Το κείμενο αυτό το αφιερώνω στους νομάδες της θάλασσας που γνώρισα στη Μομπάσα της Κένυας – η συνάντηση μαζί τους ήταν και το κίνητρο για να το γράψω. Ήταν τόσο φτωχοί που επισκεύαζαν οι ίδιοι, με ό,τι έβρισκαν, για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, το ξύλινο σκαρί με το οποίο ταξίδευαν από τις ακτές της Ανατολικής Αφρικής έως την Ινδονησία. Συνέχιζαν την επισκευή του σκάφους τους χωρίς να γνωρίζουν πότε θα ήταν έτοιμο για να ταξιδέψουν και πάλι.
Ο νομάς, σε μια ευρύτερη έννοια της λέξης, σημαίνει τον περιπλανώμενο κυνηγό ή τον διαρκώς μετακινούμενο με απώτερο σκοπό την επιβίωσή του. Ουσιαστικά, ο νομαδισμός μπορεί να εκφραστεί σαν ένας τρόπος διατήρησης του ανθρωπίνου είδους. Στη βάση του, ο νομαδισμός γεννήθηκε σε αχανείς, άγονες και αφιλόξενες εκτάσεις, όπως οι σαβάνες, οι στέπες, οι έρημοι, η τούνδρα, εφόσον αυτές μπορούν να υποστηρίξουν ανθρώπους και ζώα σε κίνηση. Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να μη ληφθεί υπ' όψιν η μεγαλύτερη έρημος του πλανήτη, η θάλασσα. Ο Ινδικός Ωκεανός και οι νομάδες του αποτελούν μια αξιοσημείωτη περίπτωση.
Στη βάση του, ο νομαδισμός γεννήθηκε σε αχανείς, άγονες και αφιλόξενες εκτάσεις, όπως οι σαβάνες, οι στέπες, οι έρημοι, η τούνδρα. Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να μη ληφθεί υπ' όψιν η μεγαλύτερη έρημος του πλανήτη, η θάλασσα. Ο Ινδικός Ωκεανός και οι νομάδες του αποτελούν μια αξιοσημείωτη περίπτωση.
Η ανεπάρκεια τροφής και οι πληθυσμιακές πιέσεις συνέβαλαν στις μεγάλες εξόδους. Η περιοδική αποδημία των νομάδων συχνά συμπίπτει, διαχρονικά και ανά τους αιώνες, και με την επενέργεια των αλλαγών του κλίματος. Ο «υπερπληθυσμός» συνεπάγεται χωρική επέκταση του πληθυσμού, είτε αυτή αφορά την ξηρά είτε τη θάλασσα.
Σήμερα, ο υπερπληθυσμός και η κλιματική κρίση χαρακτηρίζονται ως καρκινώματα. Η εγγενής αβεβαιότητα και η αστάθεια που συνεπάγεται η επιβίωση του ανθρώπου στην παράκτια ζώνη ή στις νησιωτικές περιοχές τού αφαιρεί τα βάρη, τον κάνει περισσότερο διορατικό, περισσότερο εφευρετικό από τον άνθρωπο της ξηράς. Η ψυχή του γίνεται άπληστη μόνο για τη στοιχειώδη επιβίωση. «Αγνός» νομάς είναι ο «φτωχός» νομάς, γιατί δεν υπόκειται στις πολυτέλειες της εγκατάστασης. Ο νομαδισμός ποτέ δεν αποτέλεσε ένα βήμα προς τον εκπολιτισμό, αλλά ένα βήμα μακριά από τον πολιτισμό. Οι νομάδες εχθρεύονται και αντιστέκονται στην αλλαγή. Η πειθαρχία στη νομαδική ζωή ενθαρρύνει και ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μέλη της φυλής. Στις περισσότερες νομαδικές κουλτούρες, ο ορισμός του «ανθρώπου» περιλαμβάνει την έννοια αυτού που μεταναστεύει.
Οι νομάδες δεν γνωρίζουν την αξία της οικονομικής αρχής του περιορισμού των γεννήσεων. Τα παιδιά, αλλά ιδίως οι γιοι, είναι η πηγή πλούτου για τους νομάδες. Τα αγόρια διδάσκονται από πολύ νωρίς την τέχνη της θάλασσας, του ψαρέματος, τις αλλαγές του καιρού, τις εποχές. Οι νομάδες είναι διαβόητα άθεοι. Ίσως γιατί είναι φτωχοί και η θρησκεία είναι ένα κενό και άχρηστο γι’ αυτούς πράγμα. Από πολύ νωρίς ανακαλύπτουν ότι η βάση της ζωής είναι σάπια, ψεύτικη, άτιμη, γεμάτη απογοητεύσεις.
