Εκατό χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατο του Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ, ενός από τους λίγους Αμερικανούς ζωγράφους της γενιάς του που έγιναν γνωστοί και δημοφιλείς στην Ευρώπη. Ενώ πριν από μερικές δεκαετίες τα έργα του ήταν ελαφρώς υποτιμημένα, με τον ίδιο να θεωρείται ένας κάπως βαρετός πορτρετίστας κυρίως πλουσίων και κοσμικών γυναικών, σήμερα η λάμψη και η κομψότητα των αριστοτεχνικών έργων του τον έχουν καταστήσει εκ νέου αντικείμενο μελετών αλλά και έναν ζωγράφο που προσφέρει απλόχερα απόλαυση και χαρά στους θεατές της τέχνης του με τη ζωηρή και αριστοτεχνική απεικόνιση των θεμάτων του.
Ο Σάρτζεντ υπήρξε ο πιο παραγωγικός Αμερικανός ζωγράφος του 19ου αιώνα, με περίπου 900 ελαιογραφίες. Αυτόν τον καλλιτέχνη τιμά σήμερα το Mουσείο Ορσέ, αφιερώνοντάς του την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι. Σε συνεργασία με το Mητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (The Met) της Νέας Υόρκης, η έκθεση «Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ: Μαγεύοντας το Παρίσι» εστιάζει για πρώτη φορά στην πιο καθοριστική περίοδο της καριέρας του Αμερικανού ζωγράφου. Τα 90 έργα που παρουσιάζονται, πολλά από τα οποία έφτασαν για πρώτη φορά στη Γαλλία από τότε που φιλοτεχνήθηκαν, ανασυνθέτουν την καταιγιστική άνοδο του νεαρού καλλιτέχνη στην Πόλη του Φωτός. Η έκθεση στοχεύει να επανασυστήσει το έργο του στο γαλλικό κοινό∙ στη Γαλλία ο καλλιτέχνης έχει σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί, σε αντίθεση με την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου αναγνωρίζεται ως ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Αν και ζωγραφίζει σπάνια τη «ζωή στο Παρίσι», ο Σάρτζεντ χρησιμοποιεί την πόλη ως βάση για τα ταξίδια του στην Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική. Από αυτά τα ταξίδια επιστρέφει με τοπία και σκηνές καθημερινής ζωής, έργα που συνδυάζουν το δημοφιλές εξωτικό ύφος της εποχής με τον δικό του μυστηριώδη και αισθησιακό καλλιτεχνικό κόσμο.
Ο Σάρτζεντ έφτασε στο Παρίσι το 1874, σε ηλικία 18 ετών, για να σπουδάσει δίπλα στον Κάρολο Ντουράν, και παρέμεινε στην πόλη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1880. Μέσα σ’ αυτήν τη δεκαετία, από το 1874 ως το 1884, διαμόρφωσε τόσο το καλλιτεχνικό του ύφος όσο και την προσωπικότητά του, βυθισμένος στον παλλόμενο κόσμο της παρισινής καλλιτεχνικής σκηνής της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Πρόκειται για μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την άνθηση των εκθέσεων, την ανάδυση του νατουραλισμού και του ιμπρεσιονισμού, και την εδραίωση του Παρισιού ως παγκόσμιας πρωτεύουσας της τέχνης. Ο νεαρός Αμερικανός ζωγράφος βρήκε εκεί στήριξη από άλλους ξένους καλλιτέχνες, ενώ ταυτόχρονα εντάχθηκε με εντυπωσιακή επιτυχία στη γαλλική κοινωνία, χτίζοντας σχέσεις με καλλιτέχνες, συγγραφείς και καλλιεργημένους συλλέκτες. Εκεί γνώρισε επίσης τις πρώτες του επιτυχίες και δημιούργησε πολλά από τα αριστουργήματά του, όπως την προσωπογραφία του Γάλλου γυναικολόγου και συλλέκτη με τίτλο «Πορτρέτο του δρ Πότζι στο σπίτι» και το «Οι κόρες του Έντουαρντ Ντάρλι Μπόιτ».


