Το σπίτι της Αλεξάνδρας είναι απ’ αυτά για τα οποία η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο και θέλω να τα κατοικήσω ακριβώς όπως είναι, χωρίς να αλλάξω τίποτα. «Μόνο τα ρούχα μου θα φέρω, και τίποτα άλλο δεν χρειάζομαι», της λέω. Γελάει και απαντάει με χιούμορ: «Έλα εσύ και θα βολευτούμε». «Μα τι τέλειο σπίτι!» αναφωνώ και το κοιτάζω με μάτια ορθάνοιχτα.
Το διαμέρισμα είναι σαν να μας προσφέρει μια γενναιόδωρη δόση χαράς. Συμφωνεί. «Νιώθω χαρούμενη εδώ, πιο χαρούμενη από ό,τι σε άλλα σπίτια που έζησα», λέει. Μένει μόνο ενάμιση χρόνο εδώ, αλλά νιώθει σαν να είναι το σπίτι της από πάντα. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Το είδε, είπε «το θέλω» και είναι σαν το διαμέρισμα να της είπε «σε θέλω κι εγώ».
Τη ρωτάω αν έχει κάνει πολλές μετακομίσεις στη ζωή της. Μου απαντάει ότι έχει κάνει άπειρες, όχι μόνο σε διαφορετικά σπίτια αλλά και σε άλλες χώρες. Η ζωή της είναι κινηματογραφική. Από την Ελλάδα έφυγε στα δεκαοκτώ για να σπουδάσει στην Καλών Τεχνών στην Μπολόνια. Έζησε και εργάστηκε για χρόνια στη Βενετία και ακολούθησε το μεταπτυχιακό της στη Νέα Υόρκη, όπου τελικά ρίζωσε γιατί έκανε οικογένεια.
Zητώ από την Αλεξάνδρα να μου απαριθμήσει τους καλλιτέχνες που έχει στο σπίτι. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Levinthal, Wegman, Pfeiffer, Dionysios, Ψυχούλης, Kaufman, McCollum, Patty Chang, Marylin Minter, Maria Antelman, Despina Stokou.
«Και το design; Πώς μπήκε στη ζωή σου;» τη ρωτάω, παρατηρώντας τους θησαυρούς που έχει μαζέψει. «Άρχισα να κάνω art scouting στη Νέα Υόρκη, αλλά επειδή στην Καλών Τεχνών είχα ρίξει το βάρος μου στη σκηνογραφία, είχα αρχίσει να τα παντρεύω όλα. Σαν να δημιουργούσα παλίμψηστα τέχνης. Ξεκίνησα να συλλέγω έργα μαζί με τον τότε σύζυγό μου, που ήταν κι εκείνος μέσα στην τέχνη. Ήταν δημιουργικά χρόνια, ανακαλύπταμε καλλιτέχνες, αγόραζα design έπιπλα και το design έμοιαζε να κάνει διάλογο με την τέχνη. Έτσι δημιουργήθηκε ένα δικό μου, προσωπικό στυλ στο interior», λέει. Χωρίς να το έχει επικοινωνήσει σε κανέναν, της ζητούσαν να αναλάβει τα σπίτια τους μόνο και μόνο επειδή είχαν δει το δικό της. «Στο μυαλό μου το design με την τέχνη είναι σαν να βρίσκονται σε χορογραφία. Χορεύουν μαζί απόλυτα αρμονικά».

