«Sixties Surreal» είναι ο τίτλος της νέας έκθεσης στο Γουίτνεϊ που εξερευνά μια ξεχασμένη πλευρά της δεκαετίας του ’60 στην αμερικανική τέχνη. Η φιλόδοξη επιστημονική επανεξέταση της περιόδου από το 1958 έως το 1972 περιλαμβάνει το έργο περισσότερων από 100 καλλιτεχνών και εστιάζει στην πιο θεμελιώδη, αν και υποεκτιμημένη, αισθητική τάση της εποχής, που εκφράστηκε με μια άνθηση ψυχοσεξουαλικών, φανταστικών και επαναστατικών στοιχείων, τα οποία βασίζονταν στην επιρροή του ιστορικού υπερρεαλισμού και την ευρεία διάδοσή του.
Το φάσμα των καλλιτεχνών που παρουσιάζονται είναι εξαιρετικά ευρύ και προκαλεί απορία όσον αφορά την κατηγοριοποίηση τους στην επίσημη ιστορία της τέχνης αλλά και τη μέχρι τώρα λιγότερο μελετημένη πλευρά του έργου τους. Πόσο σουρεαλιστικό είναι το έργο της Νταϊάν Άρμπους, της Γιαγιόι Κουσάμα και της Λουίζ Μπουρζουά μέσα στη δεκαετία του ’60; Πώς αυτοί οι καλλιτέχνες και οι καλλιτέχνιδες επιχείρησαν να συνδέσουν την τέχνη με την πραγματικότητα του καιρού τους, μιας εποχής ραγδαίων και σημαντικότατων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών και αναταράξεων στην Αμερική, κυρίως κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας;
Η έκθεση «Sixties Surreal» αποκαλύπτει πως οι καλλιτέχνες στράφηκαν στον σουρεαλισμό χωρίς να έχουν ως παράδειγμα την ανάπτυξη του κινήματος στην Ευρώπη, αλλά αναζητώντας έναν τρόπο πλοήγησης στις παράξενες, ταραγμένες ημέρες της αμερικανικής ζωής.
Καλλιτέχνες από διάφορες περιοχές, από τη Νέα Υόρκη και τη Φιλαδέλφεια έως το Σικάγο, το Χιούστον και το Λος Άντζελες, παρατήρησαν και ανασχημάτισαν αυτή την πραγματικότητα που είναι από τα κεντρικά ζητήματα της έκθεσης, δίνοντας τη δική τους ερμηνεία και οπτική σε μια καθοριστική για τη χώρα τους σελίδα της ιστορίας.

Η παραδοξότητα που μεταλλάσσει την καθημερινότητα αναδεικνύεται ξανά, με το μουσείο να επιχειρεί να αποδείξει την απελευθερωτική δύναμη που ασκούσε στους καλλιτέχνες η ιδέα του σουρεαλισμού, αν και συχνά θεωρούνταν άγευστος ή ξεπερασμένος, ιδιαίτερα από τον κόσμο της τέχνης με επίκεντρο τη Νέα Υόρκη.
Ο κόσμος έχει αλλάξει και είναι σαφές ότι πολλά έργα σήμερα διαβάζονται και μέσα από την οπτική του σουρεαλισμού, συχνά ερήμην των καλλιτεχνών, που δεν είχαν στο μυαλό τους την ένταξη στο συγκεκριμένο κίνημα, αλλά δεν είχαν συμπεριληφθεί και στα βασικά καλλιτεχνικά κινήματα της δεκαετίας του 1960, την pop art, τον μινιμαλισμό και την εννοιολογική τέχνη. Σε αυτή την έκθεση, σύμφωνα με τους επιμελητές της, όλα επανεξετάζονται μέσα από το πρίσμα τόσο του κληρονομημένου όσο και του επαναπροσδιορισμένου «σουρεαλισμού», κυρίως όμως μέσα από την ενέργεια μιας εποχής που αγκάλιασε μια ψυχοσεξουαλική, φανταστική και επαναστατική δημιουργικότητα μέσω απεριόριστων πειραματισμών. Αποκαλύπτονται εναλλακτικές ιστορίες και εξετάζονται υπό διαφορετικό πρίσμα μερικές από τις πιο γνωστές προσωπικότητες της δεκαετίας, μαζί με άλλες που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα.