Ο Δρόμος
Η μετακίνηση, η αέναη περιπλάνηση, η μετανάστευση, έχουν ως ηθικό σκοπό την επιβίωση. Οι νομάδες ποτέ δεν περιφέρονται από μέρος σε μέρος χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Οι νομάδες του ωκεανού ονομάζουν το μονοπάτι που ακολουθούν στις απέραντες θαλάσσιες ερημιές «δρόμο». Ο νομάς δεν κοιτάζει τον δρόμο, όπως ο τουρίστας, απλώς τον ακολουθεί. Ο νομάς ακολουθεί τον δρόμο που έχει χαράξει πάνω στη γη το πεπρωμένο του, πάντα πιστός στον σκοπό. Στις αναχωρήσεις τους δεν υπάρχουν κλάματα, δεν υπάρχει ο θρήνος, η λύπη, ο αποχωρισμός από οικεία πράγματα, γιατί βαθιά μέσα τους γνωρίζουν ότι υπηρετούν τον σκοπό. Μια μυστήρια, εσωτερική έλξη τούς τραβά μακριά και έξω από αυτούς. Τίποτε δεν είναι ασεβές, σαθρό, δυσδιάκριτο. Όλα είναι καθαρά, όπως ο προορισμός. Οφείλουν να ακολουθήσουν τον δρόμο έως το τέλος, χωρίς να σκεφτούν, έστω και μία φορά, ότι ίσως κάποτε αναγκαστούν να τον εγκαταλείψουν.
Ίσως γιατί θεωρούν ότι η ζωή τους βρίσκεται εγκλωβισμένη από τον προορισμό, τον δρόμο, που αντιπροσωπεύει μια άλλη ζωή. Άραγε τι σημασία έχει εάν η αγωνία, κατά καιρούς, είναι μεγάλη και ο σκοπός γίνεται ακαθόριστος; Ο δρόμος υπακούει στον σκοπό. Ο Δρόμος είναι ένα ταξίδι στην άγρια φύση. Αποτελεί μια αντανάκλαση της θάλασσας, μια συνέχειά της, μια ένωση, που στο τέλος δημιουργεί μια συμπαγή ένωση, τη φυλή, μια γενικευμένη αρμονία. Τα μάτια των νομάδων είναι κολλημένα στην άκρη του ορίζοντα, πέρα από τον ορίζοντα. Η πορεία προς τον προορισμό, την άκρη του ορίζοντα, είναι η οδός της σωτηρίας τους.
Στέλιος Βαρβαρέσος, Θιβέτ. Πλάνητες στη σκιά των Ιμαλαΐων, εκδόσεις Παπαζήση
Είναι δυσδιάκριτο πού ξεκινά η γραμμή του ορίζοντα στη θάλασσα και πού η ζωή του νομά. Φαίνεται σαν ο νομάς να βγαίνει μέσα από το νερό του ωκεανού, με τα πόδια βυθισμένα στο υγρό στοιχείο, δοσμένος ολοκληρωτικά στην υγρή υφή του, και στο τέλος το κατακτά, το κυριεύει, σε τέτοιο σημείο που ο ωκεανός έρχεται κοντά του, παίρνει ψυχή από τον ίδιο και παραδίνεται σε αυτόν για να γίνουν ένα. Ο νομάς νιώθει, από τα πρώτα του βήματα, την πιο παλιά αλήθεια, την πιο αναγνωρίσιμη αλήθεια, ότι είμαστε περαστικοί, ξένοι πάνω στη γη. Έτσι, η φυσική προσαρμογή του νομά στην ιδέα του θανάτου είναι κάτι το αυτονόητο, το απλό – κάτι που έχουν ξεχάσει, σε μεγάλο βαθμό, οι «πολιτισμένοι». Μακρινή και σχεδόν ατελείωτη η ζωή του νομά μέσα από δύσβατα μονοπάτια και κακοτοπιές. Στην ερημιά του ωκεανού αντιπαρατίθεται η γαλήνη, η ηρεμία, η συγκρότηση της φυλής, η ελευθερία, η αυτάρκεια, η αυτογνωσία. Η συγκρότηση της φυλής τούς κάνει να νιώθουν δυνατοί, αίσθηση που έχουν προ πολλού χάσει οι «πολιτισμένοι», οι οποίοι αισθάνονται αδύναμοι και ευάλωτοι, ζώντας σε μια υπερκαταναλωτική/τεχνολογική κοινωνία. Η Φύση, η φυλή, η ελευθερία αντιπαλεύουν τη μεγάλη τους φτώχεια.
