Η ΤΑΙΝΙΑ «Materialists» της Σελίν Σόνγκ, με το ερωτικό τρίγωνο των Ντακότα Τζόνσον, Πέδρο Πασκάλ και Κρις Έβανς, που προβλήθηκε μέσα στο καλοκαίρι, αν και δεν κατάφερε να ανανεώσει πετυχημένα το είδος της ρομαντικής κομεντί, όπως φιλοδοξούσε, πυροδότησε άπειρες συζητήσεις στα σόσιαλ για το καυτό θέμα με το οποίο καταπιάστηκε: το σύγχρονο dating και την καπιταλιστική λογική που διέπει τις σχέσεις σήμερα. Η Σονγκ είχε μία πολύ καλή ιδέα που προσπάθησε να διερευνήσει σε βάθος, αλλά στην εφαρμογή κάπου τα θαλάσσωσε. Το σενάριο εξετράπη σε ένα παρωχημένο συντηρητικό μελό που δεν έπεισε ούτε τους πιο φανατικούς του είδους.
Η Λούσι της ταινίας είναι μια σύγχρονη προξενήτρα – matchmaker αγγλιστί– που ταιριάζει ανθρώπους μέσω αυστηρότατων checklists, σύμφωνα με κριτήρια όπως η εμφάνιση, το εισόδημα, η περιουσία, η μόρφωση και οι κοινές πολιτικές απόψεις. Οι αγχωμένοι και ενίοτε απελπισμένοι πελάτες της πελαγοδρομούν ανάμεσα στα αλλεπάλληλα ραντεβού που τους κλείνει, μέχρι να βρουν το άλλο τους μισό, ενώ ταυτόχρονα δεν υποχωρούν ούτε γραμμή από τις non-negotiable προϋποθέσεις που θέτουν.
Παράλληλα, παρακολουθούμε και την προσωπική ζωή της ίδιας της προξενήτρας, που δεν τα πάει πολύ καλύτερα. Η Λούσι βρίσκεται σε δίλημμα ανάμεσα σε δύο άντρες: τον πάμπλουτο και γοητευτικό Χάρι –άντρας κελεπούρι ή «μονόκερως» στη γλώσσα του dating– και τον Τζον, παλιό της έρωτα και άνεργο ηθοποιό, που τα βγάζει δύσκολα πέρα οικονομικά. Στο τέλος της ταινίας, η Λούσι θα βρει τελικά τον έρωτα, απεμπολώντας πολλά από τα ακλόνητα «πιστεύω» της. Αλλά δεν πείθει πλέον κανέναν από τους θεατές.
Η συμβατότητα μοιάζει πια με μαθηματική εξίσωση και οι σχέσεις λειτουργούν σαν λίστα αγορών, στην οποία όλοι μα όλοι έχουν μια «αξία» και αναζητούν κάποιον που να ευθυγραμμίζεται με αυτήν, ώστε να μη βρεθούν ριγμένοι από την τελική συμφωνία.
Αν κάποιος πίστεψε πως όλη αυτή η κυνική νοοτροπία και η εμπορευματοποίηση των σχέσεων, όπως παρουσιάζονται στο φιλμ, αφορούν αποκλειστικά τους ελίτ κύκλους της Νέας Υόρκης, με πολύφερνους εργένηδες και γυναίκες που πριν βγουν ραντεβού ρωτούν το ετήσιο εισόδημα του άλλου, πλανάται οικτρά. Κι εδώ χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία για την Σονγκ: να αναδείξει, σε όλο της το εύρος και πέρα από κλισέ, την πολύπλοκη συνθήκη του σύγχρονου dating. Η συμβατότητα μοιάζει πια με μαθηματική εξίσωση και οι σχέσεις λειτουργούν σαν λίστα αγορών, στην οποία όλοι μα όλοι έχουν μια «αξία» και αναζητούν κάποιον που να ευθυγραμμίζεται με αυτήν, ώστε να μη βρεθούν ριγμένοι από την τελική συμφωνία.
Πότε έγιναν οι σχέσεις συναλλαγή; Μα πάντα δεν ήταν; Απλώς, τα «κουτάκια» από 3 έγιναν 103. Κάποτε, η οικονομική ασφάλεια, η επαγγελματική σταθερότητα και η εργατικότητα ήταν βασικά κριτήρια επιλογής συντρόφου για τους άντρες και η αναπαραγωγική ικανότητα και η προίκα –μια ακραιφνώς εμπορική συμφωνία– για τις γυναίκες. Ο άντρας κουβαλητής και μια βολική σύζυγος που να του μεγαλώνει τα παιδιά και να φροντίζει το σπίτι. Τι πιο υλιστικό! Η πατριαρχία όριζε έναν πολύ περιορισμένο ορίζοντα επιλογών για τις γυναίκες: δεν είχαν καν επιλογές. Ο γάμος δε ήταν ο μοναδικός κοινωνικά αποδεκτός τύπος συντροφικής σχέσης. Σήμερα υπάρχει ένα πολύ πιο πολύπλοκο «χρηματιστήριο αξιών» και πολυδαίδαλο δίκτυο από κουτάκια για «τικ» που θυμίζει περισσότερο excel. Αλλά τα κριτήρια ενδέχεται να είναι και άυλα. Και σε αυτήν την περίπτωση, βέβαια, οι έμφυλες διακρίσεις και οι οικονομικές ανισότητες εις βάρος των γυναικών δεν είναι αμελητέες.
