Με αφορμή τα εκατό χρόνια από την ίδρυση του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τα είκοσι πέντε χρόνια του Τελλογλείου, η έκθεση «ΤΕΧΝΗ - ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ και το Μουσείο που δεν έγινε» που εγκαινιάζεται στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ στις 3 Οκτωβρίου 2025 στρέφει το βλέμμα στο πρόσφατο παρελθόν της συμπρωτεύουσας με κύριο άξονα δυο εικαστικές συλλογές που σήμερα διαμορφώνουν έναν πυρήνα πολιτισμού στην καρδιά της πανεπιστημιούπολης.
Στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ βρίσκονται τα εικαστικά έργα της συλλογής της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη» και στην Κεντρική Βιβλιοθήκη - Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ στεγάζεται η Συλλογή Ντίνου Χριστιανόπουλου που περιλαμβάνει ζωγραφικά και χαρακτικά έργα, και φωτογραφίες, το αρχείο της Διαγωνίου. Πρόκειται για σημαντικές συλλογές που είναι αντιπροσωπευτικές της πολιτισμικής ζωής και της πνευματικής δραστηριότητας της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης και όχι μόνο.
Μέσα σε αυτήν τη διαδρομή τους, ειδικά από το 1950 έως τη δεκαετία του 1990, η Τέχνη και η Διαγώνιος, η καθεμιά στην κλίμακά της, δεν ήταν δύο αντίθετες ή αντικρουόμενες προτάσεις· η δράση τους πλέον διαφαίνεται ολοένα περισσότερο ως καινοτόμα, γόνιμη και παραγωγική, δημιουργώντας ένα πλούσιο απόθεμα και παράδειγμα. Η προσφορά τους στην παιδεία και την πόλη ήταν κοινή τους θεμελιακή αρχή και αποστολή.
Αν και με διαφορετικό χαρακτήρα, τόσο η Τέχνη όσο και η Διαγώνιος ήθελαν να προσφέρουν τέχνη στην πόλη και παιδεία στους νέους. Οι στόχοι αυτοί υπάρχουν και σήμερα και υλοποιούνται με πολλούς τρόπους στο Τελλόγλειο.
«Στη δεκαετία του 1970 τα δύο σωματεία βρέθηκαν να στεγάζονται σε διπλανές πολυκατοικίες στην οδό Στρατηγού Καλλάρη 3 και 5, κοντά στον Λευκό Πύργο. Εκεί οδηγήθηκαν μετά από επανειλημμένες προσπάθειες της Τέχνης να ιδρυθεί μόνιμη πινακοθήκη, οι οποίες δεν ευδόκησαν να πραγματοποιηθούν για πολλούς λόγους, ενώ ανάλογες προσπάθειες της Διαγωνίου για δημιουργία Μουσείου Θεσσαλονικέων Καλλιτεχνών ή Καλλιτεχνών Βορείου Ελλάδος ματαιώθηκαν οριστικά από τους σεισμούς του Ιουνίου του 1978 στη Θεσσαλονίκη», λέει η γενική διευθύντρια του Τελλογλείου Ιδρύματος, Αλεξάνδρα Βουτυρά.

«Σήμερα, περίπου μισό αιώνα μετά, οι δύο συλλογές βρίσκονται και πάλι κοντά χωροταξικά. Η εικαστική συλλογή της Τέχνης δωρήθηκε στο Τελλόγλειο και η εικαστική συλλογή της Διαγωνίου δωρήθηκε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στο ΑΠΘ. Προετοιμάζοντας την παρούσα έκθεση, φάνηκε ότι στο Τελλόγλειο μπορεί να αναγνωρίσει κανείς σε μεγάλο βαθμό τη φυσική τους συνέχεια σε επίπεδο αρχών και επιλογών. Η πρόσφατη δωρεά στο Τελλόγλειο ενός μεγάλου τμήματος της συλλογής Περικλή Σφυρίδη, φίλου, συνεργάτη και “δεξιού χεριού” του Χριστιανόπουλου περισσότερο από είκοσι χρόνια στη Διαγώνιο, συμπληρώνει με τον καλύτερο τρόπο κενά της συλλογής της σήμερα στο ΑΠΘ, καθώς οικονομικοί λόγοι οδήγησαν τον δημιουργό της στην εκποίηση μεγάλου αριθμού εικαστικών της έργων».