Ιδιαίτερη θέση στην πορεία του κατέχουν οι γυναίκες. Προστάτιδες, φίλες, μοντέλα ή κριτικοί τέχνης, είναι οι προσωπικότητες που συνέθεταν την πολύπλευρη εικόνα μιας κοσμοπολίτικης κοινωνίας σε μετάβαση, όπου η παραδοσιακή ευρωπαϊκή αριστοκρατία συναντούσε το χρήμα και τις περιουσίες που δημιουργούνταν στην Αμερική. Τα πορτρέτα τους, που παρουσιάζονται στην έκθεση, φανερώνουν την εκρηκτική σύνδεση δυο κόσμων, του παλιού και του νέου.
Αν και ζωγραφίζει σπάνια τη «ζωή στο Παρίσι», ο Σάρτζεντ χρησιμοποιεί την πόλη ως βάση για τα ταξίδια του στην Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική. Από αυτά τα ταξίδια επιστρέφει με τοπία και σκηνές καθημερινής ζωής, έργα που συνδυάζουν το δημοφιλές εξωτικό ύφος της εποχής με τον δικό του μυστηριώδη και αισθησιακό καλλιτεχνικό κόσμο.
Τα πορτρέτα είναι αυτά που τον καθιερώνουν ως κορυφαίο καλλιτέχνη της εποχής του, κάποιον που ξεπέρασε τους δασκάλους του και ανταγωνίστηκε τους μεγάλους ζωγράφους του παρελθόντος. Η εξαιρετική τεχνική δεξιοσύνη του και η προκλητική αυτοπεποίθηση των μοντέλων του μαγνήτισαν το κοινό και πολλοί κριτικοί τον αποκάλεσαν άξιο διάδοχο του Βελάσκεθ. Ο Χένρι Τζέιμς έγραψε για τον πίνακα «Οι κόρες του Έντουαρντ Ντάρλι Μπόιτ» ότι ο καλλιτέχνης «προσφέρει το ελαφρώς “αλλόκοτο” θέαμα ενός ταλέντου που στο κατώφλι της καριέρας του δεν έχει να μάθει τίποτα περισσότερο». Η πρώτη του θεσμική αναγνώριση στη Γαλλία έρχεται το 1892, όταν το κράτος αγοράζει το πορτρέτο της χορεύτριας Καρμεντσίτα για το Μουσείο του Λουξεμβούργου – μια σπάνια τιμή για Αμερικανό καλλιτέχνη (και ειδικά πορτρετίστα) στη Γαλλία.

Ένα διάσημο, αμφιλεγόμενο και σκανδαλώδες έργο
Ο Σάρτζεντ θεωρούσε τη «Madame X», το καλύτερο έργο της ζωής του, το πιο αμφιλεγόμενο και σκανδαλώδες έργο του. Η Αμερικανίδα Βιρζινί Γκοτρό, που πόζαρε στον ζωγράφο, ήταν διάσημη κοσμική φιγούρα, αποκαλούμενη «επαγγελματίας καλλονή», με τον όρο να σημαίνει ότι το μόνο της προσόν ήταν η ομορφιά της. Όταν εκτίθεται ο πίνακας στο Σαλόν του 1884, προκαλεί σάλο. Ο Τύπος επιτίθεται κυρίως στην «ηθική» του μοντέλου, αναδεικνύοντας τα πολύπλοκα κοινωνικά και αισθητικά ζητήματα που αναδύονταν γύρω από το δημόσιο πορτρέτο στη Γαλλία του τέλους του 19ου αιώνα. Η Γκοτρό ήταν παντρεμένη με έναν πλούσιο Γάλλο τραπεζίτη, μια γυναίκα κοσμική, εκκεντρική και ιδιαίτερα γνωστή για την ομορφιά της, την οποία πρόβαλλε επιτηδευμένα. Είχε πολλούς θαυμαστές, φορούσε πούδρα στο χρώμα της λεβάντας και ήταν συχνά αντικείμενο κουτσομπολιού στην παρισινή κοινωνία.