Η έκθεση «Sixties Surreal» αποκαλύπτει πως οι καλλιτέχνες στράφηκαν στον σουρεαλισμό χωρίς να έχουν ως παράδειγμα την ανάπτυξη του κινήματος στην Ευρώπη αλλά αναζητώντας έναν τρόπο πλοήγησης στις παράξενες, ταραγμένες ημέρες της αμερικανικής ζωής.



Πρωταγωνιστούν στην έκθεση, ανάμεσα σε άλλους: η Νταϊάν Άρμπους, με τις συχνά άβολες, αποκαλυπτικές, βαθιά ανθρώπινες εικόνες ατόμων με νανισμό και τρανς ατόμων, και με τα πορτρέτα ανθρώπων στο περιθώριο της κοινωνίας· η Γιαγιόι Κουσάμα με τα έντονα μοτίβα, τις βούλες (polka dots) και με ένα έργο που εστιάζει στην επανάληψη και την προσωπική ψυχική της κατάσταση· ο Αφροαμερικανός Ρομέαρ Μπίαρντεν με τα κολάζ του, στα οποία συνδυάζει τη λαϊκή παράδοση με τον μοντερνισμό και τον υπερρεαλισμό.
Πρωταγωνιστούν ακόμα η Τζούντι Σικάγο, γνωστή για το εμβληματικό έργο «The dinner party» που υμνεί ιστορικές γυναίκες, πρωτοπόρος στην ένταξη των «γυναικείων» τεχνών στη σύγχρονη τέχνη· η Νάνσι Γκρόσμαν που με γλυπτά ζώων και ανθρώπων εξερευνά θέματα καταπίεσης, βίας, σεξουαλικότητας και ταυτότητας· η Κριστίνα Ράμπεργκ που ζωγράφιζε θηλυκά σώματα, συχνά δεμένα ή κατακερματισμένα, εξερευνώντας την πίεση των κοινωνικών και πολιτισμικών ρόλων στις γυναίκες· ο Ντέιβιντ Χάμονς που με υλικά του δρόμου μιλά για ζητήματα φυλής, ταυτότητας και κοινωνικής αδικίας· η Λουίζ Μπουρζουά που με τα ψυχαναλυτικά, φροϊδικά, σωματικά της έργα δημιούργησε οργανικές φόρμες, όπως οι αράχνες, ή έπιπλα που υπονοούν οικογενειακά και σεξουαλικά τραύματα· ο Τζάσπερ Τζονς που, αν και είναι γνωστός ως βασικός εκπρόσωπος της pop art και του neo-dada, με τη δουλειά του γεφυρώνει τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό με τη νέα αμερικανική αισθητική· ο Φριτς Σόλντερ, αυτόχθων Αμερικανός καλλιτέχνης που απεικόνισε τις αντιφάσεις της ζωής των αυτοχθόνων με υπερρεαλιστικά στοιχεία· ο Πίτερ Σολ, ο προκλητικός σατιρικός ζωγράφος που συνδυάζει την pop art και την καρικατούρα σε έργα σαν κόμικ, γεμάτα ένταση, βία και πολιτικό σχόλιο· η Μαρισόλ, με γλυπτά-πορτρέτα μεταξύ pop art και υπερρεαλισμού, με τα οποία σχολιάζει με χιούμορ την κοινωνική πραγματικότητα· ο πρωτοπόρος του Underground Comix Ρόμπερτ Κραμπ, με το προκλητικό, ψυχαναλυτικό, συχνά χυδαίο έργο του που ασκεί κριτική στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία· η Φέιθ Ρίνγκολντ που με τα «quilt paintings» εξερευνά θέματα φυλής, φύλου και αφροαμερικανικής ιστορίας· ο Τζακ Γουίτεν, καλλιτέχνης αφηρημένης ζωγραφικής, πρωτοπόρος στη χρήση υλικών και τεχνικών, με έργα που συχνά αποτίνουν φόρο τιμής σε προσωπικότητες του πολιτισμού και της ιστορίας των Μαύρων. Ανακαλύπτουμε μια νέα ορατότητα σε μια γενιά καλλιτεχνών που αμφισβήτησε τις κυρίαρχες αφηγήσεις, επιδιώκοντας τη ριζοσπαστική ελευθερία.