Η εικόνα της πνευματικής Θεσσαλονίκης μέσα από την εικαστική δημιουργία

Στην έκθεση αποτυπώνεται η εικόνα της εικαστικής δημιουργίας στη Θεσσαλονίκη μέσω των δύο αυτών ομάδων, ο αντίκτυπος του πνευματικού της κόσμου στο δεύτερο μισό του 20ού κυρίως αιώνα, του οποίου τις συνέπειες βλέπουμε μέχρι σήμερα. Η διαδρομή αυτή χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες. Η πρώτη παρουσιάζει την εικαστική δραστηριότητα της Τέχνης, τις εκθέσεις, τους καλλιτέχνες, τη θεματολογία, τα κίνητρα των επιλογών της που διαμορφώνουν τη στάση της απέναντι στη σύγχρονή της καλλιτεχνική δημιουργία. Η δεύτερη ενότητα παρακολουθεί με αντίστοιχο τρόπο τους καλλιτέχνες και τις εκθέσεις της Μικρής Πινακοθήκης «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, επιμένοντας ιδιαίτερα σε επιλογές, ζωγράφους και συνεργασίες που ξεχώρισαν και απηχούν τις αρχές της. Στην τρίτη ενότητα που φέρει τον τίτλο «Διασταυρώσεις - Συσχετίσεις» εξετάζονται οι μετακινήσεις καλλιτεχνών και οι συμμετοχές τους σε εκθέσεις και των δύο ομάδων, διεισδύσεις, προσεγγίσεις και συσχετισμοί που έχουν τη σημασία τους για την τελική διαμόρφωση της γενικής εικόνας της εικαστικής δραστηριότητας στη Θεσσαλονίκη. Στην τέταρτη ενότητα, μέσα από έργα της συλλογής του Τελλογλείου, παρακολουθούμε τη συνέχεια των δύο ομάδων: πρόκειται για απευθείας αγορές της Αλίκης Τέλλογλου από εκθέσεις της Τέχνης και της Διαγωνίου αλλά και για έργα που έφθασαν στο Τελλόγλειο μέσω δωρεών καλλιτεχνών ή συλλογών, στις οποίες περιλαμβάνονταν αγορές ή προσφορές καλλιτεχνών που συνδέονταν με τις δύο ομάδες.
Αν και με διαφορετικό χαρακτήρα, τόσο η Τέχνη όσο και η Διαγώνιος ήθελαν να προσφέρουν τέχνη στην πόλη και παιδεία στους νέους. Οι στόχοι αυτοί υπάρχουν και σήμερα και υλοποιούνται με πολλούς τρόπους στο Τελλόγλειο.

Πιο συγκεκριμένα, οι δυο αυτές ομάδες είχαν μια κοινή ιδεολογικά αφετηρία, την πνευματική ανάπτυξη της πόλης σε διάφορους τομείς. Η Τέχνη, με ενεργό δράση για περισσότερα από σαράντα χρόνια από το 1950 και μετά, δημιούργημα ουσιαστικά πανεπιστημιακών δασκάλων με επικεφαλής τους Λίνο Πολίτη, Χρύσανθο Χρήστου, Μανόλη Ανδρόνικο, Γιώργο Σαββίδη, Δημήτρη Φατούρο, τον πάντα διαθέσιμο Μωρίς Σαλτιέλ κ.ά., είχε σαφώς εξωστρεφή προσανατολισμό. Προγραμματικές αρχές της ήταν η καλλιτεχνική παιδεία, η αισθητική αγωγή και διάχυση της γνώσης, η προβολή της ελληνικής πρωτοπορίας, η ανάδειξη τοπικών δημιουργών και ενίσχυση νέων δυνάμεων αλλά και η εξοικείωση με διεθνή καλλιτεχνικά ρεύματα. Στοχεύοντας στην προσέγγιση-εκπαίδευση του ευρύτερου κοινού, έδωσε έμφαση στην αφαίρεση, στους Σαλονικιούς καλλιτέχνες, σε ομαδικές εκθέσεις, στην παρουσίαση διεθνών ρευμάτων, στήριξε Κύπριους καλλιτέχνες, αριστερούς δημιουργούς, γυναίκες καλλιτέχνιδες, την παιδική ζωγραφική και τη λαϊκή παράδοση, προσπάθησε να συντονίσει αντίστοιχους πνευματικούς φορείς σε πόλεις της επαρχίας με σκοπό τη συνεργασία και τις εκθέσεις, διοργάνωσε συνέδρια. Μάλιστα, ο Χρήστου, ακούραστος, έκανε μαθήματα τέχνης σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα.