Αυτοί που σκανδαλίστηκαν πρώτοι με τον πίνακα ήταν οι επισκέπτες του Σαλόν του Παρισιού το 1884, που χαρακτήρισαν το έργο «βαρετό», «περίεργο», ακόμα και «τερατώδες». Σήμερα είναι απορίας άξιο πώς ένα τόσο όμορφο έργο, με πολυτελείς υφές και μια εκλεπτυσμένη μορφή, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Η απάντηση ίσως βρίσκεται στο βαρύ μακιγιάζ και το εφαρμοστό μαύρο φόρεμα της Γκοτρό, και στην τιράντα που γλιστρούσε προκλητικά από τον ώμο της και ερέθιζε τα ήθη μιας σεμνότυφης κοινωνίας που προτιμούσε να εκφράζει τα σεξουαλικά και ερωτικά της πάθη εν κρυπτώ.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα πορτρέτα του Σάρτζεντ, το έργο αυτό δεν ήταν παραγγελία. Ο ζωγράφος έγραψε σε έναν γνωστό του: «…Έχω μεγάλη επιθυμία να ζωγραφίσω το πορτρέτο της και έχω λόγους να πιστεύω ότι θα το επιτρέψει…». Η Γκοτρό υπέκυψε στη μεγάλη επιμονή και την πολιορκία του Σάρτζεντ και δέχτηκε να ποζάρει, υπό τον όρο να παρουσιαστεί ως σύμβολο ομορφιάς, μυστηρίου και κομψότητας.
Χρειάστηκε πάνω από ένας χρόνος για να ολοκληρωθεί ο πίνακας, με τον Σάρτζεντ να κάνει δεκάδες προσχέδια και μελέτες, πράγμα που δεν συνήθιζε. Ήξερε ότι ζωγραφίζοντας τη νεαρή Γκοτρό θα γινόταν το επίκεντρο της προσοχής των φιλότεχνων και των συλλεκτών. Στην πρώτη εκδοχή του πορτρέτου, η νεαρή γυναίκα φορά το περίφημο φόρεμά της με το βαθύ ντεκολτέ, το σώμα της είναι καλυμμένο με πούδρα (ήταν της μόδας οι πούδρες με αρσενικό που έκαναν το δέρμα κατάλευκο), το κεφάλι της είναι γερμένο αυτάρεσκα και η τιράντα έχει πέσει στο μπράτσο της, κάνοντας το αποτέλεσμα πιο τολμηρό και αισθησιακό.

Για να καθησυχάσει τους καθωσπρέπει θεατές του έργου, ο νεαρός ζωγράφος ζωγράφισε ξανά την τιράντα στη θέση της και προσπάθησε να μετριάσει τις αντιδράσεις, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Οι γαλλικές παραγγελίες στέρεψαν και ο Σάρτζεντ είπε στον φίλο του Έντμουντ Γκος το 1885 ότι σκεφτόταν να εγκαταλείψει τη ζωγραφική. Αν και διόρθωσε το πορτρέτο, αρνήθηκε να το αποσύρει από το Σαλόν. Η μητέρα της νεαρής Γκοτρό πήγε στο στούντιο του Σάρτζεντ και τον παρακάλεσε, «λουσμένη στα δάκρυα», να αποσύρει το έργο. «Όλο το Παρίσι κοροϊδεύει την κόρη μου, θα πεθάνει από θλίψη» του είπε, αλλά ο Σάρτζεντ, ανυποχώρητος, απάντησε ότι ήταν παράνομο να αποσυρθεί ένας πίνακας. Τη ζωγράφισε ακριβώς όπως ήταν ντυμένη, είπε, όπως εμφανιζόταν στον κόσμο και όχι μόνο στον καμβά του. Αντίθετα με όσα πίστευε η μητέρα της, ο πίνακας δεν κατέστρεψε τη ζωή της νεαρής Γκοτρό, που μέσα σε τρία χρόνια έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο, διοργάνωνε φανταχτερά πάρτι και οι «New York Times» την αποκάλεσαν «κομμάτι πλαστικής τελειότητας».
Η ποιήτρια και μεταφράστρια Τζούντιθ Γκοτιέ έγραψε όταν είδε το έργο: «Είναι γυναίκα; Μια χίμαιρα; Η φιγούρα ενός μονόκερου σε ένα εραλδικό οικόσημο ή ένα αραβούργημα; Όχι, δεν είναι τίποτα από αυτά, αλλά μάλλον η ακριβής εικόνα μιας σύγχρονης γυναίκας, σχεδιασμένη σχολαστικά από έναν ζωγράφο που είναι δεξιοτέχνης».


