Ο ομώνυμος δίσκος των Εν Πλω που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1989 από την Penguin είναι από τα άλμπουμ-ορόσημα στην ελληνική ροκ. Βγήκε σε χίλια αντίτυπα από ένα συγκρότημα-«φάντασμα» που έφτιαξε ένα post-punk αριστούργημα, φασαριόζικο, με το κλίμα που δημιουργούσαν στα live τους συγκροτήματα της εποχής όπως οι Savage Republic, οι Spacemen 3 και οι My Bloody Valentine, αλλά και με έντονα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης (κλαρίνα και απόηχους λαϊκού και ρεμπέτικου) και χάθηκε, αφήνοντας πίσω του ελάχιστες ηχογραφήσεις.
Ακόμα πιο σπάνιο από το άλμπουμ είναι το 7ιντσο δισκάκι με τη διασκευή του τραγουδιού «Αντιλαλούν οι φυλακές» του Μάρκου Βαμβακάρη και το «Είχα έρωτες» που κυκλοφόρησε με το φανζίν «Στις Σκιές του Β23».
Το θρυλικό αυτό ελληνόφωνο άλμπουμ που φτιάχτηκε με βασικούς πυρήνες τον Ντίνο Σαδίκη, τον Δήμο Ζαμάνο και τον Κώστα Καλογήρου στα τύμπανα, σημάδεψε μια εποχή και είναι από τα πιο σπάνια της ελληνικής δισκογραφίας, παρότι έχει επανακυκλοφορήσει δύο φορές σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων από διαφορετικές εταιρείες.
«Οι Εν Πλω κατέγραψαν την υπόκωφη σκοτεινιά της δεκαετίας του ’80, μιας δεκαετίας γλεντιού και ευφορίας, με τη θολούρα κάποιου που έχει βυθιστεί μέσα της και με την καθαρότητα κάποιου που την κοιτάζει ψύχραιμα έπειτα από χρόνια».
Με αφορμή την ιστορία αυτού του ιστορικού άλμπουμ, ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου και ο Απόστολος Βασιλόπουλος άρχισαν να αναζητούν τα ίχνη της μουσικής έκρηξης, της ζωής, της διάλυσης και της αποδιοργάνωσης των Εν Πλω, ξεκινώντας μια έρευνα που είναι σε εξέλιξη εδώ και δέκα χρόνια. Συγκέντρωσαν αρχειακό υλικό, πήραν συνεντεύξεις από τα εναπομείναντα μέλη του συγκροτήματος –σήμερα πια είναι ήρεμα, αφοσιωμένα στους κήπους τους–, αναζήτησαν πηγές, κράτησαν σημειώσεις, άκουσαν, κατέγραψαν. Αυτή η παράλληλη αναζήτηση τροφοδότησε τη δική τους φιλία, η οποία με τη σειρά της έγινε κεντρικό κομμάτι μιας αφήγησης που παρουσιάζεται στην έκθεση «Και λοιπόν τι;» στην γκαλερί TAVROS, σε επιμέλεια της Μαρίας-Θάλειας Καρρά.

«Στον χώρο του TAVROS φιλοξενούνται τρεις προβολές –μόνο μία έχει ήχο–, ένα θραύσμα κινούμενης εικόνας, καθώς και ένα κείμενο. Επίσης, ένα μεγάλο ενεργό κενό από τον θόρυβο που κάνουν όλα αυτά μεταξύ τους», λέει ο Απόστολος Βασιλόπουλος. «Στις συζητήσεις μας με την επιμελητική ομάδα, αυτό που μας ενδιέφερε από κοινού ήταν τα έργα να δημιουργούν μια θερμοκρασία στον χώρο, την αίσθηση μιας παγίδας στην οποία αισθάνεσαι ασφαλής: τα πρόσωπα που εμφανίζονται στα έργα δεν κατονομάζονται ευθέως, η όποια πληροφορία για την εποχή ξεγλιστρά από τα αρχειακά υλικά και τα σπασμένα λόγια των χαρακτήρων, οι χρόνοι μπερδεύονται, η μουσική είναι ελάχιστη, οι σιωπές γενναιόδωρες. Φυσικά, δεν παρέχεται καμία απάντηση και όλα παραμένουν ανοιχτά για να συναντήσουν τον κόσμο κάθε επισκέπτη».