Η Τέχνη, ήδη στην πρώτη δεκαετία της λειτουργίας της, κατάφερε να πραγματοποιήσει τους περισσότερους από τους στόχους της, την ίδρυση της Κρατικής Ορχήστρας (ΣΟΒΕ, μετέπειτα ΚΟΘ), του Κρατικού Θεάτρου (ΚΘΒΕ), έβαλε τα θεμέλια για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και ήταν κοντά στην ίδρυση της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Είναι σαφές ότι έδωσε βάρος στην πολυμορφία, ισορροπώντας τον ακαδημαϊσμό με την πρωτοπορία, ντόπιες αλλά και ξένες δυνάμεις, όπως έγινε χαρακτηριστικά στη μουσική, που ήρθαν κοντά η μπαρόκ αλλά και τζαζ ή ποπ μουσική (Σάκης Παπαδημητρίου), την οποία στήριζε και η «Διαγώνιος», παρόλη την επιμονή της στην παράδοση του ρεμπέτικου.
Η Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» εμφανίστηκε αργότερα στα εικαστικά (1974-1993) και είχε εμφανώς εσωστρεφή χαρακτήρα. Την ενδιέφερε κυρίως η ανάδειξη ντόπιων, απομονωμένων συχνά δυνάμεων και νέων καλλιτεχνών, επιμένοντας αυστηρά στις αρχές του ιδρυτή της, Ντίνου Χριστιανόπουλου: έμφαση στην ποιότητα, εντιμότητα, αξιοπρέπεια, προτίμηση στα «μικρά και ταπεινά». Απέδειξε πού μπορεί να φθάσει κανείς με μόνο εφόδιο το περίσσευμα ψυχής, τις δικές του δυνάμεις, χωρίς καμία κρατική στήριξη, με απόλυτη προσήλωση στους στόχους και ευαίσθητες κεραίες, φέρνοντας κοντά της ιδιαίτερες προσωπικότητες, οι οποίες άφησαν ξεχωριστό αποτύπωμα στην πόλη. Οι καλλιτέχνες της Διαγωνίου. με προεξάρχοντα τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι, με θεματολογία και προσέγγιση βιωματική, σύνδεση με την ποίηση, τη λογοτεχνία και την παράδοση, συναισθητικοί και με ανοιχτά τα μάτια της ψυχής, ερωτικοί, επίμονοι στην προσωπική έκφραση, δημιούργησαν την «εσωτερική» ξεχωριστή πνευματική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης. Αν τους διέκρινε κάτι, τελικά, ήταν η αντίληψη (κυρίως του ιδρυτή της) για μια τέχνη με αναφορά και έμφαση στην εντοπιότητα, στην πόλη τους. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι στη Διαγώνιο αγνοούσαν ή απαξίωναν τις σύγχρονες εξελίξεις. Χαρακτηριστική και πρωτοπόρα μορφή ήταν ο αυτοδίδακτος Κάρολος Τσίζεκ αλλά και ο Στάθης Λογοθέτης, ο Απόστολος Κιλεσσόπουλος (αφαίρεση), ο Γιώργος Λαζόγκας κ.ά.