Πριν από το σκάνδαλο της «Μαντάμ Χ» του 1884, ο Σάρτζεντ είχε ζωγραφίσει εξωτικές καλλονές όπως η Ροζίνα Φεράρα από το Κάπρι και η Ισπανίδα Καρμέλα Μπερτάνια, αλλά οι εικόνες αυτές δεν είχαν εκτεθεί στο κοινό. Πολλές γυναίκες, αργότερα, ήθελαν αντίγραφα ή εκδοχές του φορέματος της «Μαντάμ Χ». Αν και το όνομα της γυναίκας ξεχάστηκε και το σκάνδαλο ξεθώριασε, ο Σάρτζεντ δημιούργησε μια μεγάλη, διαχρονική avant-garde στιγμή μόδας. Όσο για την τύχη του έργου, ο Σάρτζεντ κράτησε τον πίνακα σε περίοπτη θέση στο στούντιό του στο Λονδίνο, μέχρι που τον πούλησε στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης το 1916, λίγους μήνες μετά τον θάνατο της Γκοτρό.
Μετά το σκάνδαλο στο Παρίσι ο Σάρτζεντ μετακόμισε στο Λονδίνο σε ηλικία 30 ετών, όπου διέπρεψε ως πορτρετίστας, δημιουργώντας έργα που ξεχώριζαν για την πρωτοτυπία και την τόλμη τους.
Ένας κοσμοπολίτης, απίστευτα ταλαντούχος ζωγράφος

Ένα γεγονός που συνέβη πριν από τη γέννηση του Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ καθόρισε την οικογενειακή του ζωή. Μετά τον θάνατο της αδελφής του η μητέρα του υπέστη νευρικό κλονισμό και μαζί με τον γιατρό πατέρα του αποφάσισαν να φύγουν από την Αμερική. Μετακόμισαν στο Παρίσι, και από εκεί ταξίδευαν στα ευρωπαϊκά ορεινά θέρετρα ή κοντά στη θάλασσα.
Όταν η μητέρα του ήταν έγκυος, αποκλείστηκαν στη Φλωρεντία εξαιτίας της επιδημίας χολέρας και ο γιος τους γεννήθηκε εκεί το 1856. Η οικογένεια ζούσε μετρημένα, με μια μικρή κληρονομιά και τις οικονομίες της, αποφεύγοντας τις κοινωνικές σχέσεις. Οι φίλοι τους ανήκαν στον κόσμο της τέχνης.
Ο ζωηρός νεαρός Σάρτζεντ ήταν προσεκτικός παρατηρητής της φύσης και οι σπουδές δεν τον ενδιέφεραν, αν και η μητέρα του ήταν πεπεισμένη ότι τα ταξίδια στην Ευρώπη και οι επισκέψεις σε μουσεία και εκκλησίες θα του έδιναν μια ικανοποιητική εκπαίδευση. Οι διαρκείς μετακινήσεις δεν βοηθούσαν στο να αποκτήσει μια σωστή επίσημη εκπαίδευση, αλλά οι γονείς του τον ενθάρρυναν να σχεδιάζει – άλλωστε ο πατέρας του έκανε ιατρικές εικονογραφήσεις και η μητέρα του ήταν ικανή ερασιτέχνιδα ζωγράφος. Ο Σάρτζεντ αντέγραφε σχέδια από εφημερίδες και έδειχνε να έχει ταλέντο. Ήταν δεκατριών ετών όταν πήρε τα πρώτα μαθήματα ακουαρέλας. Αν και ποτέ δεν ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του, ήταν εγγράμματος και κοσμοπολίτης, γνώριζε από μουσική, τέχνη και λογοτεχνία, ενώ μιλούσε άπταιστα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά. Ήταν δεκαεπτά ετών όταν έγραψε: «Έχω μάθει στη Βενετία να θαυμάζω απεριόριστα τον Τιντορέτο και να τον θεωρώ ίσως δεύτερο μόνο μετά τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Τιτσιάνο».