«Η έκθεση “Sixties Surreal” αποκαλύπτει πώς καλλιτέχνες σε όλη τη χώρα υιοθέτησαν και επανεφηύραν τις σουρεαλιστικές τάσεις για να αμφισβητήσουν τις συμβάσεις και να αντικατοπτρίσουν την παραδοξότητα μιας εποχής που σημαδεύτηκε από ριζικές πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές. Φέρνοντας τις οραματικές τους συνεισφορές σε νέο πλαίσιο και στη μεγάλη εικόνα, αυτή η έκθεση βοηθά να αναδιαμορφώσουμε τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την τέχνη και το πνεύμα της δεκαετίας του 1960, καθώς και τη δική μας ταραχώδη εποχή», λέει ο διευθυντής του Whitney, Σκοτ Ρόθκοπφ.
Οι επιμελητές της έκθεσης υποστηρίζουν ότι η άποψη της δεκαετίας του ’60 που παρουσιάζουν προσφέρει μια νέα εκδοχή της και θα δώσει ιδέες στους επισκέπτες «για το πώς να χτίσουν ένα νέο μέλλον». «Το “Sixties Surreal” αποτελεί την τέλεια ενσάρκωση της μακροχρόνιας δέσμευσης του Whitney στην επανεξέταση της ιστορίας της τέχνης και στην ανάδειξη των υπομελετημένων αφηγήσεων στην τέχνη των Ηνωμένων Πολιτειών», λέει η επικεφαλής επιμελήτρια Kιμ Κόνατι.
Το 20% των έργων ζωγραφικής, γλυπτικής, φωτογραφίας, κινηματογράφου και assemblage που εκτίθενται προέρχεται από τη συλλογή του Whitney. Οι καλλιτέχνες διοχέτευσαν το πνεύμα και τα στοιχεία του ιστορικού σουρεαλισμού –τη λογική του ονείρου, τον ερωτισμό, τον παραλογισμό– σε νέες μορφές, παράγοντας έργα βαθιά προσωπικά και πολιτικά αιχμηρά. Από τις πειραματικές ταινίες του Τζόρνταν Μπέλσον, πρωτοπόρου της visual music τέχνης όπου η εικόνα, το χρώμα, το φως και ο ήχος εναρμονίζονται με τρόπο που μοιάζει με μουσική για τα μάτια, μέχρι τα βιομορφικά έργα της γλύπτριας, μυθιστοριογράφου και ποιήτριας Μπάρμπαρα Τσέις-Ριμπού και την οραματική εικονοποιία της Τζέι Ντεφέο, που συνδέθηκε με το καλλιτεχνικό κίνημα του μεταπολεμικού αφηρημένου εξπρεσιονισμού, η έκθεση ενώνει διαφορετικές φωνές καλλιτεχνών κάτω από μια κοινή τους παρόρμηση: να απεικονίσουν τον κόσμο όπως τον ένιωθαν εκείνη την εποχή και όπως εξακολουθεί να είναι σήμερα – σουρεαλιστικός.