Η φτώχεια
Συχνά η ζωή πηγάζει –σαν το καθάριο νερό της πηγής– μέσα από τη δυστυχία. Στη δυστυχία η ζωή ακτινοβολεί. Πεινάς; Υποφέρεις; Ταλαιπωρείσαι; Απελπίζεσαι; Με αυτά εκτιμά κανείς τον προορισμό της ύπαρξης, ώστε, στη συνέχεια, κάθε δώρο της ζωής να μοιάζει ανεκτίμητο, οδηγώντας τον άνθρωπο, μέσα από την απλότητα, στη γαλήνη της ύπαρξης. Το να είσαι φτωχός στην κοινωνία των νομάδων δεν είναι ντροπή, όπως στον πολιτισμένο, τεχνολογικό κόσμο. Όλοι σχεδόν οι νομάδες είναι φτωχοί. Με τη φτώχεια συνυπάρχουν η αλληλεγγύη, η συμπόνια, η βοήθεια. Ο ένας οφείλει να βοηθάει τον άλλο, να συμπαραστέκεται στον άλλο, να φροντίζει τον άλλο. Τα πρόχειρα καταφύγια των νομάδων ψαράδων του Ινδικού Ωκεανού αντανακλούν ευγένεια και απλότητα.
Μακρινή, σχεδόν ατελείωτη, είναι η πορεία τους μέσα από δύσβατα μονοπάτια και κακοτοπιές. Αυτό που τους κάνει δυνατούς είναι η βράση της πάλης για την ύπαρξη και τη συντήρηση, μέσα στην ατμόσφαιρα της καθημερινής αγωνίας του ανθρώπου. Τα πρόσωπά τους χαράσσει ο μόχθος. Δέχονται τη ζωή με εγκαρτέρηση. Υπομονετικά βάζουν το κεφάλι κάτω, για να κάνουν αυτό που έχουν μάθει να κάνουν, που είναι η μοίρα τους. Και αύριο θα αρχίσουν ξανά, γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, ούτε να γίνει τίποτε άλλο από αυτό που πρέπει να κάνουν διασχίζοντας τις γραμμές της μοίρας. «Μοιραζόμαστε και μοιραζόμαστε ίσα. Είμαστε φιλοξενούμενοι αυτού του πλανήτη», επαναλαμβάνουν συχνά οι νομάδες.
Μέσα στη μεγάλη τους φτώχεια, ανθίζουν ακόμα οι παλιές αξίες του ανθρώπου. Ο σεβασμός και η αξιοπρέπεια είναι ακόμα ζωντανές στον κόσμο των νομάδων, κάτι που έχει σχεδόν ξεχαστεί στον κόσμο των «πολιτισμένων». Οι «πολιτισμένοι» μοιάζουν λιγότερο «αξιοπρεπείς» απ’ ό,τι οι νομάδες. Οι νομάδες έχουν κρατήσει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, ενώ στις δυτικές κοινωνίες, όπου όλα αλλάζουν με μεγάλες ταχύτητες και η τεχνολογία υποκαθιστά τον άνθρωπο, κανείς πια δεν ξέρει τι να σκεφτεί, κανείς δεν νιώθει σιγουριά για το μέλλον του, ούτε καν οι πλούσιοι. Οι νομάδες, από τη γέννησή τους, παντρεύονται την ευθύνη, εκπαιδεύονται στην τέχνη της ευθύνης, στον αγώνα της επιβίωσης, όταν οι «πολιτισμένοι» επιδίδονται ασυγκράτητοι στην τέχνη της αναψυχής, ζώντας σε μια εικονική πραγματικότητα.