Απέτυχε να σπουδάσει στη Φλωρεντία και επέστρεψε στο Παρίσι για να πάρει μαθήματα από τον νεαρό Γάλλο προσωπογράφο Κάρολο Ντουράν, που ήταν διάσημος για την τολμηρή τεχνική του και τις σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας του. Η επιρροή του θα ήταν καθοριστική για τον Σάρτζεντ τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του. Εκεί έμαθε τη μέθοδο alla prima, την απευθείας εργασία στον καμβά, που βασιζόταν στη σωστή τοποθέτηση των τόνων του χρώματος με ένα γεμάτο χρώμα πινέλο, η οποία προέρχεται από τον Ντιέγκο Βελάσκεθ.
Το 1874 μπήκε στην École des Beaux-Arts, την κορυφαία σχολή τέχνης στη Γαλλία. Παρακολουθούσε μαθήματα σχεδίου, επισκεπτόταν τα μουσεία και ζωγράφιζε διαρκώς. Ήταν ένας από τους πιο ταλαντούχους ζωγράφους της γενιάς του, με τον Αμερικανό ζωγράφο Τζούλιαν Άλντεν Γουάιρ να τον αποκαλεί «έναν από τους πιο ταλαντούχους ανθρώπους που έχω συναντήσει ποτέ. Τα σχέδιά του είναι σαν των παλιών δασκάλων και το χρώμα του είναι εξίσου καλό». Ο Σάρτζεντ ήταν δημοφιλής και αξιοθαύμαστος και σε αυτό φυσικά βοηθούσε η άριστη γνώση της γαλλικής γλώσσας. Έτσι γνωρίστηκε με «γίγαντες» της τέχνης, τον Ντεγκά, τον Ροντέν, τον Μονέ, τον Γουίστλερ.
Αν και η τοπιογραφία τον είχε συνεπάρει –όπως αποδεικνύεται από τα σκίτσα του που είναι γεμάτα βουνά, θαλασσογραφίες και κτίρια–, θεώρησε ότι η προσωπογραφία ήταν ο καλύτερος τρόπος για να προωθήσει την καλλιτεχνική του καριέρα, να εκθέσει στο Σαλόν και να κερδίσει παραγγελίες για τα προς το ζην.

Το πρώτο μεγάλο του πορτρέτο ήταν της φίλης του Φάνι Γουότς το 1877, το οποίο σηματοδότησε την είσοδό του στο Σαλόν. Η δεύτερη συμμετοχή του ήταν οι «Συλλέκτες Στρειδιών του Κανκάλε», ένας ιμπρεσιονιστικός πίνακας που πήρε θερμές κριτικές.
Σε ηλικία 24 ετών ο Σάρτζεντ ζωγράφισε δεξιοτεχνικά τον δάσκαλό του Κάρολο Ντουράν σε ένα έργο που παρουσιάστηκε στο Σαλόν του Παρισιού και αποτέλεσε την καλύτερη διαφήμιση για παραγγελίες πορτρέτων στον ζωγράφο.
Φεύγοντας από το ατελιέ του Ντουράν, ο Σάρτζεντ πήγε στην Ισπανία και μελέτησε με πάθος τους πίνακες του Βελάσκεθ. Στην Ισπανία αναζωπυρώθηκε η αγάπη του για τη μουσική που θα τον συνόδευε σε όλη τη ζωή του, ενώ έγινε ένθερμος υποστηρικτής των σύγχρονων συνθετών. Ταξίδεψε στη συνέχεια στην Ιταλία και απεικόνισε τη Βενετία σε σκίτσα και ακουαρέλες, ενώ οι σκηνές δρόμου αποτύπωναν χειρονομίες και στάσεις που θα έβρισκε χρήσιμες σε μεταγενέστερες προσωπογραφίες.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, άρχισε να παίρνει παραγγελίες πορτρέτων και επί είκοσι πέντε χρόνια ζωγράφιζε με συγκέντρωση και συνέπεια, με αντοχή και σταθερότητα.