Ο ποιητής Τζον Άσμπερι έγραψε: «Όλοι “μεγαλώσαμε σουρεαλιστικά” χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε». Μιλούσε για την εποχή που οι καλλιτέχνες αντέδρασαν σε έναν κόσμο που έμοιαζε ολοένα πιο σουρεαλιστικός, με ριζοσπαστικά απελευθερωτικά κινήματα αλλά και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την τεχνολογία να διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο στην καθημερινότητα των Αμερικανών.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, το σουρεαλιστικό κίνημα, το οποίο ξεκίνησε στο Παρίσι της δεκαετίας του 1920 και ενέπνευσε καλλιτέχνες όπως ο Σαλβαδόρ Νταλί και ο Ρενέ Μαγκρίτ να εξερευνήσουν τα όνειρα και το ασυνείδητο, είχε επηρεάσει τα πάντα, από τον κινηματογράφο και τον χορό μέχρι το design και τη διαφήμιση. Η έκθεση «Sixties Surreal» ανοίγει με μια εγκατάσταση τριών γλυπτών της Νάνσι Γκρέιβς –απεικονίζουν καμήλες σε φυσικό μέγεθος–, η οποία εκτέθηκε για πρώτη φορά το 1969. Οι καμήλες είναι φτιαγμένες από φυσικά υλικά και λειτουργούν ως υπενθύμιση για τους επισκέπτες ότι η πραγματικότητα είναι παράξενη και πως ακόμη και αν κάτι μοιάζει αληθινό μπορεί να μην είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται.
Ανάμεσα στα έργα υπάρχουν και αυτά των Μάρθα Ρόζλερ, Τζιμ Νατ και Λι Λοτζάνο που κόντρα στο καλλιτεχνικό κίνημα της pop art αποδομούσαν τις καταναλωτικές υποσχέσεις του αμερικανικού ονείρου στο έργο τους, συνδυάζοντας οικιακές εικόνες με άλλες που είχαν βίαιες, σεξουαλικές και ψυχολογικές συνδηλώσεις. Αμφισβητούσαν τη σχέση μεταξύ κατανάλωσης και ταυτότητας, μια σχέση που γινόταν ολοένα πιο τεταμένη στην καταναλωτική άνθηση της εποχής μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ένα ακόμα θέμα της έκθεσης είναι η αφαίρεση που εξερευνάται και ενσωματώνεται μέσα από ένα σουρεαλιστικό πρίσμα στο έργο καλλιτεχνών που σφυρηλάτησαν νέες μορφές για να αντιμετωπίσουν την απτική και συναισθηματική πραγματικότητα ενός σώματος, με έργα ερωτικά, συχνά από ανορθόδοξα υλικά.
Πολλοί καλλιτέχνες της δεκαετίας του 1960 παρουσίασαν την καθημερινή αμερικανική ζωή ως ασυνήθιστη, παράξενη ή απροσδόκητη – με άλλα λόγια, ως σουρεαλιστική. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τους φωτογράφους που διαπίστωναν όλο και περισσότερο ότι αν κοίταζαν τον κόσμο από μια συγκεκριμένη γωνία, ο αποπροσανατολισμός που προκαλούσε η σύγχρονη ζωή γινόταν όλο και περισσότερο εμφανής.

Εικόνες και βίντεο που αποτύπωναν την παραδοξότητα της μεταπολεμικής αμερικανικής ζωής ήταν πανταχού παρόντα, καθώς οι τηλεοράσεις μετέδιδαν με ταχύτητα αυτήν τη νέα οπτική γλώσσα στα αμερικανικά σπίτια. Καλλιτέχνες όπως οι Πολ Τεκ και Λουίς Χιμένεζ ανησυχούσαν για την παρουσία της τηλεόρασης – την ιδιομορφία του να φέρνεις αυτή την τεχνολογία σε έναν οικιακό χώρο, ένα αντικείμενο που διαχέει σε ένα σπίτι εικόνες του Κόμη Δράκουλα τη μια στιγμή και του πολέμου στο Βιετνάμ την επόμενη.
