Στο στούντιο της Μυρτώς Ξανθοπούλου, τα υλικά που ζουν γύρω της είναι οικεία. Δεν είναι πολύτιμα, δεν πειράζει αν χαλάσουν λίγο, ενέχουν την ταλαιπωρία, τη φθορά, το ανιαρό καθημερινό της χρήσης τους. Είναι αυτά που εύκολα πετιούνται, που κανείς δεν τους δίνει προσοχή, είναι βοηθητικά και δευτερεύοντα, αυτά που στα χέρια της μεταμορφώνονται με τρυφερότητα και μόχθο σε έργα ποιητικά. Σε αυτά βρίσκει ενδιαφέρουσες πλαστικές δυνατότητες, μια μέθοδο εργασίας που θεωρεί απελευθερωτική, ριζοσπαστική και αναγκαία. «Έχω ψίχουλα, έχω τα περισσεύματα; Με αυτά θα δουλέψω. Όχι απλώς θα δουλέψω, θα κουραστώ πολύ, θα δώσω χρόνο και κόπο που δεν είναι ανάλογα με την αξία του υλικού. Αυτό έχει κάτι από την έννοια της θυσίας, της αυτο-υπονόμευσης μαζί με κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά στη ματαιότητα της ανθρώπινης συνθήκης, του passive aggressive και του παράλογου πείσματος – αλλά ποιος έκανε ποτέ τέχνη με απολύτως υγιή κίνητρα;» λέει.
Είναι η φετινή νικήτρια του Art Athina Young Artist Award, ενός βραβείου που απονέμεται για τέταρτη χρονιά και αποσκοπεί στην ενίσχυση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Θεωρεί πώς στον βαθμό που το βραβείο αναγνωρίζει και αναδεικνύει μια δουλειά έχει σημασία, ωστόσο η ίδια θεωρεί πιο σημαντικό να αμείβεται η καλλιτεχνική εργασία, να προστατεύεται με μια δίκαιη και στοχευμένη νομοθεσία και να εξασφαλίζεται η επαγγελματική ακεραιότητα των καλλιτεχνών. «Ξέρω ότι είναι άβολη αυτή η συζήτηση, ειδικά με αφορμή ένα βραβείο, αλλά οι ανάγκες του καλλιτέχνη είναι πραγματικές, διακυβεύεται το αν θα μπορούμε να ζήσουμε, πόσο μάλλον να ασκούμε αυτό το επάγγελμα και να παράγουμε ποιοτική δουλειά», λέει.
«Στις εγκαταστάσεις και στη γλυπτική δουλειά δεν δουλεύω μόνο με τα χέρια αλλά και με τα πόδια, με τα ίχνη, με τη βαρύτητα. Γίνομαι αυτό που κάνω, γίνομαι ο φορέας της γλώσσας που προσπαθώ να μάθω και να αρθρώσω».
Γεννημένη στο Ελσίνκι το 1981, η Μυρτώ μεγάλωσε στην Αθήνα. Ήταν ένα δημιουργικό παιδί που έστηνε παραστάσεις, ήθελε να γίνει από μικρή ζωγράφος και οι γονείς της ενθάρρυναν τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες.
«Μεγάλωσα ως δίγλωσση, τα φινλανδικά είναι η μητρική μου γλώσσα. Δηλαδή μεγάλωσα μεταξύ δύο τόπων, πολιτισμών, ταυτοτήτων, και αυτό είναι ένας μεγάλος πλούτος, αλλά σου δημιουργεί και μια συνεχή έλλειψη, υποσκάπτει κάποιες βεβαιότητες, δημιουργεί ένα κενό στην επικοινωνία. Σε αυτά θα προσθέσω και το αντικειμενικό πρόβλημα της απόστασης, πάντα κάτι από αυτά ή αυτούς που αγαπάς είναι μακριά. Νομίζω πως η αναζήτηση ενός τρόπου να υπάρχω μέσα σε όλο αυτό με ώθησε στην τέχνη», λέει.

