ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ, επισκέπτης σε φιλικό σπίτι, εντόπισα στη βιβλιοθήκη μια βιντεοκασέτα που στη ράχη της είχε την επιγραφή «Πυρκαγιά 2003». Σχημάτισα τη χειρότερη γνώμη για τον γονιό του οικοδεσπότη μου. Ο τόπος του καιγόταν κι εκείνος, αντί να ριχτεί στη μάχη της κατάσβεσης, στεκόταν με την κάμερα «επ’ ώμου, αρμ!». Ποια χρησιμότητα να ’χε άραγε αυτή η βιντεοκασέτα; Θα καθόταν κάποιο βράδυ μετά από χρόνια στον καναπέ του για να δει το έργο «Πυρκαγιά 2003»;
Αυτά, στον παλιό κόσμο. Τέτοιες συμπεριφορές ήταν σπάνιες, γι’ αυτό κι έκαναν εντύπωση. Τώρα όμως ο καθένας κυκλοφορεί κι οπλοφορεί. «Το smartphone είναι συνέχεια του χεριού τους», για να παραφράσω και τον Ρίτσο. Σήμερα υπάρχουν χιλιάδες ή εκατομμύρια βιντεάκια με θέμα «Πυρκαγιά 2025». Σύμφωνα με την τρεχάμενη ηθική, μπορείς να βιντεοσκοπείς τα πάντα και τους πάντες. Από μια πυρκαγιά μέχρι το εγκεφαλικό μιας ηλικιωμένης τραγουδίστριας επί σκηνής. Κι όλα αυτά δεν καταντάνε σκονισμένες βιντεοκασέτες σε κάποιο ράφι, μα δημοσιοποιούνται αμέσως μέσα από εκατομμύρια κανάλια, εκατομμύρια ιδιωτικές τηλεοράσεις της παλάμης.
Οι κάμερες είναι πανταχού παρούσες, ολοφάνερες, και επιμένουμε και τολμάμε να ζούμε τη ζωή μας ενώπιόν τους. Ξεφτιλίστηκε το επάγγελμα του χαφιέ. Η εξουσία δεν χρειάζεται πια να πληρώνει χαφιέδες.
Καθημερινά είμαστε εκτεθειμένοι σε εκατοντάδες κάμερες, κινητές ή ακίνητες. Η ζωή μας έχει πάψει να είναι ταινία μας και τσακίζεται στα βιντεάκια των άλλων. Έτσι και βγεις από την πόρτα σου, η ζωή σου αρχίζει να παρακολουθείται. Αλλά και πριν βγεις, πολύ πιθανό να ηχογραφείται. Ό,τι κάνεις κι ό,τι ζεις καταγράφεται. Και μη μας πεις μετά «εγώ δεν». Τα ξέρουμε όλα. Αφού σε είδαμε!
Όλα αυτά τα βιντεάκια στον παλιό κόσμο δεν θα μπορούσαμε καν να τα πάμε στο δικαστήριο, αφού θα απορρίπτονταν ως παρανόμως αποκτηθέντα αποδεικτικά μέσα, μια και τραβιούνται χωρίς τη συναίνεση των εικονιζόμενων. Σήμερα, όμως, η ψηφιακή δικονομία δεν έχει κανόνες.
Τις τελευταίες μέρες άπειρη ψηφιακή χολή χύθηκε για έναν διάσημο ηθοποιό που, οδηγώντας, πήρε παραμάζωμα αυτοκίνητα και αυλότοιχους, προξενώντας μεγάλες υλικές ζημιές, μα ευτυχώς κανέναν τραυματισμό ή θάνατο ανθρώπου ή ζώου. Οι κάμερες του δρόμου τον εντόπισαν και όλα πήραν τον δρόμο τους – ασφαλιστικές εταιρείες, αστυνομία, Δικαιοσύνη. Η είδηση θα σταματούσε εδώ, αφού δεν παρουσιάζει περαιτέρω ενδιαφέρον. Είτε λόγω μέθης είτε εξαιτίας ενός αιφνίδιου προβλήματος υγείας, αυτό θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε οδηγό, άσημο ή διάσημο.
Έλα όμως που η είδηση αυτή συνοδευόταν από τα περίφημα βιντεάκια-τεκμήρια ότι ο οδηγός λίγες ώρες πριν γλεντοκοπούσε! Όσο περισσότερα βιντεάκια κατετίθεντο στην ψηφιακή έδρα, τόσο περισσότερο φούντωνε και ωρυόταν το δικαστικό σώμα. Θυμός αλλά και φθόνος μαζί για το ανελέητο γλεντοκόπημα-προπαρασκευαστική ενέργεια του εγκλήματος.
Κανένα ΜΜΕ δεν είχε στείλει συνεργείο για να καλύψει τη γιορτή τσικουδιάς στις Κουκουβάουνες. Όπως επίσης κανένα ΜΜΕ δεν έστελνε συνεργείο για να καλύπτει διάφορα «κορωνοπάρτι» τον καιρό της καραντίνας. Ούτε κανένας αδέκαστος δημοσιογράφος μάς βάζει κρυφές κάμερες. Οι κάμερες είναι πανταχού παρούσες, ολοφάνερες, και επιμένουμε και τολμάμε να ζούμε τη ζωή μας ενώπιόν τους. Ξεφτιλίστηκε το επάγγελμα του χαφιέ. Η εξουσία δεν χρειάζεται πια να πληρώνει χαφιέδες. Είμαστε χαφιέδες ο ένας του άλλου, ακόμα και του εαυτού μας.
Τα περασμένα Χριστούγεννα βρέθηκα ένα μεσημέρι στο Σύνταγμα. Κόσμος πολύς. Όλοι μ’ ένα τζάμι στο χέρι, να στοχεύουν την παρέα τους ή τον εαυτό τους, με φόντο πάντα το δέντρο. Ο άξαφνος ήλιος του Δεκέμβρη στραφτάλιζε πάνω στα αμέτρητα τζάμια, έτσι που η πλατεία έμοιαζε ένα απέραντο χωράφι με φωτοβολταϊκά. Μα όλος ο κόσμος πια μοιάζει χωράφι με φωτοβολταϊκά, σκέφτηκα. Και θυμήθηκα που είκοσι χρόνια πριν διαδηλώναμε για κάτι κάμερες κι ένα ζέπελιν που παρακολουθούσαν τη ζωή μας για κάποιους μήνες μόνο. Και χαμογέλασα.