Οπωσδήποτε οι δύο ομάδες δεν είχαν στεγανά, την Τέχνη όμως τη διέκρινε μια ευελιξία όσον αφορά τη συνεργασία με καλλιτέχνες της Διαγωνίου και όχι το αντίθετο. Τη Διαγώνιο «εκνεύριζαν» οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι-ζωγράφοι της Τέχνης (Χρ. Λεφάκης, Ν. Σαχίνης, Δ. Φατούρος κ.ά.), υπήρχε ωστόσο κινητικότητα καλλιτεχνών ανάμεσα στις δύο ομάδες. Εξάλλου, ο Χριστιανόπουλος ήδη το 1984 και αργότερα το 2008 αναγνώρισε δημόσια τη συμβολή της Τέχνης στην πνευματική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, ενώ είναι γνωστές οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσε με τον Μωρίς Σαλτιέλ.
Το Μουσείο που δεν έγινε
Πριν από το 1969, σε υπόμνημά της προς το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, η Τέχνη υπέβαλε την πρόταση κάθε φθινόπωρο να γίνεται έκθεση των κορυφαίων Μακεδόνων ζωγράφων που στη συνέχεια θα μεταφερόταν σε μεγάλη αίθουσα των Αθηνών.
Το 1977 η Διαγώνιος μεταφέρθηκε στην οδό Στρ. Καλλάρη 3 με σκοπό να γίνονται εκεί διαλέξεις, λογοτεχνικές βραδιές, μουσικές εκδηλώσεις και να δημιουργηθεί μια μόνιμη πινακοθήκη Θεσσαλονικέων καλλιτεχνών. Στόχος ήταν να παρουσιάζονταν οι είκοσι σημαντικότεροι Θεσσαλονικείς ζωγράφοι, οι οποίοι θα αντιπροσωπεύονταν αρχικά μ’ ένα σημαντικό έργο τους που θα δάνειζαν διάφοροι συλλέκτες ή οι ίδιοι οι καλλιτέχνες.
Αυτές οι δύο προτάσεις τελικά δεν υλοποιήθηκαν, αλλά παραμένει επίκαιρο το ζήτημα που έθεσαν, δηλαδή η ενίσχυση και ο εμπλουτισμός των εικαστικών του τόπου και η προβολή τους σε μόνιμη βάση και σε πανελλήνια κλίμακα.
Η Τέχνη και ο ρόλος της στην πνευματική Θεσσαλονίκη

Η συμβολή της Τέχνης στην πολιτισμική ζωή της Θεσσαλονίκης ήταν καθοριστική σε πολλούς τομείς από τη δεκαετία του 1950 και μετά, μεταξύ άλλων στη μουσική, στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην ίδρυση και υποστήριξη θεσμών όπως η Κρατική Ορχήστρα Βορείου Ελλάδος, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, η Πινακοθήκη, η Σχολή Καλών και Εφαρμοσμένων Τεχνών και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου.
Ξεχωριστές προσωπικότητες όπως ο Λίνος Πολίτης, ο Μανόλης Ανδρόνικος, ο Δημήτρης Φατούρος, ο Μωρίς Σαλτιέλ, ο Χρύσανθος Χρήστου και ο Παύλος Ζάννας συνέβαλαν ενεργά στις πρωτοβουλίες και στις δράσεις της που υλοποίησαν ένα πλούσιο πρόγραμμά το οποίο περιλάμβανε εκδόσεις, συναυλίες, εκθέσεις, διαλέξεις, μαθήματα, ανοιχτές συζητήσεις, παραστάσεις και προβολές.
Όσον αφορά τα εικαστικά, παράλληλα με την εκθεσιακή της δραστηριότητα με παρουσία πρωτοπόρων Ελλήνων, Κυπρίων και ξένων δημιουργών, διαμορφώθηκε μια συλλογή έργων τέχνης. Ο πρώτος πυρήνας αυτής της συλλογής άρχισε να σχηματίζεται το 1960 με δωρεές καλλιτεχνών που εξέθεταν εκεί. Το 2017 η συλλογή της, που μετρούσε πλέον 467 έργα –σημαντική είναι η παρουσία της χαρακτικής– δωρήθηκε στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ.
