Αυτό το σπίτι είναι πιο φιλόξενο, πιο αγαπησιάρικο, πιο υπερβατικό από άλλα, και αυτό σας το λέω με βεβαιότητα. Είναι από αυτά τα σπίτια που σε κρατάνε και θες να μείνεις κι άλλο, καθώς η ώρα περνάει χωρίς να το καταλαβαίνεις. Πρόκειται για ένα διαμέρισμα πολυσυλλεκτικό, με αρκετή πληροφορία, που όμως δεν κουράζει το μάτι∙ αντιθέτως, θες να το εξερευνήσεις και συνεχώς κάτι καινούργιο ανακαλύπτεις.
Βρίσκεται στα Βόρεια Προάστια και ήταν το πατρικό του Κωνσταντίνου. Του ζητάω να μου πει πώς είναι να ζεις στο σπίτι που έχεις μεγαλώσει. Μου εξηγεί ότι δεν ζούσε πάντα σ’ αυτό το σπίτι, επέστρεψε όταν οι γονείς του έφυγαν απ’ τη ζωή και το κληρονόμησε.
«Δεν είναι βαριά η σκιά της παιδικής ηλικίας μας σε έναν χώρο;», τον ρωτάω με ύφος ψυχοθεραπευτή. «Τώρα που έχω τη δική μου οικογένεια, τα μικρά μού τραβάνε τόση ενέργεια και μου δίνουν άλλη τόση χαρά που δεν υπάρχει η δική μου παιδική ηλικία αλλά η δική τους. Είναι σαν να καταπλάκωσαν τη δική μου. Τώρα το σπίτι ζει μια δική του, ολοκαίνουρια φάση», εξομολογείται. Τον ρωτάω αν έχει κρατήσει κάποια παλιά έπιπλα. «Ναι», λέει και μου τα δείχνει, αλλά έχει παρέμβει στα περισσότερα. Έχει αλλάξει υφάσματα, σε κάποιες παλιές καρέκλες έκανε και εικαστικές παρεμβάσεις.
«Το σπίτι έχει έντονα εικαστικό στοιχείο. Να φανταστείς, η κυρία που έρχεται και καθαρίζει, όταν με βλέπει, μου λέει: “Το καθάρισα, έλα να τα βάλεις όλα πάλι έτσι όπως σου αρέσουν”. Ξέρει ότι είμαι ψείρας».
Τα mix and match στοιχεία είναι πολύ ισορροπημένα στο διαμέρισμα. Ο Κωνσταντίνος καταφέρνει να φέρνει στα μέτρα του τα αντιφατικά στοιχεία και να τα κάνει να φαίνονται απόλυτα εναρμονισμένα με την αισθητική του σπιτιού.

Μαζί με τη σύζυγό του, την Ελένη, μοιάζουν να έχουν τη φιλοξενία στο DNA τους και μας κάνουν να νιώθουμε άνετα από το πρώτο λεπτό. Δεν υπάρχουν δωμάτια που δεν επιτρέπεται να δούμε ή να φωτογραφίσουμε. «Δείτε ό,τι θέλετε, ανοίξτε όποια πόρτα επιθυμείτε, νιώστε το σαν το σπίτι σας», λένε ξανά και ξανά και μας φιλεύουν διάφορα καλούδια.
Η κουζίνα με ενθουσιάζει με τα πολλά διαφορετικά στοιχεία της. Μοιάζει κι αυτή να είναι ποτισμένη από τις «εμμονές» του Κωνσταντίνου. Την ονομάζει «δωμάτιο της ψυχής». Βλέπω τον τέως βασιλιά κρεμασμένο στον τοίχο και του λέω ότι μοιάζει πολύ φιλοβασιλική η κουζίνα του. «Έχει να κάνει με τις βασιλικότερες των γεύσεων. Αυτός που μαγειρεύει είναι ο βασιλιάς της κουζίνας του», μου απαντάει γελώντας. «Στο σαλόνι ωστόσο κυριαρχούν τα αριστερά στοιχεία», λέει και δείχνει το πορτρέτο του Μαρξ. «Να, εδώ είναι και ο ψυχρός πόλεμος». Μου δείχνει στο ερμάριο μια σημαία της ΕΣΣΔ και πάνω της τον Κένεντι.