Οι σχέσεις παραμένουν μια συναλλαγή, ένα αλισβερίσι του τι δίνω και τι θα πάρω και πόσο προσοδοφόρα θα αποδειχτεί η επένδυση που θα κάνω. Στην πραγματικότητα, είναι ένα θέμα ταμπού που λίγοι ομολογούν ανοιχτά: πως κάποιο είδος ιδιοτέλειας είναι το θεμέλιο της σχέσης τους και όχι η ακαταμάχητη χημεία ή η βαθιά αγάπη που τους ένωσε. Εξάλλου, δεν είναι εύκολο να εκφράσεις κάτι που συνήθως προκύπτει φυσικά και αβίαστα, σχεδόν αυτοματοποιημένα, και όχι πάντα βάσει σχεδιασμού.
Παρόμοιοι αυτοματισμοί χαρακτηρίζουν και το στάδιο του dating. Ακόμα και το απλό γούστο ή η συμβατική προτίμηση έχουν υποχωρήσει μπροστά σε έναν ασφυκτικό αλγόριθμο που διαφέρει από άτομο σε άτομο αλλά έχει μια κοινή συνισταμένη: πολύ αυστηρό φιλτράρισμα και μηδενική ευελιξία, σαν να πρόκειται για κανονιστικό μοντέλο, χωρίς περιθώριο λάθους. Λες και δεν μιλάμε για ανθρώπους. Μια καλή εμφάνιση κάποτε θα αρκούσε. Σήμερα έχει αντικατασταθεί από συγκεκριμένους σωματότυπους αντρών και γυναικών, με τη μεζούρα να ορίζει το σωστό ύψος και βάρος. Αλλά και με ένα πολύ συγκεκριμένο στυλ να είναι κάθε φορά το μόνο αρμόζον.
Υπέρβαρες και μικροί το δέμας υποψήφιοι απορρίπτονται με συνοπτικές διαδικασίες. Άνθρωποι που δεν γυμνάζονται ανελλιπώς πετιούνται στον «Καιάδα» του dating. Μια καλή οικονομική κατάσταση δεν αρκεί. Πρέπει να βγάζει οπωσδήποτε πολύ περισσότερα από εμάς ή, αντιθέτως, να μην έχει πολύ μεγαλύτερο εισόδημα, αν είναι γυναίκα. Κάποιες επαγγελματικές ιδιότητες είναι ασυζητητί red flags – ακόμα και αυτές που άλλοτε ήταν περιζήτητες. Ένα προσεγμένο προφίλ στα σόσιαλ με πολλούς ακόλουθους και πολλά likes βοηθά πολύ, αλλά από την άλλη είναι αποτρεπτικό για όσους δηλώνουν ρητά πως «δεν ψάχνουν instagrammers και influencers». Αναζητείται εκείνο το προφίλ που θα βοηθήσει στην κοινωνική ή επαγγελματική μας άνοδο και θα κάνει «τους εχθρούς μας να σκάσουν». Δημοφιλής περσόνα αναζητεί περσόνα αντιστοίχων προσόντων, εν συντομία.
Τα «κοινά ενδιαφέροντα» πάλι είναι μια εξαιρετικά απλοϊκή τοποθέτηση και ούτε αυτά αρκούν. Το τι βιβλία διαβάζει, τι ταινίες και τι σειρές βλέπει, τι μουσικές έχει στη λίστα του Spotify, αν πηγαίνει για ορειβασία, καταδύσεις, μποξ, πάντελ, ή επισκέπτεται γκαλερί και ψαγμένα αβανγκάρντ υπόγεια, θα περάσει από κρησάρα. Όπως από κρησάρα θα περάσουν τα ποστ του στα σόσιαλ, οι φίλοι του, τα μαγαζιά που συχνάζει και φυσικά οι απόψεις που εκφράζει δημόσια – από τις εξελίξεις στην Αμερική και τον φεμινισμό μέχρι το ποδόσφαιρο και την κλιματική κρίση. Κάπως έτσι προέκυψαν τα performative males. Πονηρεύτηκαν τι έχει πέραση και προσαρμόστηκαν ανάλογα.