Η Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος»
Το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος» που εξέδιδε από το 1958 ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος στη Θεσσαλονίκη, με την καλλιτεχνική επιμέλεια του Κάρολου Τσίζεκ και την τυπογραφική τέχνη του Νίκου Νικολαΐδη, σφράγισε την πνευματική ζωή της πόλης και όχι μόνο. Χωρίς αισθητικές ή ιδεολογικές δεσμεύσεις, με βασικό κριτήριο την ποιότητα, ανέδειξε νέα ταλέντα, δημιούργησε τον λεγόμενο «κύκλο της Διαγωνίου», καθιέρωσε το ρεμπέτικο αλλά και την τζαζ μουσική. Το 1962 ο Χριστιανόπουλος ίδρυσε τις Εκδόσεις Διαγωνίου, προβάλλοντας το έργο συνεργατών του περιοδικού, ενώ το 1974 εγκαινίασε μια γκαλερί, τη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» στο μικρό γραφείο του περιοδικού.
«Επειδή εμείς ανέκαθεν αγαπούσαμε την καλλιτεχνία και επειδή τον ζωγράφο πρέπει να τον δεις στο ντουβάρι, ίδρυσα το 1974 τη Μικρή Πινακοθήκη “Διαγώνιος”. Ο πρώτος και βασικός στόχος υπήρξε η προβολή Θεσσαλονικέων ζωγράφων, ενώ στο περιοδικό δεν τίθεται θέμα τοπικιστικό. Δεύτερος, είναι η προβολή των πολύ νέων και τρίτος ν’ αποφευχθούν οι ατομικές προβολές και οι βεντετισμοί», έλεγε.
Από το 1973 επισκέπτεται σπίτια και ατελιέ νέων κυρίως καλλιτεχνών και επιλέγει έργα για τις εκθέσεις της Διαγωνίου μαζί με τον Τσίζεκ και τον Στέλιο Μαυρομάτη και αργότερα με τον Περικλή Σφυρίδη. Επιβάλλει χαμηλές τιμές στα έργα για να είναι προσιτά, ξεναγεί τους επισκέπτες σε μια προσπάθεια αισθητικής αγωγής, βοηθά συλλέκτες στις επιλογές τους. Μέσα από τις 400 –κυρίως ομαδικές– εκθέσεις της (1974-1993) προβλήθηκαν 302 καλλιτέχνες (ζωγράφοι, χαράκτες, γλύπτες, φωτογράφοι) με περίπου 10.000 έργα. Η προσπάθεια αυτή, στηριγμένη στον κόπο, στον ιεραποστολικό ζήλο και στο μεράκι του ιδρυτή της και στη βοήθεια φίλων και συνεργατών, χωρίς να αποβλέπει στο κέρδος και χωρίς κρατική ενίσχυση, λειτούργησε ως φυτώριο νέων καλλιτεχνών, κυρίως άγνωστων έως τότε στο ευρύ κοινό, αρκετοί εκ των οποίων ξεχώρισαν και διαμόρφωσαν το καλλιτεχνικό τοπίο της Θεσσαλονίκης και ευρύτερα.
Ο Χριστιανόπουλος και ο «αγώνας για την ποιότητα και μεράκι για την ομορφιά»

«Ο Χριστιανόπουλος επεκτάθηκε στον εικαστικό χώρο γιατί η αγάπη της λογοτεχνίας δεν τον γέμιζε, ανέκαθεν η καρδιά του μοιραζόταν ανάμεσα σε λογοτεχνία και τέχνη» γράφει η αρχαιολόγος και επιμελήτρια στο Τελλόγλειο, Ανναρέτα Τουλουμτζίδου.