Η Αλεξάνδρα νιώθει ότι μέσα απ’ το interior αφηγείσαι ιστορίες με βάση το ποιος είσαι και τι τελικά δηλώνουν για σένα τα αντικείμενα που επιλέγεις. Δεν αναζητά έπιπλα που να γεμίζουν απλώς τον χώρο, αλλά κομμάτια τέχνης που χωρούν μέσα στην καθημερινότητα και τη διαμορφώνουν. «Είναι η τέχνη του ζην», μου λέει με απέραντη φυσικότητα. «Το αισθητικό σου κριτήριο είναι σαν προσωπικός σου κώδικας. Το πού ζεις έχει να κάνει και με το πώς ζεις».
Της αρέσει η τέχνη όταν γίνεται χρηστική και λειτουργική. «Να, δες αυτό το τραπεζάκι του σαλονιού, το έχει σχεδιάσει ο καταπληκτικός Dionysios και έχει για μένα έχει μεγάλη αξία. Δεν πίνω απλώς τώρα τον καφέ μου μαζί σου, αλλά αφήνω το φλιτζάνι πάνω σε αυτό. Δεν το αφήνω πάνω σε ένα τυχαίο τραπεζάκι, αλλά πάνω σε ένα έργο τέχνης. Αυτό αμέσως βελτιώνει την αισθητική θέαση στη ζωή. Μου ανοίγει η ίδια η τέχνη έναν κώδικα και με αφομοιώνει μέσα της», λέει.
Στην Ελλάδα ήρθε μετά τον Covid. Τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει, τους άρεσε η Αθήνα και ήθελαν συνειδητά να σπουδάσουν στην Ευρώπη και όχι στην Αμερική. Η ίδια αποδέχτηκε αυτή την αλλαγή με φυσικότητα, γιατί ακολουθεί πάντα τους κύκλους της ζωής με ευγνωμοσύνη και το «go with the flow» είναι ένα απ’ τα μότο της. Με το που βρήκε αυτό το σπίτι, ήξερε ότι θέλει να μείνει πλέον στην Αθήνα. Η πολυκατοικία είναι του εξαιρετικού αρχιτέκτονα Γιάννη Βικέλα, από τις πρώτες που έχτισε το ’72.
Την ενθουσίασε το καλοδιατηρημένο μαύρο μάρμαρο που συνήθιζαν να βάζουν τότε στο πάτωμα αλλά και οι όμορφες γραμμές του διαμερίσματος. Απ’ το τζάκι μέχρι τη βιβλιοθήκη, τα κράτησε όλα ακριβώς όπως τα βρήκε. Ο Πέτρος Βαγενάς, που είναι και εκείνος αρχιτέκτονας με τρομερό γούστο και αισθητική και καλός της φίλος, με το που το είδε, της είπε «κλείσ’ το αμέσως». Έτσι κι έγινε. Το Κολωνάκι το έχει αγαπήσει πολύ ως γειτονιά και το μεγάλο avantage είναι ότι πηγαίνει παντού με τα πόδια, πράγμα που της είναι εξαιρετικά βολικό, καθώς αγαπάει το περπάτημα.



Το σπίτι έχει τζαμαρίες και επειδή είναι δίπλα στον Λυκαβηττό έχεις την αίσθηση ότι η φύση του λόφου μπαίνει μέσα στον χώρο. Το υπνοδωμάτιό της έχει μια ωραία ησυχία, σχεδόν κάτι το πνευματικό, με τη βιβλιοθήκη που μοιάζει με προσκέφαλο του κρεβατιού∙ θα μπορούσε η γνώση να μπαίνει τη νύχτα μέσα στα όνειρά της. Της το λέω και χαμογελάει. Τα έργα τέχνης στο υπνοδωμάτιό της, με έμφαση στη φωτογραφία, είναι των Chuck Close, Hamish Fulton, Chema Madoz, Robert Smithson. Υπάρχει και ένα ωραίο vintage ’70s έπιπλο.
Τα μισά περίπου έπιπλα, μου λέει, τα έφερε απ’ το διαμέρισμά της στη Νέα Υόρκη. Τη ρωτάω για μια υπέροχη design πολυθρόνα στο χρώμα της καραμέλας βουτύρου. «Εγώ τη σχεδίασα», λέει σεμνά. Ενθουσιάζομαι. Βρήκε έναν ικανό επιπλοποιό ο οποίος την έφτιαξε με τις οδηγίες της. Της λέω ότι επιβάλλεται να φτιάξει τα δικά της έπιπλα. Το έχει, ως ιδέα, στα προσεχώς, μου λέει.
Τη βομβαρδίζω με απορίες: «Τι είναι αυτό και τι είναι το άλλο;». Τα μισά τα πιάνω, για τα άλλα μισά θα χρειαστώ γκουγκλάρισμα για μελέτη μετά. Τη ρωτάω και για τα έργα τέχνης με τα οποία έχει γεμίσει τους τοίχους της. «Πώς δημιουργήθηκε αυτή η δυνατή συλλογή;». «Με επιμονή και μύτη», απαντάει. «Η τέχνη θέλει μύτη. Πρέπει να μυρίζεσαι όχι απλώς το καινούργιο αλλά αυτό που θα αντέξει στον χρόνο».
Της ζητώ να μου απαριθμήσει τους καλλιτέχνες. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Levinthal, Wegman, Pfeiffer, Dionysios, Ψυχούλης, Kaufman, McCollum, Patty Chang, Marylin Minter, Maria Antelman, Despina Stokou. Ποιο είναι όμως το αγαπημένο της; «Αυτό της Marylin Minter», απαντάει χωρίς να το σκεφτεί.