«Η έκθεση περιέχει κομμάτια από ένα ντοκιμαντέρ που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, και ίσως δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ», προσθέτει ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου. «Θα μπορούσε να πει κανείς πως περιέχει θραύσματα από μια δεκαετή έρευνα για τους Εν Πλω, αλλά αυτό δεν θα ήταν ακριβές, επειδή η έρευνα απαιτεί μέθοδο κι εμείς δεν ήμασταν καθόλου μεθοδικοί. Μπορεί πράγματι να βρήκαμε τα μοναδικά τρία δευτερόλεπτα από τη μοναδική συναυλία που οι Εν Πλω δώσανε στο ΡΟΔΟΝ το ’90, ψάχνοντας για ώρα σε μια αποθήκη χωρίς ρεύμα, αλλά τίποτα δεν έγινε μεθοδικά. Περισσότερο ψάχναμε πράγματα στα τυφλά, άλλοτε με μανία και ένστικτο, άλλοτε τεμπέλικα και χωρίς σκοπό, κάποιες φορές με την ευχή να μη βρούμε τίποτα. Να βρίσκεις πράγματα δεν είναι πάντα καλό».
Τους ρωτάω ποιο ήταν το κίνητρο για να ασχοληθούν με τους Εν Πλω.
«Είχα αγοράσει το 7ιντσό τους το ’91. Το είχε κυκλοφορήσει το φανζίν “Στις Σκιές του Β-23”. Ειλικρινά, δεν είχα ακούσει κάτι αντίστοιχο ως τότε», λέει ο Κωνσταντίνος. «Ούτε άκουσα ξανά. Ήμουν 17 χρονών. Αν θυμάμαι καλά, το άλμπουμ τους ήταν ήδη δυσεύρετο και κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτούς. Όλα αυτά με ιντριγκάρανε βέβαια επειδή πάντα μισούσα το κέντρο και λάτρευα την περιφέρεια. Επειδή το κέντρο είναι μια συγκεκριμένη θέση, ενώ στην περιφέρεια μπορείς να κινηθείς πιο ελεύθερα, να είσαι αντιφατικός κι επομένως αόρατος. Πρέπει να περάσανε χρόνια μέχρι ν’ ακούσω τα εννιά τραγούδια του άλμπουμ. Χρόνια αργότερα, μιλούσαμε με τον Απόστολο για μουσική. Μόλις είχαμε γνωριστεί. Αρχίσαμε να μιλάμε για τους Εν Πλω. Και λέμε: “Δεν κάνουμε ένα ταινιάκι για την μπάντα;”

Η ιδέα ήταν ν’ αγοράσουμε 2-3 φιλμ Super 8 και να γυρίσουμε μερικές εικόνες. Από τότε έχουν περάσει έντεκα χρόνια και ακόμα να τελειώσουμε. Η αναζήτηση του υλικού ξεκίνησε στις αρχές του 2014 κι ακόμα να ολοκληρωθεί. Βασικά δεν πρόκειται τόσο για υλικό όσο για μια μεγάλη συζήτηση που διαρκεί χρόνια, με τις απαραίτητες παύσεις που ορισμένες φορές έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από τις περιόδους που είμαστε ενεργοί. Συναντήσαμε μέλη των Εν Πλω, φίλους της μπάντας και εμπλεκόμενους στην ιστορία τους, με διάθεση περισσότερο να τους γνωρίσουμε. Τα γυρίσματα δεν είχαν τίποτα παραδοσιακό. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι να κάναμε γυρίσματα. Επομένως, η έκθεση είναι μέρος αυτής της συζήτησης και η έκθεση είναι κυρίως γι’ αυτούς τους ανθρώπους, τον Ντίνο, τη Βαγγελιώ, τον Κώστα και τ’ άλλα τα παιδιά. Και βέβαια, για τον κιθαρίστα της μπάντας, τον Δήμο Ζαμάνο, που αυτοκτόνησε το ’98, τον Μιχάλη Πρέκα που δολοφονήθηκε από την αστυνομία αλλά και τον Χρήστο Πολίτη, τον ντράμερ της πρώτης περιόδου της μπάντας, που πέθανε πριν από έξι χρόνια».