Ήδη από τα χρόνια της Κατοχής ο Χριστιανόπουλος ανακαλύπτει την κλίση του προς τη ζωγραφική· το 1945 κυκλοφορεί σε χειρόγραφα αντίτυπα το περιοδικό «Χριστιανόπουλο», με δικά του κείμενα και εικονογράφηση. Είναι ο πρώτος που μιλά δημόσια για το έργο του Ν.Γ. Πεντζίκη με αφορμή την πρώτη ατομική έκθεση του δεύτερου το 1951, εγκαινιάζοντας την εμπλοκή του στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της πόλης. Η έκδοση του περιοδικού «Διαγώνιος» (1958-1983) ήταν «η διαμαρτυρία ενός νέου που, επιμένοντας στην πνευματική ακεραιότητα, κινδυνεύει να βρεθεί στο περιθώριο», που κατήγγελλε τις θλιβερές συναλλαγές ανάμεσα σε «πνευματικούς ανθρώπους», τις πολλές υποχωρήσεις σε πρόσωπα και ιδεολογίες, με την ελπίδα η ατομική του προσπάθεια ν’ αποτελέσει τον πυρήνα ενός περιοδικού νέων (Διαγώνιος 1, 1958, 9). Η προσπάθεια στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, σφραγίζοντας την πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης και όχι μόνον μέχρι το 1983. Είχε περισσότερους από 250 συνεργάτες.
Η ιδέα ίδρυσης γκαλερί απασχολούσε τον Χριστιανόπουλο από παλιά, έτσι τον Μάιο του 1974, με τη βοήθεια των Παραλή, Πεντζίκη, Τσίζεκ και Μαυρομάτη, άνοιξε τη Διαγώνιο στο γραφείο 13 της οδού Μητροπόλεως 19, όπου από το 1965 στεγαζόταν το ομώνυμο περιοδικό. Επρόκειτο για μια προσπάθεια για την καλύτερη προβολή των ζωγράφων του και την παρουσίαση νέων, «ένα μικρό στέκι για τους φίλους και συνδρομητές του περιοδικού που θα δίνει την ευκαιρία για μια καλύτερη γνωριμία μεταξύ τους… Θα δουλεύει με πολύ χαμηλά επίπεδα κέρδους, προσφέροντας μικρές και καλοδιαλεγμένες ζωγραφιές γνωστών και νέων καλλιτεχνών, καθώς και ρεπροντουξιόν και κάρτες με έργα ζωγράφων, όλα σε τιμές προσιτές» (Κατάλογος 1ης έκθεσης της Διαγωνίου, 19/5-30/6/1974).

Οι αισθητικές κατευθύνσεις της Διαγωνίου υπήρξαν ταυτόσημες με εκείνες του περιοδικού, όπως τις είχε θέσει ο Χριστιανόπουλος: ποιότητα, εντιμότητα και αισθητική. Όταν επρόκειτο να ανοίξει την γκαλερί, για ενάμιση χρόνο ο Χριστιανόπουλος επισκεπτόταν καλλιτέχνες στα σπίτια τους, ακόμη και πολύ νέους. Καθένας υποδείκνυε κάποιον άλλον, οπότε «βρήκε εκ του μη όντος 150 καλλιτέχνες, ωραίους και καλούς που αυτός δεχόταν», σε μια εποχή που ακόμη δεν υπήρχε η Σχολή Καλών Τεχνών (ιδρύθηκε το 1984), ενώ, όταν άνοιξε, βρήκε άλλους εκατό. Αντίθετα, «οι γκαλερίστες κάθονται και περιμένουν πότε θα έρθει κανείς να χτυπήσει την πόρτα τους». Ο Χριστιανόπουλος υιοθέτησε τις αισθητικές αξίες των Δούκα, Πεντζίκη, Ηλία Πετρόπουλου και Τσίζεκ στην κριτική των εικαστικών τεχνών, αντιλαμβανόταν δε την τέχνη «σαν δέντρο με τις ρίζες του να απορροφούν την παράδοση και με τα κλαδιά του να απορροφούν το μοντέρνο», όπως γράφει ο Σφυρίδης.