Τρελαίνομαι με το έργο του Dionysios που μοιάζει με μια χρυσή ήπειρο στον τοίχο της. Σε έναν άλλο στενό τοίχο έχει πέντε αυθεντικές φωτογραφίες του Araki. Ο Πάρις, ο φωτογράφος της LiFO, ενθουσιάζεται. Την επαινεί που τις έβαλε όλες τόσο ωραία σε έναν στενό τοίχο. «Λένε μια ιστορία μεταξύ τους ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ», εξηγεί. Της ήθελε κάπου μαζεμένες και όχι να χάνονται ανάμεσα σε άλλα έργα.
Στη κουζίνα της ξεχωρίζει ένα τεράστιο φωτιστικό του Serge Mouille. «Δεν θα το περίμενες αυτό το φωτιστικό εδώ», παρατηρώ, «αλλά στο καθιστικό». «Μα ακριβώς γι’ αυτό θέλησα να το βάλω εδώ» λέει η Αλεξάνδρα. «Μ’ αρέσει να σπάω τους κανόνες, να πηγαίνω πέρα από τα προφανή». «Για να τους σπάσεις όμως τους κανόνες, πρέπει να τους γνωρίζεις πρώτα», σχολιάζω. Σ’ αυτό θα συμφωνήσει. «Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να ξέρεις πού θα δώσεις ανάσες και πού θα δυναμιτίσεις τα πράγματα», λέει. «Ακούγεται εύκολο, μα δεν είναι».





Το δωμάτιο του γιου της έχει και αυτό τέχνη και είναι όλο γκρι. Της κόρης της έχει ένα σετ ντραμς και κοριτσίστικη ματιά. Ο γιος της, ο Γιωργής, είναι πολύ cool, παίζει πιάνο και δεν έχει πρόβλημα όταν του ζητάω να φωτογραφηθεί. «Γιατί όχι;», λέει και παίρνει τη γάτα του αγκαλιά.
Ζητάω από την Αλεξάνδρα να μου μιλήσει για τα έπιπλα. Για τον καναπέ, που είναι hkliving. Για τα φωτιστικά Moooi, Flos, για την τραπεζαρία και τις καρέκλες της. Η μονστέρα της, το φυτό εσωτερικού χώρου, είναι ακουμπισμένη στη μέση του καθιστικού και μοιάζει να ξεφυτρώνει από το δάπεδο. «Γιατί την άφησες εδώ», ρωτάω, «και όχι σε κάποια γωνιά;». «Γιατί είναι πρωταγωνίστρια», μου λέει. «Δες πόσο θαρραλέα έχει αναπτυχθεί. Τίποτα δεν τη σταματάει».
Μ’ αρέσει το σπίτι της Αλεξάνδρας γιατί έχει κάτι ατίθασο και ανυπότακτο. Υπέροχες οι δυο καρέκλες της Paola Navone, νιώθεις ότι παντρεύουν το απλό με το εκλεπτυσμένο.
Η τραπεζαρία της είναι επίσης της βελγικής εταιρείας hkliving, μόνο που επενέβη η ίδια, την άλλαξε και της έβαλε μαρμάρινα πόδια, δίνοντάς της εντελώς άλλη μορφή. «Η λάμπα είναι Castiglioni;», λέω ενθουσιασμένη. «Ναι, αυτή η κλασική», λέει. «Κι αυτές εδώ οι καρέκλες;». «Της Patricia Urquiola», απαντάει και κάνω ότι την ξέρω.
Τη ρωτάω για τα επαγγελματικά της σχέδια στην Αθήνα. Μου λέει ότι δεν χωράει σε έναν τίτλο και σε μία ιδιότητα. «Είμαι untitled», δηλώνει. Συλλέγει τέχνη, παρουσιάζει καλλιτέχνες, φτιάχνει design αντικείμενα. Πέρυσι πήρε μέρος στο VIMA, το πρώτο international art fair στη Λεμεσό, και εκεί δημιουργήθηκε και το brand Spazio Altro, μια υβριδική πλατφόρμα που «αγκαλιάζει» art design events, από συμπόσια μέχρι performance στη φύση. «Είναι κάπως νομαδικό», λέει με χαρά μικρού παιδιού.




Τώρα ετοιμάζει κάτι που την ενθουσιάζει. Θα ανοίξει το σπίτι της κατά τη διάρκεια της Art Athina, 18 με 22 Σεπτεμβρίου, και θα δείξει έργα υπέροχων καλλιτεχνών, στην καλλιτεχνική δύναμη των οποίων πιστεύει πολύ. Θα μπορούν να πηγαίνουν όσοι θέλουν με ραντεβού. Στο τέλος θα γίνει και ένα πάρτι (to be confirmed).
Η Αλεξάνδρα έχει εφηβική ενέργεια και μεγάλο ενθουσιασμό, που μου τον μεταδίδει. Φεύγω απ’ το σπίτι της και είναι σαν η τέχνη να έκανε μέσα μου γκελ. Περπατάω σαν να είμαι η Patricia Urquiola, που δεν τη γνωρίζω, αλλά αν σκεφτείς τις υπέροχες καρέκλες της, δεν μπορεί παρά να είναι υπέροχη και η ίδια.