Μεγάλο μερίδιο ευθύνης γι’ αυτό το υπολογιστικό μοντέλο αξιολόγησης έχει ασφαλώς η τεχνολογία, η οποία έχει μεταμορφώσει ριζικά τον τρόπο που γνωρίζονται οι άνθρωποι σήμερα. Οι χρήστες των dating apps μοιάζουν με προϊόντα σε καταλόγους. Με swipe right ή swipe left αποφασίζεις σε κλάσματα του δευτερολέπτου αν θα αγοράσεις. Και πώς καταφέρνεις να αποφασίσεις τόσο γρήγορα; Μα καλλιεργώντας και εξασκώντας τον παραπάνω αλγόριθμο που αναφέραμε. Σε αυτήν την αγορά, επικρατεί κατ’ εξοχήν ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, και αυτός καθορίζει τους όρους κάθε διαπραγμάτευσης. Οι πιο ελκυστικοί αποκτούν υπεραξία και έχουν πολύ περισσότερες επιλογές ενώ άλλοι, αντίθετα, νιώθουν παραγκωνισμένοι και πως οι μετοχές τους είναι στα αζήτητα.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που ακούσατε για έναν ουρανοκατέβατο έρωτα, για μια καψούρα που δεν υπακούει σε καμιά λογική, για ένα συναίσθημα που δεν προέκυψε από συμπλήρωση ερωτηματολογίων και καλά συνταιριασμένα μεταξύ τους βιογραφικά; Πόσο συχνά συναντάτε γύρω σας ζευγάρια που να μοιάζουν «η μέρα με τη νύχτα», προερχόμενα από εντελώς διαφορετικούς κόσμους; Ακόμα και αν η αρχική ένωση ήταν τυχαία και η έλξη ενστικτώδης, πόσο εύκολο είναι στην πορεία να μην διεισδύσουν τα ορθολογικά κριτήρια;
Αντίθετα, πληθαίνουν όλο και περισσότερο τα ζευγάρια που μοιάζουν με πανομοιότυπα δίδυμα ή αρνητικά της ίδιας φωτογραφίας· που η σχέση τους είναι ένα πρότζεκτ και δεν μπαίνουν καν στον κόπο να το κρύψουν. Προκαλούν τον φθόνο και τη ζήλεια των γύρω τους – και το επιδιώκουν κιόλας. Ένα couple goal όλη η ζωή τους. Ένα ινσταγκραμικό storyline με τον έντεχνα διαφημισμένο έρωτά τους. Πάντα στυλάτοι, ακόμα και στις πιο ανέμελες στιγμές τους. Η έλλειψη στυλ και ύφους μοιάζει ανοσιούργημα.
Ένα τέτοιο στυλάτο και αψεγάδιαστο ζευγάρι περιγράφει με απολαυστική ειρωνεία o Ιταλός Βιντσέντζο Λατρόνικο στο πολυσυζητημένο μυθιστόρημά του «Η τελειότητα», που κυκλοφόρησε φέτος και στα ελληνικά και υπήρξε υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker. Ένα ζευγάρι που φαινομενικά το ένωσε η κοινή αγάπη τους για τα φυτά εσωτερικών χώρων και τα αρ νουβό διαμερίσματα αλλά ουσιαστικά αυτό που τους έφερε κοντά ήταν το ότι «ζούσαν δύο ζωές. Υπήρχε η απτή πραγματικότητα που τους περιέβαλλε και υπήρχαν και οι εικόνες. Και τους περιέβαλλαν και αυτές» (Βιντσέντζο Λατρόνικο, Η τελειότητα, μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Loggia, 2025).
Αλλά δεν είναι μόνο η ρηχότητα της ψηφιακής ζωής και των millennials. Όπως προσπάθησε να καταδείξει και το «Materialists», το ερώτημα που κυριαρχεί στον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται ερωτικά οι άνθρωποι σήμερα και συχνά ασυνείδητα –είτε βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της αναζήτησης και του ατέρμονου dating είτε κάνουν σχέσεις είτε ψάχνουν έναν σύντροφο για το υπόλοιπο της ζωής τους– είναι ένα: «Πόσο με ανεβάζει ο άλλος;», «Πόσο βελτιώνει το brand name μου»; Ό,τι κι αν σημαίνει για τον καθένα αυτό. Πόσο καλύτερος/-η, πιο λαμπερός/-η, πιο πετυχημένος/-η είμαι δίπλα του, και όχι πόσο πιο ευτυχισμένος/-η. Από οικονομική, κοινωνική, επαγγελματική, δημοσιοσχεσίτικη ή οποιαδήποτε άλλη πλευρά· είτε απλώς στα μάτια των φίλων μας και των ακολούθων μας.
Σε αυτό το καινοφανές σύμπαν των σοφών μαθηματικών υπολογισμών και των επενδύσεων, της προσεκτικά επιμελημένης εικόνας και του ταιριάσματος με όρους marketing, πόσο χώρο αφήνουμε τελικά στο αναπάντεχο; Ο έρωτας δεν είναι παρά το bug, το σφάλμα στο σύστημα που δεν υπολογίσαμε και προκαλεί απρόβλεπτη συμπεριφορά. Εκείνος ο διαβρωτικός παράγοντας που παρ’ όλα αυτά καταφέρνει να παρεισφρήσει και μας χαλάει το παιχνίδι.