Η φύση
Οι νομάδες, ζώντας σε πλήρη επαφή με τη φύση, δεν νιώθουν καμία έκπληξη για τη συνέχεια της ζωής. Όπως τα κύματα χάνονται στην άκρη του ορίζοντα, έτσι κι αυτοί θα χαθούν μια μέρα, απλά, απέριττα, φυσικά, χωρίς μεγάλη ταραχή. Έχουν μεγαλώσει στους κόλπους της φυλής, με πιστό σύντροφο τη φύση. Όλα τα περιμένουν χωρίς εκπλήξεις, χωρίς ταραχή, χωρίς ερωτήσεις. Γέννα, θάνατος, πόνος, αρρώστια, αγάπη, αποτελούν αλλεπάλληλες και συνεχείς φάσεις ενός και του ίδιου κύκλου. Η φύση, από πολύ νωρίς, τους μαθαίνει ότι η ζωή δεν είναι τέλεια και συχνά ούτε καν ικανοποιητική. Τις περισσότερες φορές είναι πολύ σκληρή και δύσκολη. Γεννημένοι στη θάλασσα, δουλεύουν στη θάλασσα, περιπλανιούνται στη θάλασσα, ζούν και πεθαίνουν στη θάλασσα. Όλη τους τη ζωή περιπλανιέται σε μια αέναη δράση, μονότονη, σταθερή, αιώνια.
Οι ήχοι των κυμάτων και του ανέμου ενισχύουν τις εικόνες της κάθε μέρας με κάτι το παρηγορητικό, το καταπραϋντικό, όπως ακριβώς και η μουσική, που στις πιο συνταρακτικές και τραγικές της συνθέσεις δεν χάνει την αρμονία, αλλά κάνει αυτούς τους απλούς ανθρώπους να δέχονται τα πάντα, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει αυτή η αρμονία των δονήσεων. Οι νομάδες στη φύση βρίσκουν ενέργεια, δράση, κίνηση, τον ρυθμό της ζωής. Κάθε πρωινό, ακτίνες φλογερές ξεφεύγουν ως τα πέρατα του κόσμου και χρυσίζουν τα πάντα. Τα χρώματα παντού παίρνουν μια λάμψη πρωτοφανή μέσα σε ένα περιβάλλον θολό από την αχλή της πρωινής υγρασίας του ωκεανού. Ο ήλιος, που κανένα σύννεφο δεν μπορούσε να κρύψει τη δύναμη των ακτίνων του, κάνει τη θάλασσα να αχνίζει σαν τηγάνι στη φωτιά και μοιάζει με καθρέφτη που αντανακλά το φως, πολλαπλασιάζοντάς το σε ένταση. Σε αυτό το καταπληκτικό πανόραμα, εκστατικοί μπροστά στον πύρινο όγκο που ξεπροβάλλει στην άκρη του ορίζοντα, ο αγνός ουρανός μαζί με το μπλε του ωκεανού γίνονται το καταφύγιο, το σπίτι των νομάδων, ο προορισμός, ο προορισμός της ύπαρξης, κατευθυνόμενοι από έναν νόμο μυστηριώδη, μια υπέρτατη ανάγκη.
Τη νύχτα ο ωκεανός γίνεται επιβλητικός, φωτισμένος από τις ασημένιες αχτίνες της σελήνης. Αλλά τις ασέληνες νύχτες ο σκοτεινός ουρανός στολίζεται με τις μυριάδες των άστρων που μοιάζουν με κεφάλια από καρφίτσες πάνω σε ακαθόριστο μαύρο ατλάζι. Ο ήλιος, η μέρα, η νύχτα, ο ωκεανός, οι νομάδες κινούνται με έναν ρυθμό, πάλλονται σε μια δόνηση, για να κάνουν τον κύκλο τους, κι ο κύκλος του ενός είναι αλληλένδετος με τον κύκλο του άλλου. Αυτή είναι η ουσία των πραγμάτων, των όντων, του Κόσμου. Όταν συλλάβει κανείς την έννοια αυτή, θα καταλάβει τον ρυθμό του σύμπαντος, την έννοια της ύπαρξης, τον προορισμό της ύπαρξης. Οι νομάδες του ωκεανού, επικοινωνώντας με τη φύση, έρχονται σε άμεση επαφή με το σύμπαν.