Οι τιμές των έργων του ήταν υψηλές και η φήμη του εξαπλωνόταν διαρκώς. Πριν εγκατασταθεί στην Αγγλία –μετά το σκάνδαλο με τον πίνακα «Madame X»– είχε αρχίσει να στέλνει πίνακες στη Βασιλική Ακαδημία. Ανάμεσα στους πίνακες που έστειλε ήταν το «Πορτρέτο του δρ Πότζι στο σπίτι», με τον γιατρό να φορά μια κατακόκκινη φανταχτερή ρόμπα, και το «Κυρία Χένρι Γουάιτ». Ο Σάρτζεντ ολοκλήρωσε τη μετακόμισή του στο Λονδίνο το 1886 και εγκαταστάθηκε στην καλλιτεχνική κοινότητα του Τσέλσι.
Στο Λονδίνο οι κριτικοί δεν τον υποδέχτηκαν πολύ θερμά. Περιέγραφαν την τεχνική του ως «σκληρή» και «σχεδόν μεταλλική» χωρίς «γούστο στην έκφραση και την ατμόσφαιρα». Η κυρία Γουάιτ, που είχε ποζάρει γι’ αυτόν, και ο Χένρι Τζέιμς τον υποστήριξαν και τον βοήθησαν να βρει χορηγούς, ενώ το γεγονός πως ήταν δημοφιλής μετέστρεψε και τη γνώμη των κριτικών.
Όταν επισκέφθηκε τους κήπους του Μονέ στο Ζιβερνί, ζωγράφισε ένα από τα πιο ιμπρεσιονιστικά πορτρέτα του, τον Μονέ να ζωγραφίζει σε εξωτερικό χώρο, ενώ κοντά του κάθεται η νύφη του («Ο Κλοντ Μονέ ζωγραφίζει στην άκρη του δάσους»), με το δικό του ιμπρεσιονιστικό στυλ. Όχι μόνο αγόρασε τέσσερα έργα του Μονέ, αλλά μετά από αυτή την επίσκεψη άρχισε να περνά πολύ χρόνο στη φύση, ζωγραφίζοντας στην αγγλική ύπαιθρο. Οι Άγγλοι κριτικοί τον κατέταξαν στους ιμπρεσιονιστές, αλλά ο Μονέ αργότερα δήλωσε: «Δεν είναι ιμπρεσιονιστής με την έννοια που χρησιμοποιούμε τη λέξη, είναι υπερβολικά επηρεασμένος από τον Κάρολο Ντουράν».

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Σάρτζεντ στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών ήρθε το 1887, με την ενθουσιώδη ανταπόκριση που είχε το «Carnation, Lily, Lily, Rose», ένα μεγάλο έργο, ζωγραφισμένο στην ύπαιθρο, που απεικονίζει δύο νεαρά κορίτσια να ανάβουν φανάρια σε έναν αγγλικό κήπο στο Κοτσγουόλντς, το οποίο αγοράστηκε αμέσως από την Tate Gallery.
Ο Σάρτζεντ ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη και τη Βοστώνη και ζωγράφισε πάνω από 20 έργα, ανάμεσά τους το πορτρέτο της Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ, της διάσημης προστάτιδας της τέχνης της Βοστώνης, και το πορτρέτο της κυρίας Άντριαν Ισελίν.
Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, άρχισε να ασχολείται ξανά με τις καθιερωμένες μεθόδους του. Σκηνοθετούσε τα πάντα, επισκεπτόταν το σπίτι του πελάτη για να δει πού θα κρεμόταν ο πίνακας και εξέταζε την γκαρνταρόμπα του για να επιλέξει την κατάλληλη ενδυμασία. Επέλεγε τα έπιπλα και τα αντικείμενα που θα υπήρχαν στο φόντο και έπαιζε πιάνο στα διαλείμματα των συνεδριών με τα μοντέλα του. Ζωγράφιζε χωρίς προηγουμένως να σκιτσάρει και όταν ολοκλήρωνε το έργο διάλεγε και την κατάλληλη κορνίζα. Δεν είχε βοηθούς και οργάνωνε μόνος όλη την προετοιμασία για ένα έργο. Εκείνοι την εποχή οι εύποροι Αμερικανοί πελάτες του ταξίδευαν στο Λονδίνο για να ποζάρουν για ένα πορτρέτο.