«Υπάρχει μια ψίχα στην ιστορία του σχήματος που λειτουργεί ως κάτοψη για την περίπτωση-παράδοξο της “ελληνικής παρέας”, μιας συντροφιάς που έρχεται κοντά σε τρυφερές συνθήκες και επιλέγει μια ζωή στις παρυφές της καθημερινότητας», συνεχίζει ο Απόστολος. «Παίζει και δημιουργεί σε μια εκτενή περίοδο χάριτος και τελικά παραδίδει ένα έργο έτοιμο και αδιαπραγμάτευτο που λειτουργεί ως σταθμός, σταματώντας όμως εκεί και αναστέλλοντας κάθε είδους εξέλιξη. Στην πορεία έχει μεσολαβήσει μια προδοσία, την οποία όμως κανείς δεν μπορεί να κατονομάσει. Ίσως κάθε χαρακτήρας από μόνος του και με τον δικό του τρόπο αποχώρησε από αυτό το καταφύγιο της φιλίας (όπως έφευγε ένας ένας από την παρέα στο τέλος των «Κουρελιών» του Νίκου Νικολαΐδη), απαρνούμενος τελικά όχι μόνο τους υπολοίπους αλλά κυρίως ένα κομμάτι του νεανικού του εαυτού μπροστά στα κατσάβραχα της ενηλικίωσης. Αυτό που ενδιαφέρει στην ιστορία των Εν Πλω δεν είναι ότι ηχογράφησαν έναν απροσπέλαστο μουσικά δίσκο – το έκαναν, ναι, αλλά δεν τους ένοιαξε κιόλας. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι ηττήθηκαν θριαμβευτικά, όπως όλοι μας άλλωστε.
Το πρωτογενές υλικό της έκθεσης, αλλά και της ταινίας, είναι το Super 8. Στην πορεία όμως υιοθετήσαμε όλες τις υφές που είχαμε στη διάθεσή μας και συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό που θεωρούσαμε προσχέδιο (για παράδειγμα, κάποιες πρώιμες διερευνητικές λήψεις με άλλο εξοπλισμό) ήταν τελικά το ίδιο σημαντικό με το κεντρικό μας “οπλοστάσιο”».

«Για μια μπάντα-φάντασμα, το φιλμ Super 8 ήταν ιδανικό. Επειδή είναι φασματικό, ανορθόδοξο και άχρονο», λέει ο Κωνσταντίνος. «Έτσι, μπορούσαμε να μπερδέψουμε το δικό μας υλικό με το αρχειακό υλικό που συλλέγαμε, λειτουργώντας ταυτόχρονα σαν παραχαράκτες αρχαιολόγοι, σαν ψυγεία που θέλουν να διατηρήσουν κάτι πολύτιμο και σαν τυμβωρύχοι. Ένα ντοκιμαντέρ μπορεί να είναι πιο κοντά στη μυθοπλασία απ’ όσο πιστεύουμε».
«Τι αφηγείστε με αυτές τις εικόνες;»
«Οι εικόνες, οι φωνές, οι μουσικές, οι σιωπές, είναι κομμάτια ιστοριών, προσωπικών και συλλογικών, των ανθρώπων που εμφανίζονται στους τοίχους του χώρου», λέει η Δήμητρα Κονδυλάτου που έχει κάνει το μοντάζ του οπτικοακουστικού υλικού. «Κομμάτια που έχουν να κάνουν με τις ζωές τους και τις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και με τη σχέση τους με την πόλη και τους κανόνες της. Ταυτόχρονα λένε πολλά για τους ανθρώπους αλλά και τα μέσα που τις έχουν καταγράψει. Εικόνες ήσυχες, οικιακές, καθημερινές και εικόνες βίαιες, βαριές, διαδέχονται η μία την άλλη και μέσα από τις ενώσεις ή τις τρύπες τους γίνονται μεγαλύτερα κομμάτια μιας μεγαλύτερης ιστορίας, των Εν Πλω, με τον τρόπο που την είδαν και την άκουσαν ο Κωνσταντίνος και ο Απόστολος, όπου λουπάρουν η φιλία, η ορμή, η απογοήτευση, η φασματικότητα και οι διαφορετικές χρονικότητες».
«Γιατί το μοναδικό άλμπουμ των Εν Πλω είναι ένα σημαντικό άλμπουμ και τι είναι αυτό που καταγράφει από την Αθήνα του τέλους των ’80s, οπότε και κυκλοφόρησε;»

«Για μένα είναι σημαντικός επειδή πρόκειται για έναν δίσκο που κανείς δεν ζήτησε να υπάρξει (ίσως ακόμα και τα ίδια του τα μέλη) και ο τρόπος που τελικά έγινε πέρασε μέσα από ένα τρομερό πείσμα εκ μέρους των τριών που τον υπέγραψαν», εξηγεί ο Απόστολος Βασιλόπουλος. «Ενώ δούλευαν μέσα σε μια εξαιρετική απομόνωση –από τη σκηνή και τα “εγκόσμια”–, αποφάσισαν ενδόμυχα ότι αυτό που κάνουν έχει ένα νόημα πέρα από αυτούς και ότι μπορεί να λειτουργήσει ως εγχειρίδιο ζωής σε εκείνο τον θολό τόπο και χρόνο. Το έβαλαν κάτω, το αποτύπωσαν και στην πορεία αμφιβάλλω αν είχαν καταλάβει ότι έκαναν κάτι που δεν είχε ανάλογο στη δισκογραφία εκείνης της εποχής –διεθνή και ελληνική–, μια μουσική δηλαδή που έρχεται από τις τραχύτερες πλευρές του ανθρώπου, για να υπάρξει για μία και μόνο φορά, χωρίς να έχει φροντίσει την επόμενή της μέρα. Είναι ένας δίσκος ενάντιος σε όλα, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό».