«Πώς και το σπίτι έχει πολιτικά στοιχεία;», απορώ. «Έχει όλες τις προβληματικές μου. Την πολιτική, την τέχνη, την επανάσταση, την αγάπη για το όμορφο». Του λέω ότι νιώθω σαν να έχει δημιουργήσει ένα βιωματικό installation. Συμφωνεί. «Το σπίτι έχει έντονα εικαστικό στοιχείο. Να φανταστείς, η κυρία που έρχεται και καθαρίζει, όταν με βλέπει, μου λέει: “Το καθάρισα, έλα να τα βάλεις όλα πάλι έτσι όπως σου αρέσουν”. Ξέρει ότι είμαι ψείρας. Όμως τίποτα δεν είναι αφημένο τυχαία. Όλα έχουν μια σπουδή από πίσω. Κάτι που για μένα βγάζει νόημα. Σαν το σπίτι να αφηγείται μια ιστορία».



«Στο σπίτι επικρατεί τελικά η δημοκρατία;», αστειεύομαι. Γελάει. «Δεν ξέρω, τον Μαρξ πάντως δεν τον βγάζω απ’ το σαλόνι». Μου δείχνει τη λιθογραφία του που βρήκε τη θέση της και δεν φεύγει με τίποτα από εκεί. Έχει βρει κάτι άλλο στο σπίτι την οριστική του θέση; «Ναι, αυτή η ροζ Mercedes πάνω απ’ το τζάκι δεν γίνεται να πάει πουθενά αλλού. Όταν ανάβεις το τζάκι είναι σαν να βγάζει καπνό η εξάτμιση», λέει.
Αλλάζει ποτέ θέση στα έπιπλα; Μου απαντάει ότι το κάνει μία φορά τον χρόνο οπωσδήποτε. Του αρέσουν κάποιες μετατοπίσεις, γιατί είναι σαν να βρίσκεσαι μετά σε μια καινούργια συνθήκη.
Έχω απορίες για έπιπλα και τα μικροαντικείμενα. Ένα πολύχρωμο φωτιστικό είναι δικό του, το έφτιαξε από ένα παλιό που υπήρχε. Του αρέσει να παρεμβαίνει στα έπιπλα. Μου δείχνει κάτι καρέκλες που είχε βρει στα σκουπίδια και τις έχει ανασυνθέσει. «Θα μπορούσες να φτιάχνεις και design έπιπλα» του λέω ενθουσιασμένη. Γελάει αινιγματικά. «Ιδέες υπάρχουν, χρόνος δεν υπάρχει» λέει αφοριστικά και μου θυμίζει ότι τα παιδιά του είναι μικρά ακόμη. Κουνάω το κεφάλι με κατανόηση.
Η μεταλλική καρέκλα υπήρχε, αλλά της άλλαξε ύφασμα. Το αγγελάκι στον τοίχο είναι από ένα ταξίδι στην Κατάνια, η παλιά γκραβούρα από μια αντικερί στην Κηφισιά. «Μ’ αρέσει πολύ να ψάχνω και να βρίσκω παλιούς θησαυρούς. Έχω κάνει πάμπολλες ανταλλαγές με αντικέρ, τους δίνω ένα έργο μου και παίρνω κάτι άλλο που μ’ αρέσει. Αγαπώ τα παλαιοπωλεία, τα παζάρια. Να ανακαλύπτω το μοναδικό». Η Ελένη κουνάει το κεφάλι της. «Αυτό στην ψυχιατρική λέγεται παθολογικός αποθησαυρισμός» του λέει με χιούμορ.



