολύ συγκεκριμένο: ήθελε να μάθει στο ελληνικό κοινό τα αλβανικά γλυκά. Έτσι, λοιπόν, άρχισε να τα παρουσιάζει ένα-ένα ξεχωριστά. Ξεκίνησε με το τριλέτσε. Αυτό ήταν από τα μόνα που είχε προλάβει να δοκιμάσει, προτού ασχοληθεί επαγγελματικά με τη ζαχαροπλαστική.
«Το τριλέτσε είναι ένα παραδοσιακό αλβανικό γλυκό. Στα ελληνικά σημαίνει “τρία είδη γάλακτος”. Επειδή τότε δεν είχαν πολλά υλικά, έπαιρναν το γάλα από το χωριό, έφτιαχναν το παντεσπάνι και από πάνω έριχναν την καραμέλα. Χρησιμοποιούσαν λίγα υλικά. Το ίδιο και η αλβανική τούρτα. Η μόνη της διαφορά με την ελληνική είναι ότι έχει μαρέγκα, αυγό, ζάχαρη και ξηρούς καρπούς, που η Αλβανία έχει πολύ νόστιμους – και κεράσια», λέει η Αναστασία.
«Τα αλβανικά γλυκά έχουν αυτό το χαρακτηριστικό: είναι απλά, γι' αυτό είναι και τόσο νόστιμα. Εμείς, τώρα, που σπουδάζουμε σύγχρονη ζαχαροπλαστική, έχουμε όλες τις γκουρμεδιές. Μπορώ να πάω εγώ σε ένα οποιοδήποτε ζαχαροπλαστείο στην Ελλάδα και να τους πω ότι θα φτιάξω τούρτα με μαρέγκα; Θα με περάσουν για τρελή, γιατί εδώ τη χρησιμοποιούμε κυρίως για παρασκευές. Θα κάνουμε ένα μπισκουί, βέβαια, ένα παντεσπάνι με βάση τη μαρέγκα, αλλά συνήθως δεν θα το βάλουμε μέσα σε ένα γλυκό», συνεχίζει.
Υπάρχει επίσης το κουλάτς, ένα μπισκότο που μοιάζει με τον δικό μας κουραμπιέ, το οποίο συνήθιζαν να τρώνε μόνο τα πλούσια παιδιά παλιά στα αλβανικά σχολεία για να ξεχωρίζουν από τα φτωχά, το ραβανί, που μοιάζει πολύ με τον χαλβά Φαρσάλων, το ζουπ, ένα μπολάκι με διάφορες κρέμες, και τα μπομπόνε, ένα κέρασμα που φτιάχνεται μόνο από βούτυρο, γάλα και ζάχαρη και το κερνούσαν κυρίως σε αρραβώνες και τα Χριστούγεννα.
Τα γλυκά απέκτησαν τόση φήμη που καθημερινά φτάνουν στο Κερατσίνι άνθρωποι από παντού για να τα δοκιμάσουν. «Έχουν έρθει να ψωνίσουν από το Λονδίνο, τη Νέα Ζηλανδία, τη Γερμανία. Μου στέλνουν μηνύματα. Είναι ένας κύριος που ξεκινά κάθε εβδομάδα από την Πάτρα για να πάρει τριλέτσε», προσθέτει η Αναστασία.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή της. «Με αυτά τα γλυκά μεγάλωσαν οι γονείς μου. Είναι οι παιδικές τους αναμνήσεις. Ξέρεις τι είναι να έρχονται γιαγιάδες, δακρυσμένες, και να σου λένε ότι τους θύμισες τη δικιά τους μαμά; Σε γονατίζει. Αυτά τα γλυκά νομίζω ότι θα με ακολουθούν για μια ζωή».
Έτσι κάπως ξεχνάει όλα τα αρνητικά και κατά βάση ρατσιστικά σχόλια που έχει λάβει όλον αυτόν τον καιρό στα social media, κυρίως το πρώτο διάστημα. «Στην αρχή μού έγραφαν “σήκω και πήγαινε στην Αλβανία” και “τι δουλειά έχεις εδώ”, που εγώ εδώ γεννήθηκα, στην Ελλάδα, εδώ μεγάλωσα, εδώ πληρώνω φόρους. Με πείραζαν πολύ και δεν σου κρύβω ότι σκέφτηκα να τα παρατήσω. Αλλά με στήριξαν πολύ οι δικοί μου οι άνθρωποι και το συνέχισα. Και πλέον υπάρχει αρκετός κόσμος που μπαίνει και απαντάει εκείνος στα ρατσιστικά τους σχόλια».