Οι αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας μετουσιώνονται μέσα από την αφή των υλικών, των ήχων και των εικόνων. «Όταν ήμουν μικρή, τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην Τζια και τη Φινλαδία. Έχω πολλές αισθητηριακές αναμνήσεις από τη φύση, τη θάλασσα, τα δέντρα, τις πεταλίδες, τα τζιτζίκια, τα βράχια. Αυτά έχουν αφήσει ένα αποτύπωμα στην ψυχή μου τόσο βαθύ που με κάνει να πονάω. Θυμάμαι πολλά φαγητά, το κλάμα του γαϊδουριού, τη μυρωδιά του σπιτιού στην Τζια, μια χελώνα σε έναν σκοτεινό κήπο, το κρύο παιδικό μου δωμάτιο, ένα μακρόστενο παράθυρο που έβλεπε σε ακάλυπτο και με φόβιζε. Θυμάμαι κάποια όνειρα όταν ήμουν μικρή, θυμάμαι τα χέρια της μαμάς μου που έχει φύγει από τη ζωή».
Στην αναγνωστική περφόρμανς που έκανε στην πιο πρόσφατη έκθεσή της με τίτλο «Αστερίσκοι στο στόμα» στην γκαλερί Citronne δημιούργησε ένα ρευστό έργο, στον πυρήνα του οποίου ήταν οι καθημερινές και αποσπασματικές σημειώσεις που τροφοδοτούν τις εικαστικές της εγκαταστάσεις, και αποτελούν μια εκδοχή της ίδιας καλλιτεχνικής γλώσσας και πρακτικής, ότι με πολύ απλά μέσα δημιουργούνται νέες διάλεκτοι, τρόποι αντίληψης και τρόποι να υπάρχουμε. Μέσα από έναν διάλογο ζωντανών και ηχογραφημένων σημειώσεων ερευνά τη δυναμική της γλώσσας στην παραδοξότητα και την υπερβατικότητά της ως coping mechanism, ως εργαλείο για τη φροντίδα και την επούλωση του καθημερινού τραύματος, και της φωνής ως της πλέον ενσώματης έκφρασης του εσωτερικού κόσμου. Το αστείο, η τρυφερότητα, η βία και η ανατροπή υπάρχουν μέσα στις πιο κυριολεκτικές, ανιαρές και εφήμερες εκφάνσεις του καθημερινού λόγου.

«Η γλώσσα είναι το πιο σημαντικό πράγμα στην τέχνη που κάνω, είτε αυτό είναι εμφανές είτε όχι. Είναι μεγάλο υπαρξιακό ζήτημα για μένα, όλα τα έργα, χωρίς εξαίρεση, είναι σπαράγματα σημειώσεων. Η γλώσσα είναι ηλιθιωδώς ανεπαρκής, αλλά δεν υπάρχει και κάτι άλλο. Μου έρχεται να πω ότι οι λέξεις είναι ένα σύμπτωμα της γλώσσας, και έτσι τις χρησιμοποιώ. Γλώσσα είναι και η απουσία λέξεων, οι χειρονομίες, οι παύσεις, η βία, αυτά που μοιάζουν με γράμματα, ό,τι δεν μπορώ να πω αλλά πρέπει να το κάνω. Όλα τα έργα αλλά και οι τίτλοι και οι εκθέσεις έχουν ένα νοηματικό πυρήνα, αυτά που γράφω την εκάστοτε εποχή, δηλαδή τα κείμενα δηλαδή», λέει.
Η Μυρτώ ήταν 23 ετών όταν πέρασε στην ΑΣΚΤ, κι αυτό τη βοήθησε. «Είχα λίγη εμπειρία ζωής για να μπορέσω να βρω μια καλλιτεχνική ταυτότητα», λέει. Η πτυχιακή της, όπως την περιγράφει, ήταν μια εγκατάσταση με πολύ κείμενο, πολύ «βρομιά», τη δική της σωματική και ψυχική ταύτιση με αυτό που έκανε και οι καθηγητές της τη στήριξαν πολύ, τους είναι ευγνώμων. «Αυτά τα χαρακτηριστικά έχει η δουλειά μου και τώρα όλα έχουν να κάνουν με μια αίσθηση κατεπείγοντος που υπάρχει στον πυρήνα της πρακτικής μου – η πρακτική είναι ο τρόπος να υπάρχω», λέει.