Από την έκθεση δεν θα μπορούσαν να λείπουν καλλιτέχνες όπως ο Φριτς Σόλντερ και η Νάνσι Σπέρο ή ο Πίτερ Σολ, που διοχετεύουν την οργή, τη θλίψη και την αντίσταση σε έργα που απηχούν τη βιαιότητα και την ανισότητα που αντιμετώπισαν τα αμερικανικά νοικοκυριά της δεκαετίας του 1960. Αντλώντας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις διαμαρτυρίες στους δρόμους, τα έργα τους χρησιμοποιούν τη σουρεαλιστική υπερβολή και τη σάτιρα ως μορφές κοινωνικής κριτικής. Το σουρεαλιστικό στοιχείο γίνεται εργαλείο διαφωνίας. Έτσι αντιδρούν στον ρατσισμό, στον πόλεμο ή στο άγχος για τα πυρηνικά, αναδιαμορφώνοντας μορφές κοινωνικής ρήξης σε ποιητικές και προκλητικές εικόνες.



Πριν ξεσπάσει το κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αρκετές καλλιτέχνιδες δημιουργούσαν με μια πρώιμη φεμινιστική αισθητική και φαντάζονταν νέα πεδία δυνατοτήτων για τον εαυτό τους και το έργο τους. Με κολάζ και απεικονίσεις γυμνών σωμάτων η Μάρθα Έντελχαϊτ, με λεσβιακά πειραματικά φιλμ η πρωτοπόρος σκηνοθέτιδα Μπάρμπαρα Χάμερ, με έργο που εξερευνά τη φύση, τη γυναικεία ταυτότητα και το σώμα η Λουτσίτα Ουρτάντο, με video art –της οποίας υπήρξε ηγετική μορφή– η Σιγκέκο Κουμπότα, οι γυναίκες εξέφρασαν ασυνείδητες σκέψεις και επιθυμίες και πρόσφεραν στην τέχνη έναν τρόπο να αναδειχθούν οι κοινωνικές, πολιτικές και ψυχολογικές προσδοκίες τους.
Η έκθεση ολοκληρώνεται με μια στροφή προς το πνευματικό και το μυστικιστικό στοιχείο. Η οργανωμένη θρησκεία ήταν ένας από τους πολλούς θεσμούς που αμφισβητήθηκαν τη δεκαετία του 1960. Πολλοί καλλιτέχνες οδηγήθηκαν στην εξερεύνηση μορφών πνευματικότητας επηρεασμένων από διάφορες πολιτισμικές ρίζες, την προγονική γνώση και τον αποκρυφισμό. Όπως και πολλοί εκπρόσωποι του ιστορικού σουρεαλισμού, προώθησαν τη μαγεία ως εργαλείο για το ξεκλείδωμα του υποσυνείδητου και την κριτική των κυρίαρχων θεσμών όπως η οικογένεια, η Εκκλησία και το κράτος. Μερικοί, όπως ο Τζόρνταν Μπέλσον, αναζήτησαν την πνευματική γνώση χρησιμοποιώντας ψυχεδελικά ναρκωτικά και μεθόδους μαντείας ως εργαλεία για την «ανύψωση» της συνείδησης. Άλλοι, όπως ο Κλας Όλντενμπουργκ, δημιούργησαν εξωστρεφή έργα, αμφισβητώντας και σχολιάζοντας την κατανάλωση αλλά και την κυριαρχία των θρησκευτικών θεσμών.
Η έκθεση στο Whitney εστιάζει στους τρόπους με τους οποίους ο ιστορικός σουρεαλισμός του πρώτου μισού του 20ού αιώνα έθεσε τα θεμέλια για μια μορφή λαϊκής σουρεαλιστικής έκφρασης τη δεκαετία του ’60 στην Αμερική, την ίδια εποχή που οι κοσμοϊστορικές αλλαγές οι οποίες συντελούνταν επιβεβαίωναν ότι η ίδια η ζωή είναι σουρεαλιστική και απρόσμενη.