«Για μένα, το άλμπουμ των Εν Πλω είναι τόσο σημαντικό όσο η ταινία “Βοσκοί” του Νίκου Παπατάκη», συνεχίζει ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου. «Οι Εν Πλω κατάφεραν να μπερδέψουν το ροκ εν ρολ της εποχής με ντόπια μουσικά στοιχεία, με έναν πολύ καθαρό και σκληρό τρόπο, θορυβώδη, ειλικρινή και κυρίως ατόφιο κι αυθεντικό. Νομίζω πως κανείς άλλος δεν έχει καταφέρει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα, ούτε καν ο Σαββόπουλος. Γιατί αν στη δισκογραφία του Σαββόπουλου μπορείς να διακρίνεις τις δύο πηγές (ροκ, ελληνική παράδοση), στους Εν Πλω η πηγή είναι μία. Η λογική των δύο πηγών έχει εξουδετερωθεί. Σαν το ροκ να έχει φυτρώσει κάπου στα βουνά της Ηπείρου, όπως ακριβώς και στην ταινία του Παπατάκη. Λες και ο Αρτό και ο Βιγκό ήταν δύο ντόπιοι βοσκοί της αναταραχής που βουτάνε στον γκρεμό.
Οι Εν Πλω κατέγραψαν την υπόκωφη σκοτεινιά της δεκαετίας του ’80, μιας δεκαετίας γλεντιού και ευφορίας, με τη θολούρα κάποιου που έχει βυθιστεί μέσα της και με την καθαρότητα κάποιου που την κοιτάζει ψύχραιμα έπειτα από χρόνια. Το μοναδικό τους άλμπουμ δεν είναι άλμπουμ. Είναι κάτι μικρότερο. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι ίχνος».
«Αποτυπώνει με ένταση και με ακρίβεια που δεν σκοτώνει την ορμητικότητα του χώρου απ’ τον οποίο προέρχεται», συμπληρώνει η Δήμητρα, «του χώρου που υπήρχε μακριά από τη σκηνή και τα “εγκόσμια”, τη λάμψη, την πλάνη και τη “διαφάνεια” εκείνης της Αθήνας».

«Άφησαν τίποτα πίσω τους αυτά τα “ηλεκτρικά όνειρα που άνθισαν για λίγο” πριν από 36 χρόνια ή “μόνο στάχτες;”»
«Στα εγκαίνια της έκθεσης ήρθε ο Κώστας Μυλωνάς, ο κολλητός του Δήμου Ζαμάνου, και η Βαγγελιώ Βογιατζή, σύντροφος του Μιχάλη Πρέκα», λέει ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου. «Το μόνο λοιπόν που σκέφτομαι αυτές τις μέρες είναι πως ο Δήμος και ο Μιχάλης χάθηκαν πολύ νέοι, πληρώνοντας κάτι που δεν τους αντιστοιχούσε. Επομένως, αν οι Εν Πλω άφησαν πίσω τους “ηλεκτρικά όνειρα ή μόνο στάχτες”, ούτε που με νοιάζει. Ούτως ή άλλως, δεν μένει τίποτα στο τέλος, όπως είχε πει και ο Σαχτούρης, αγαπημένος ποιητής του Ντίνου Σαδίκη: “Είχα έρωτες, είχα μάχες και παραφύλαξα στις γωνιές”. Τι περισσότερο;»
«Άφησαν αυτά τα τραγούδια που συνδέουν ανθρώπους που ονειρεύονται με παρόμοιο τρόπο», συμπληρώνει η Δήμητρα.
«Άφησαν δώδεκα μαύρα, λαμπερά, ακίνητα και πυρετώδη τραγούδια», λέει ο Απόστολος. «Άφησαν όσα θέλουμε να έχουν αφήσει, τίποτα ή και τα πάντα. Και οι στάχτες όμως δεν είναι και λίγο, είναι η απόδειξη του περάσματος μιας παρέας μέσα από αυτόν τον περίεργο διάδρομο του χρόνου. Βγαίνοντας, είχαν αυτά τα τραγούδια στα χέρια τους και ίσως κάτι λιγότερο από τους εαυτούς τους. Και γι’ αυτό έχουν πάντοτε την αγάπη μας».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την εικαστική έκθεση «Και λοιπόν τι;» εδώ.