Το 1965 διακήρυξε πως η Διαγώνιος πλέον θα πρόβαλλε περισσότερο τις αξίες της λαϊκής μας παράδοσης και θα στεκόταν αυστηρή στις «ακρότητες της μοντέρνας τέχνης και των ξενικών απομιμήσεων». Ταυτόχρονα, ο Χριστιανόπουλος θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή του Πεντζίκη, από τον οποίο έμαθε πολλά, όπως και ο Τσίζεκ, ο οποίος δέχτηκε το δίδαγμα του Πεντζίκη: «αγάπη στα πράγματα – προσήλωση στη λεπτομέρεια – αμφιβολία στο ταλέντο – αφαίρεση έπειτα από σπουδή αντικειμένων». Σε επίδραση του Πεντζίκη αποδίδει ο Σφυρίδης το γεγονός πως δεν συνεργάστηκε το περιοδικό με μη παραστατικούς καλλιτέχνες, αν και ο Χριστιανόπουλος, μέσα από το περιοδικό, παρουσίασε το έργο του Στάθη Λογοθέτη, «το οποίο τον έφερε στην πρώτη σειρά της πρωτοπορίας».

Η Διαγώνιος δεν απέβλεπε στο εμπορικό κέρδος, απεναντίας είχε μόνιμο παθητικό («όσο χάνουμε σε εμπόριο τόσο κερδίζουμε σε τέχνη, σε ποιότητα, σε σημασία και ιστορία» είπε σε μια συνέντευξή του στη Β. Χαραλαμπίδου ο Χριστιανόπουλος το 1989), καθώς τα έργα διετίθεντο σε τιμές προσιτές στον μέσο αγοραστή και σε πολλές περιπτώσεις τα έξοδά της καλύπτονταν από το μεροκάματο του ιδρυτή της.
Λειτουργούσε συστηματικά ως φυτώριο νέων καλλιτεχνών της πόλης, μάλιστα ο Χριστιανόπουλος, υλοποιώντας την ιδέα της αισθητικής αγωγής, ξεναγούσε τους επισκέπτες, βοηθούσε συλλέκτες να επιλέγουν καλά έργα και ενθάρρυνε νέους να ασχοληθούν με την τεχνοκριτική. Όπως καυχιόταν, τέτοια οργανωμένη προσπάθεια προβολής των καλλιτεχνών της Θεσσαλονίκης γινόταν για πρώτη φορά.
Εκεί παρουσιάζονταν, με λίγες εξαιρέσεις, μόνο Θεσσαλονικείς, λίγοι ξένοι που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη και γενικότερα Βορειοελλαδίτες καλλιτέχνες, «γιατί οι ντόπιοι, και ιδίως οι νέοι, έχουν περισσότερη ανάγκη, ενώ οι Αθηναίοι τα έχουν όλα δικά τους», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Χριστιανόπουλος.
Μετά από 400 εκθέσεις, η Διαγώνιος σταμάτησε να λειτουργεί τον Δεκέμβριο του 1993 με πρωτοβουλία του ιδρυτή της, ο οποίος θεωρούσε πως «όταν ένα έργο ολοκληρωθεί, καλύτερα να σταματήσει παρά να επιβιώνει μες στη φθορά και την εξάντληση». Για τριάντα χρόνια αυτή η ανεξάρτητη προσπάθεια φώτισε το πολιτισμικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης με τρόπο ανεπανάληπτο, δημιουργώντας μια πνευματική παρακαταθήκη και μια συλλογή με «έργα που μοχθήσαμε να αποκτήσουμε, γιατί πολύ τα αγαπήσαμε», όπως έλεγε.









«ΤΕΧΝΗ - ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ και το Μουσείο που δεν έγινε»
Τελλόγλειο Ίδρυμα
Διάρκεια έκθεσης: 3/10/25-10/2/26
Σύλληψη-ιδέα-υλοποίηση: Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ
Συνδιοργάνωση: Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, Δήμος Θεσσαλονίκης-Δημήτρια, Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης ΑΠΘ
Η έκθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των 60ών Δημητρίων του δήμου Θεσσαλονίκης
Συνεργαζόμενοι φορείς: ΜΟΜus, Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, ΕΛΙΑ-MIET Θεσσαλονίκης, ANATOLIA (αρχείο Π. Σφυρίδη), Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης
Γενική ευθύνη-συντονισμός: Α. Γουλάκη-Βουτυρά
Επιμέλεια έκθεσης: Μιγκέλ Φ. Μπελμόντε