Οι νομάδες στην πλειονότητά τους είναι αμόρφωτοι. Σχολείο τους γίνεται η φύση, ο ωκεανός, η σκληρή ζωή, η επιβίωση. Η φύση τούς ορίζει τα στοιχειώδη, τους επιβάλλει την απόλυτη αλήθεια της, μια εσωτερικότητα, τη δική της σοφία. Ουδεμία σχέση έχουν με τους «πολιτισμένους» που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα, αλλά μόνο νομίζουν. Δεν ξέρουν παρά να βγάζουν θεωρίες σωρό, ελάχιστα χρήσιμες για τους πολλούς. Για τους νομάδες, η φύση ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για να βρεθούν στο μεθυστικό πέλαγο της ύπαρξης. Αυτή τους σώζει από τον μαρασμό και την αποσύνθεση. Στη φλυαρία των «πολιτισμένων» οι νομάδες αντιπαραθέτουν τη «σιωπή». Η ζωή είναι ο συνδετικός κρίκος με τη βαθύτερη έννοιά της, πράγμα που οι άνθρωποι των πόλεων, ζώντας μακριά από τη φύση, μέσα σ’ ένα τεχνητό περιβάλλον, δεν μπορούν να καταλάβουν, ούτε να αισθανθούν, όπως οι νομάδες. Οι νομάδες, γέννημα της φύσης, τρέφονται από τη δύναμή της, δημιουργώντας έναν κόσμο ωραιότερο, απλούστερο ή και καλύτερο του πραγματικού.
Οι πολιτισμένοι
Ο κυνικός Διογένης έλεγε πως στην αρχή οι άνθρωποι κλείστηκαν στις πόλεις για να γλιτώσουν από τη μανία εκείνων που έμεναν έξω από αυτές. Ωστόσο, κλεισμένοι στο εσωτερικό των τειχών διέπρατταν κάθε λογής ανοσιούργημα ο ένας εις βάρος του άλλου, σαν αυτός να ήταν ο μοναδικός λόγος που τους είχε ενώσει. Ο διασυρμός της ζωής στις πόλεις αντιπροσωπεύει παλαιό παράδειγμα δυσφορίας των πολιτισμένων με τον «πολιτισμό». Το μονότονο αστικό περιβάλλον, οι πληκτικές, επαναλαμβανόμενες καθημερινές δραστηριότητες προκαλούν κόπωση, νευρικές διαταραχές, απάθεια, αυτοαπέχθεια και βίαιες αντιδράσεις. Ο Μποντλέρ έγραφε σχετικά στα προσωπικά του ημερολόγια «Μελέτη της μεγάλης αρρώστιας: της απέχθειας για κατοικία». Δεν είναι επομένως παράδοξο πως μια γενιά που έχει προστατευθεί από το ψύχος με κεντρική θέρμανση, από τη ζέστη με κλιματισμό, χρησιμοποιεί αποστειρωμένα συγκοινωνιακά μέσα ή ιδιωτικό αυτοκίνητο από τον τόπο εργασίας του έως το σπίτι, αισθάνεται την ανάγκη για ταξίδια του σώματος και του νου ή και για διεγερτικά ή καταπραϋντικά χάπια. Δυστυχώς, ο σύγχρονος άνθρωπος περνά υπερβολικά πολύ καιρό σε δωμάτια με κλειστά παραθυρόφυλλα.
Ο Πασκάλ, σε μια από τις πιο μαύρες στιγμές της ζωής του, τόνισε ότι «η δυστυχία του ανθρώπου ξεκινάει από ένα μοναδικό αίτιο, την αδυναμία να παραμείνει ήσυχος μέσα σε ένα δωμάτιο». Φαντασία, αλλαγή συρμού, τροφής, αγάπης, τοπίου… Όλα αυτά τα χρειαζόμαστε όσο τον αέρα που αναπνέουμε. Χωρίς αλλαγή, το σώμα και ο νους μας σαπίζουν. Ο άνθρωπος που κάθεται ήσυχα σε ένα δωμάτιο με κλειστά παντζούρια είναι μάλλον θύμα βασανιστικών παραισθήσεων. Ο νομάς βλέπει αφ’ υψηλού τους κατοίκους των πόλεων ή τους μόνιμα εγκατεστημένους, τους θεωρεί εκφυλισμένους και επικροτεί τη στιβαρότητα και την απλότητα των τρόπων εκείνων που δεν έχουν μόνιμη κατοικία. Ο Άραβας Ιμπν Χαλντούν στήριζε το σύστημά του στην αρχή ότι «όσο οι άνθρωποι παρασύρονται στις πόλεις, παρακμάζουν ηθικά και σωματικά».