Στο πλευρό της όλο αυτό το διάστημα είναι η οικογένειά της, ο μπαμπάς της, η μαμά της, ο αδερφός της. Η ίδια νιώθει περήφανη για το πώς μεγάλωσε και τον κόπο που έχουν ρίξει οι δικοί της για να τα καταφέρουν. «Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στην Ελλάδα. Η μαμά μου ήρθε στα 17, ο μπαμπάς μου στα 25. Γεννήθηκα πεντέμισι μηνών και τράβηξαν μεγάλο λούκι οι γονείς μου, γιατί δεν ήξεραν καλά τη γλώσσα. Να είναι καλά η παιδίατρος, γιατί μπορεί να μη ζούσα τώρα».
«Στην αρχή δούλευαν σε ένα σουβλατζίδικο στην Αθήνα. Κάποια στιγμή είδαν μια αγγελία ότι νοικιαζόταν ένα μαγαζί εδώ μέσα στο στενό. Ο μπαμπάς μου είχε κάνει και ένα διάστημα σε φούρνο και είχε μάθει τη δουλειά. Έτσι, λοιπόν, πήραν την απόφαση να φτιάξουν τον δικό τους. Παράλληλα, βέβαια, τα βράδια συνέχιζαν να δουλεύουν στο σουβλατζίδικο. Για μια εβδομάδα, δεν είχε πατήσει άνθρωπος. Τους φτύνανε, επειδή ήρθαν Αλβανοί και άνοιξαν μαγαζί στη γειτονιά», θυμάται.
Ο πρώτος πελάτης τελικά μπήκε μετά από έναν μήνα. Πήρε μια φρατζόλα ψωμί και ένα κιλό βουτήγματα. Με τον καιρό, ο κόσμος τούς εμπιστεύτηκε και το μαγαζί άρχισε να πηγαίνει όλο και καλύτερα. Μέσα σε δεκαπέντε χρόνια η οικογένεια άνοιξε πέντε φούρνους στην Αθήνα. Πλέον όμως έχει αυτόν στο Κερατσίνι και έναν ακόμη στο Παλαιό Φάληρο, που είναι και το εργαστήριο.
Η μητέρα της δεν ήθελε να ασχοληθεί η Αναστασία με το επάγγελμα. «Όταν της είπα ότι θέλω να σπουδάσω ζαχαροπλαστική δεν μου μιλούσε ούτε κι εγώ ξέρω για πόσο καιρό. Ήξερε τις δυσκολίες της δουλειάς και κυρίως τα δύσκολα ωράρια, κυρίως στις γιορτές, που πρέπει να είσαι εκεί από το πρωί ως το βράδυ», εξηγεί. Τελικά, όμως, το αποδέχτηκε.
Ευγνωμονεί τον δάσκαλό της, τον σεφ Γιώργο Πότση, καθώς πιστεύει ότι χωρίς αυτόν ίσως να μην είχε καταφέρει να κάνει σχέδια για το μέλλον. Πλέον σκοπεύει να ανεβάζει περισσότερα χιουμοριστικά και όχι αμιγώς ζαχαροπλαστικά βίντεο, ενώ θέλει κάποια στιγμή να ανοίξει το δικό της μαγαζί.
Παράλληλα, ταξιδεύει και μαζεύει συνταγές με γλυκά από κάθε χώρα. Έχει πάει αρκετές φορές και στην Αλβανία. Ποια, όμως, θεωρεί ότι είναι τα καλύτερα; «Ε, ωραία, είναι και εκείνα, αλλά όχι σαν τα δικά μου», καταλήγει γελώντας και επιστρέφει στη δουλειά.
Αρτοποιεία Ήπειρος: λεωφόρο Σαλαμίνος 213, Κερατσίνι / Παρθενώνος 14, Π. Φάληρο