Η Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία γεννήθηκε με την υπόσχεση μιας ισχυρής και αποτελεσματικής κυβέρνησης. Σήμερα, όμως, η εικόνα που προβάλλει η Γαλλία είναι αυτή της πολιτικής παράλυσης και της θεατρικότητας χωρίς αποτέλεσμα. Η τέταρτη κυβέρνηση μέσα σε λίγο περισσότερο από έναν χρόνο μόλις και μετά βίας απέφυγε την πτώση ύστερα από αλλεπάλληλες προτάσεις δυσπιστίας, πληρώνοντας, ωστόσο, το τίμημα με την εγκατάλειψη των κρίσιμων μεταρρυθμίσεων στο συνταξιοδοτικό.
Ο φετινός νομπελίστας Οικονομίας, ο Γάλλος Φιλίπ Αγκιόν, χαρακτήρισε αυτή την πολιτική αστάθεια «τραγωδία για τη Γαλλία». Και δεν είναι μόνο αυτό: αποτελεί, όπως λέει, ένα μάθημα για ολόκληρη την Ευρώπη.
Πίσω από τη δημοσιονομική αστάθεια και την πολιτική πόλωση κρύβεται μια βαθύτερη δυσλειτουργία: ένα κράτος που δαπανά χωρίς φειδώ αλλά αποτυγχάνει να αποδώσει. Η γαλλική κυβέρνηση φορολογεί και αναδιανέμει μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού της εισοδήματος απ’ ό,τι σχεδόν κάθε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ. Περίπου 6 στους 10 Γάλλους λαμβάνουν περισσότερα από το κράτος απ’ όσα συνεισφέρουν σε φόρους.
Αυτό έχει οδηγήσει σε δημοσιονομικό έλλειμμα που υπολογίζεται στο 5,4% του ΑΕΠ για το 2025, πολύ πάνω από το ευρωπαϊκό όριο του 3%. Με την ανάπτυξη να προβλέπεται κάτω από 1% και το δημόσιο χρέος να αυξάνεται, η πορεία αυτή δεν είναι βιώσιμη. Η πρόσφατη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Γαλλίας από τον οίκο S&P Global Ratings αναδεικνύει ότι η πολιτική αδυναμία καθιστά ακόμη δυσκολότερη τη θεραπεία των διαρθρωτικών προβλημάτων.
Γαλλία: Το κράτος πρόνοιας που δεν προσφέρει προοπτική
Η Γαλλία μπορεί να υπερηφανεύεται ότι μέσω υψηλής φορολογίας και κρατικών επιδομάτων έχει μειώσει τις κοινωνικές ανισότητες, ωστόσο η ανάπτυξη και η κοινωνική κινητικότητα παραμένουν στάσιμες. Παρά τις δαπάνες ύψους 43 δισ. ευρώ για στεγαστικά επιδόματα το 2023, σχεδόν το 1,5% του ΑΕΠ και διπλάσιο ποσοστό από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, περισσότερες από 2,7 εκατομμύρια οικογένειες παραμένουν στις λίστες αναμονής για κοινωνική κατοικία. Τα επιδόματα συνδέονται με συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές, εγκλωβίζοντας τους πολίτες σε περιοχές χωρίς ευκαιρίες απασχόλησης.
Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είχε εκλεγεί με τη δέσμευση να κάνει τη Γαλλία πιο ευέλικτη και ανταγωνιστική. Τα πρώτα του χρόνια φάνηκαν ελπιδοφόρα: μεταρρύθμισε εν μέρει την αγορά εργασίας, μείωσε τον εταιρικό φόρο και κατάργησε τον φόρο περιουσίας, προσελκύοντας επενδύσεις πίσω στο Παρίσι. Το 2023 επιχείρησε να αυξήσει το όριο συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη και να παρατείνει την περίοδο εισφορών – μια μεταρρύθμιση που θα είχε σημαντικό αντίκτυπο στο έλλειμμα.
Όμως ο Μακρόν απέφυγε τις βαθύτερες περικοπές δαπανών που θα βοηθούσαν να ισορροπήσει ο προϋπολογισμός και δεν κατάφερε να πείσει τους πολίτες για την αναγκαιότητα των μέτρων. Οι κινητοποιήσεις για την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης και η οργή για τον φόρο στα καύσιμα το 2018 άφησαν ανεξίτηλα σημάδια. Το συνταξιοδοτικό πάγωσε έως τις προεδρικές εκλογές του 2027 – και ακόμη κι αν επανέλθει, δύσκολα θα περάσει πολιτικά.
Η αστάθεια στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης προκαλεί ανησυχία στους επενδυτές και υπενθυμίζει ότι ακόμη και οι ώριμες δημοκρατίες δυσκολεύονται να κυβερνηθούν, καθώς το πολιτικό κέντρο συρρικνώνεται. Για τα ευρωπαϊκά κόμματα του «μεσαίου χώρου», το μήνυμα είναι σαφές: χωρίς κοινή συναίνεση για ρεαλιστικές μεταρρυθμίσεις, το πολιτικό αδιέξοδο θα παγιωθεί, ενώ οι πολίτες θα συνεχίσουν να αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι από ένα αναποτελεσματικό κράτος.
Η Γαλλία εξακολουθεί να διαθέτει αξιοθαύμαστα πλεονεκτήματα – από άριστα καταρτισμένο εργατικό δυναμικό έως κορυφαία υποδομή και βιομηχανική βάση. Όμως, χωρίς ηγέτες πρόθυμους να πουν στους πολίτες σκληρές αλήθειες και να αναδιανείμουν τους πόρους με σύνεση, κινδυνεύει να εξελιχθεί από ατμομηχανή της Ευρώπης σε βαρίδι της.
Με πληροφορίες από Bloomberg