«Τα έργα μου συχνά είναι ζωντανά με την έννοια ότι υφίστανται κάποια φθορά, αλλαγή στο χρώμα, στη διάρκεια της ζωής τους. Το έχω αποδεχτεί αυτό, άλλωστε αυτές οι φθορές, οι ζυμώσεις είναι που με τραβάνε στα υλικά και στους τρόπους που επιλέγω. Καμιά φορά μιλάω για τα έργα και ακούγεται σαν να μιλάω για προζύμι ή κεφίρ. Ό,τι έργο επιστρέφει στο εργαστήριο μετά από έκθεση διαλύεται και επαναχρησιμοποιείται, σαν τα ανταλλακτικά. Το έργο ζει πολλαπλές ζωές, η καθεμιά ενέχει τη μνήμη της προηγούμενης», λέει.

Τη ρωτώ αν έχει νιώσει τον κίνδυνο να εγκλωβιστεί σε μια φόρμα, μια μάχη που δίνουν οι καλλιτέχνες συχνά με τον ίδιο τους τον εαυτό προκειμένου να μπορέσουν, ελεύθεροι και απερίσπαστοι να αποφύγουν την επανάληψη. «Έχω νιώσει αυτόν τον κίνδυνο, μπορεί και να την έχω πατήσει κάποιες φορές. Σε γενικές γραμμές, όμως, νομίζω ότι αυτό που με σώζει είναι πως βαριέμαι πολύ να κάνω κάτι που δεν έχει νόημα για μένα, που δεν προκύπτει από αυτή την κατεπείγουσα ανάγκη στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω. Δεν βγαίνει, πώς να το πω. Όταν εγκλωβίζομαι συνήθως μαγειρεύω, πάω βόλτες, γκρινιάζω και παθαίνω κατάθλιψη. Και κάποια στιγμή μου περνάει».
Αν υπάρχει κάτι εμφανές και κυρίαρχο σε αρκετά από τα έργα της είναι το στοιχείο της χειρωναξίας. Γράφει, χαράζει, διπλώνει, κόβει, εξαντλώντας την ύλη και τον εαυτό της. Στη διαδικασία αυτή η εμμονική, επαναληπτική χειρονομία αποκτά τον χαρακτήρα προσευχής και διαλογισμού, εμποτίζοντας και νοηματοδοτώντας αυτό που είναι κενό νοήματος. Ακόμα και το υλικό της κάποιες φορές παύει να έχει τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του, μεταμορφώνεται σε έναν νέο κάνναβο όπου οι ιδέες, οι λέξεις και τα σχήματα αποτελούν την απόδειξη μιας επίμονης, διαρκούς διεργασίας.



«Για το σύνολο της δουλειάς μου θα αντικαθιστούσα τον όρο χειρωναξία με κάτι που αφορά την ενσώματη εμπλοκή πιο συνολικά. Για παράδειγμα, στις περφόρμανς με τις οποίες πειραματίζομαι το τελευταίο διάστημα χρησιμοποιώ την ίδια τη φωνή μου ως μέσο, στα βίντεό μου κάνω μικρές επιτελέσεις. Στις εγκαταστάσεις και στη γλυπτική δουλειά δεν δουλεύω μόνο με τα χέρια αλλά και με τα πόδια, με τα ίχνη, με τη βαρύτητα. Γίνομαι αυτό που κάνω, γίνομαι ο φορέας της γλώσσας που προσπαθώ να μάθω και να αρθρώσω. Καμιά φορά η δουλειά είναι τόσο ακραία υλική και σωματική που διαλύεται και καθίσταται εννοιολογική και αύλη».
Σε συνεργασία με το studio lialios vazoura και τις εκδόσεις big black mountain the darkness never ever comes τυπώνεται το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Τέρμα Ασκληπιού, μία ακόμα εκδοχή της δουλειάς της. «Μέσα από την τέχνη μου μπορώ να μιλήσω για τη δική μου αγωνία με τη δική μου γλώσσα. Αν πάνω σε αυτό μπορέσει να ακουμπήσει την αγωνία του ή τη χαρά του κάποιος άλλος, αυτό είναι μεγάλο κατόρθωμα, και αυτό είναι political enough για μένα. Σαν άνθρωπος, τα έχω χαμένα. Τι να πω για τη γενοκτονία που συμβαίνει στην Παλαιστίνη! Δεν ξεπλένεται κάτι με το να το λέμε, αλλά το να μην το λέμε είναι πιο επικίνδυνο νομίζω», λέει.




Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.