Το υπνοδωμάτιό τους είναι και αυτό cosy. «Τι λέει η καλόγρια μ’ αυτά που βλέπει;» ρωτάω ενώ παρατηρώ την καλόγρια πάνω απ’ το κεφάλι τους. Είναι απ’ την Πάδοβα, την ανακάλυψε η Ελένη. Ένα ωραίο πάτσγουορκ στον τοίχο από ταξίδι στην Ταϊλάνδη. «Η λάμπα;». «Από το κατάστημα του Σταυρόπουλου στην Κυψέλη, όπου βρίσκεις ωραίες βιντατζιές». Στο Trastevere, σε μια ανοιχτή αγορά, βρήκαν και αυτή την αφρικανική μάσκα που θυμίζει Μοντιλιάνι. Μ’ αρέσει που το σπίτι είναι γεμάτο από ταξίδια και αναμνήσεις.
Του δείχνω μια υπέροχη καρέκλα που με ενθουσιάζει. «Κι αυτή εσύ την έκανες;». «Είναι απ’ τους “The three dots” που είναι υπέροχοι», λέει. «Βρίσκουν παλιά έπιπλα και τα ξαναφτιάχνουν. Αυτή την καρέκλα την ερωτεύτηκα με το που την είδα».
«Και αυτό το μαξιλάρι τι είναι;» τον ρωτάω. «Μπορεί να είναι και από το Tiger πριν από είκοσι χρόνια. Παίζει να κάνει λιγότερο από 10 ευρώ». Τα δυο παλιά τηλέφωνα που είναι βαλμένα δίπλα δίπλα είναι απ’ το σπίτι της γιαγιάς του στην Κυψέλη. Ο Λένιν αγορασμένος από τη Βουδαπέστη, οι γονείς του σε ένα κάδρο λίγο πιο πάνω. «Νομίζω ότι έχω μπει σε χρονοκάψουλα», αναφωνώ. «Ως μοναχοπαίδι που είμαι, όταν έφυγαν οι γονείς μου από τη ζωή, πέρασαν όλα τα αντικείμενα σε μένα, οπότε είχα πολύ υλικό να διαχειριστώ». «Και πέταξε και κάποια πολύ ωραία κομμάτια, μεταμοντέρνα Βαράγκη», λέει η Ελένη με παράπονο.
Τι είναι για εκείνον το σπίτι; «Ο οίκος της συνενοχής και της συνοχής μου. Εδώ βρίσκω πάλι τον υπαρξιακό μου πυρήνα». Τους ρωτάω αν έρχονται φίλοι. Κουνάνε και οι δυο καταφατικά το κεφάλι. «Το σπίτι το χαιρόμαστε πιο πολύ τον χειμώνα που ανάβουμε το τζάκι και έρχονται φίλοι και πίνουμε και τρώμε και καπνίζουμε. Η Ελένη μαγειρεύει εξαιρετικά, έτσι μια φορά την εβδομάδα τουλάχιστον θα έχουμε οπωσδήποτε κόσμο», απαντάει ο Κωνσταντίνος.









Τον ρωτάω αν του αρέσει στην Πολιτεία ή αν νιώθει κάπως απομονωμένος εδώ. «Έχω το studio μου στην Κυψέλη, έτσι δεν χάνω την επαφή με το κέντρο. Όμως μ’ αρέσει αυτή η ηρεμία, το πράσινο. Ενώ το φοβόμουν στην αρχή και νόμιζα ότι θα μου έλειπε ο ρυθμός της πόλης, τώρα που έχω οικογένεια νομίζω ότι είναι ιδανικά εδώ. Η ποιότητα ζωής είναι σαφώς καλύτερη».
Τους καληνυχτίζουμε και τόσο εγώ όσο και ο Πάρις, ο φωτογράφος, δείχνουμε ευδιάθετοι. «Τι ωραίο σπίτι», του λέω στο ασανσέρ. «Τι ωραίοι άνθρωποι», προσθέτει εκείνος και δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω, αφού μια αγχωμένη Τετάρτη κατάφεραν και μετασχημάτισαν τον εσωτερικό μου τριγμό και φεύγω με πλατύ χαμόγελο.