Η μετακίνηση προσφέρει μια αίσθηση φυσικής και πνευματικής ευφορίας, ενώ η μονοτονία της μόνιμης εγκατάστασης ή της τακτικής εργασίας δημιουργεί τέτοιες δομές στο μυαλό του ανθρώπου που του γεννούν κόπωση και μια αίσθηση προσωπικής ανεπάρκειας. Ένα μεγάλο μέρος αυτού που οι εθνολόγοι έχουν προσδιορίσει ως επιθετικότητα είναι απλά μια οργισμένη αντίδραση στις απωθήσεις του περιορισμού. Η Διεθνής Εταιρεία Προστασίας του Παιδιού διαπίστωνε, πριν από μισό αιώνα, ότι διατρέχει κίνδυνο η πνευματική ανάπτυξη των παιδιών που ζουν μαντρωμένα σε διαμερίσματα πολυκατοικιών. Γιατί άραγε από τότε έως σήμερα δεν το σκέφτηκε κανείς, για να φτάσουμε σήμερα να ανακαλύπτουμε την «πρωτόγνωρη βία» των ανηλίκων σε καθημερινή βάση μέσα από τα δελτία ειδήσεων και την επιθετικότητα των ενηλίκων σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής;
Σήμερα η ανθρώπινη υπόσταση χάνεται με ταχύτατους ρυθμούς και ο τεχνολογικός χρόνος κατατρώγει τον ανθρώπινο. Ο τεχνολογικός άνθρωπος, πλήρως εξαρτημένος από τις τεχνολογικές εξελίξεις, είναι περισσότερο σκλάβος από ποτέ, όσο κι αν ο ίδιος πιστεύει το αντίθετο. Στην νέα τεχνολογική κοινωνία, παγκοσμίως, η ανισότητα της γνώσης είναι ακόμα μεγαλύτερη από την ανισότητα του πλούτου. Η τεχνολογία, στις διάφορες εκφάνσεις της, έχει συμβάλει σημαντικά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, παντού στον κόσμο, στην ερημοποίηση της υπαίθρου, στη μεγέθυνση των πόλεων, στην αύξηση της βίας και της απάθειας των ανθρώπων. Η απάθεια και η «φλυαρία» είναι ίσως οι μεγαλύτερες κοινωνικές ασθένειες της εποχής μας. Η τεχνολογία σήμερα κάνει τη βία παγκόσμια, αναπόφευκτη, σπέρνοντας το χάος στη ζωή του μέσου ανθρώπου. Έτσι, σε αυτό το απαισιόδοξο περιβάλλον, η αέναη μετακίνηση των νομάδων του Ινδικού Ωκεανού μοιάζει με κούρα ενάντια στη μελαγχολία και την επιθετικότητα του ανθρώπου της πόλης.
Ταξιδεύοντας στον Ινδικό Ωκεανό και ζώντας, έστω και προσωρινά, στο περιβάλλον των νομάδων της θάλασσας, νιώθω πιο ανθρώπινος, περισσότερο αξιοπρεπής απ’ ό,τι στον τόπο μου, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν γίνει περισσότερο από ποτέ επιφανειακές, εάν υπάρχουν, και τα πάντα στη ζωή φέρουν, υποχρεωτικά, τεχνολογικό και οικονομικό πρόσημο, με την ανθρωπιά υπό εξαφάνιση. Ίσως αυτός ο φοβερός φτωχός Τρίτος Κόσμος, των νομάδων της θάλασσας, να μπορεί να διδάξει τους «πολιτισμένους» λίγα από το παλιό ήθος του ωκεανού, το παλιό ήθος της γης. Ίσως η νοσταλγία του Παράδεισου να αντιπροσωπεύει όλους εκείνους που επιθυμούν να αντισταθούν. Ίσως όλοι αυτοί να κατέχουν κάποιο μυστικό της ευτυχίας που έχουν χάσει οι «πολιτισμένοι».
Ο Στέλιος Βαρβαρέσος είναι καθηγητής Τουρισμού.