Το 1890 φιλοτέχνησε δυο εμβληματικά πορτρέτα χωρίς παραγγελία, ένα της ηθοποιού Έλεν Τέρι ως Λαίδης Μακμπέθ και ένα της δημοφιλούς Ισπανίδας χορεύτριας Λα Καρμενσίτα. Τη δεκαετία του 1890 ζωγράφιζε κατά μέσο όρο δεκατέσσερις παραγγελίες πορτρέτων ετησίως, με πιο σημαντικά τη «Λαίδη Άγκνιου του Λόχνο» και το «πορτρέτο της κυρίας Χιου Χάμερσλεϊ».
Όταν ταξίδεψε ξανά στις ΗΠΑ, ζωγράφισε από τρία πορτρέτα του μυθιστοριογράφου και ποιητή Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον και τα πορτρέτα δύο Προέδρων των ΗΠΑ: του Θίοντορ Ρούσβελτ και του Γούντροου Γουίλσον. Το 1898, ο Άσερ Βερτχάιμερ, ένας πλούσιος Εβραίος έμπορος τέχνης που ζούσε στο Λονδίνο, παρήγγειλε στον Σάρτζεντ δώδεκα πορτρέτα της οικογένειάς του, τη μεγαλύτερη παραγγελία του καλλιτέχνη από έναν μόνο χορηγό. Τα πορτρέτα σήμερα εκτίθενται στην Tate Britain.
Το 1907, σε ηλικία πενήντα ενός ετών, ο Σάρτζεντ έκλεισε επίσημα το στούντιό του. Ανακουφισμένος, δήλωσε: «Το να ζωγραφίζεις ένα πορτρέτο θα ήταν αρκετά διασκεδαστικό αν δεν αναγκαζόσουν να μιλάς ενώ εργαζόσουν... Τι μπελάς να πρέπει να διασκεδάζεις τον άνθρωπο που ποζάρει και να δείχνεις χαρούμενος όταν νιώθεις χάλια». Την ίδια χρονιά, ζωγράφισε μια σεμνή και σοβαρή αυτοπροσωπογραφία για την περίφημη συλλογή αυτοπροσωπογραφιών της Πινακοθήκης Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Συνέχισε να ζωγραφίζει πορτρέτα στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, αλλά οι μοντερνιστές τον αντιμετώπισαν με σκληρότητα, θεωρώντας ότι δεν είχε επαφή με την πραγματικότητα της αμερικανικής ζωής και με τις αναδυόμενες καλλιτεχνικές τάσεις, όπως ο κυβισμός και ο φουτουρισμός. Ο Σάρτζεντ δέχτηκε ήσυχα την κριτική, αλλά αρνήθηκε να αλλάξει τις αρνητικές του απόψεις για τη μοντέρνα τέχνη. Απάντησε: «Ο Ενγκρ, ο Ραφαέλ και ο Ελ Γκρέκο, αυτών τα έργα θαυμάζω, αυτά είναι που μου αρέσουν».



Κάποια στιγμή μεταξύ 1917 και 1920, ο Σάρτζεντ ζωγράφισε το πορτρέτο του Τόμας Μακέλερ, ενός νεαρού Αφροαμερικανού χειριστή ανελκυστήρα και βετεράνου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο καμβάς φυλάχθηκε στο στούντιο του ζωγράφου μέχρι τον θάνατό του και άρχισε να εκτίθεται μόνιμα στο κοινό μόλις το 1986, όταν αποκτήθηκε από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης. Ο Μακέλερ πόζαρε επίσης ως μοντέλο για τις μυθολογικές τοιχογραφίες που ζωγράφισε ο Σάρτζεντ στο κλιμακοστάσιο και τη ροτόντα του MFA της Βοστώνης και για τις τοιχογραφίες μνήμης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Βιβλιοθήκη Γουίντενερ του Χάρβαρντ.
Το 1922, ο Σάρτζεντ έγινε συνιδρυτής των Grand Central Art Galleries της Νέας Υόρκης. Επέστρεψε στην Αγγλία και πέθανε στο σπίτι του στο Τσέλσι στις 14 Απριλίου 1925, από καρδιακή νόσο.