Στο ιστορικό κέντρο της πόλης των Χανίων, στην οδό Χατζημιχάλη Νταλιάνη, υπάρχει ένα ενετικό κτίσμα του 1583 που αιχμαλωτίζει το βλέμμα από την πρώτη στιγμή. Πρόκειται για ένα οικοδόμημα με ιστορία σμιλεμένη από μοναχούς, Οθωμανούς αγάδες και Μικρασιάτες πρόσφυγες, ένα ζωντανό αποτύπωμα αλλοτινών εποχών. Σήμερα, το κτίριο αυτό έχει μεταμορφωθεί σε κάτι εντελώς διαφορετικό: σε έναν προσωπικό, σχεδόν θεατρικό κόσμο, ο οποίος φέρει την υπογραφή ενός ανθρώπου που έζησε μια ζωή σαν παραμύθι, του Καρόλου Καμπελόπουλου. Ξεκίνησε από τις σκούπες των κομμωτηρίων του Καΐρου και έφτασε να μεταμορφώνει εμβληματικές γυναίκες όπως η Μαρία Κάλλας, η Μπριζίτ Μπαρντό και η Σοφία Λόρεν. Ένας αληθινός μάγος της ομορφιάς, που έπλασε τον δικό του μύθο και που ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να διερευνήσει την ιστορία του μέσα σε αυτούς τους πέτρινους τοίχους.
Ίσως το όνομά του να μη λέει πολλά στον μέσο επισκέπτη. Όμως όσοι έζησαν τα παριζιάνικα ’60s ή βρέθηκαν κάποτε σε μποέμ σαλόνια, θυμούνται καλά τον κομμωτή-θρύλο, τον καλλιτέχνη από τα χέρια του οποίου πέρασαν η Μαρία Κάλλας, η Σοφία Λόρεν, η Κατρίν Ντενέβ, η Μπριζίτ Μπαρντό, η Ζακλίν Πικάσο και η Μελίνα Μερκούρη.
Το Μοναστήρι του Καρόλου δεν είναι απλώς ένας μουσειακός χώρος αλλά μια ξεχωριστή κοιτίδα πολιτισμού που συνδέει την προσωπική βιογραφία με την ιστορική μνήμη, την τέχνη με το βίωμα.
Ήταν ένας αυτοδίδακτος δημιουργός –γλύπτης, ζωγράφος, συλλέκτης– που μετέτρεψε την κομμωτική σε υψηλή τέχνη και την τέχνη σε προσωπική θρησκεία, ένας άνθρωπος για τον οποίο η ομορφιά δεν ήταν απλώς επάγγελμα, αλλά τρόπος ζωής και φιλοσοφία.
Ο Κάρολος Καμπελόπουλος γεννήθηκε στο Κάιρο στις αρχές του ’30. Στα δεκατέσσερά του ξεκίνησε να εργάζεται στο μεγαλύτερο κομμωτήριο της πόλης, απέναντι από την Όπερα. Ουσιαστικά, έμαθε την κομμωτική σκουπίζοντας πατώματα. Με το ταλέντο του κατάφερε σύντομα να αναλάβει τις περίτεχνες περούκες και τις κομμώσεις των πρωταγωνιστριών της Όπερας, έχοντας πελάτισσες τις πριγκίπισσες του Φαρούκ και Λιβανέζες αριστοκράτισσες. Από εκεί, το ταξίδι του ήταν κάθε άλλο παρά αναμενόμενο: Παρίσι, Ρώμη, διεθνή σαλόνια, πρεμιέρες και χτενίσματα που άφησαν εποχή. Η κομμωτική, όμως, δεν τον καθόρισε, τον απελευθέρωσε.
«Είμαστε πολύ χαρούμενοι που πραγματοποιήσαμε το όραμα του Καρόλου, να δημιουργήσουμε ένα μουσείο στην κατοικία του, το Μοναστήρι του Καρόλου, που το ονόμαζε ο ίδιος το έργο της ζωής του», μου λέει η Στέλλα Κουτσουπάκη, γενική διευθύντρια του μουσείου. «Ο επισκέπτης δεν θα δει απλώς αντικείμενα, θα βιώσει μια εμπειρία ζωής, μια διαδρομή τέχνης μέσα στους αιώνες. Κάθε αίθουσα είναι μια αποκάλυψη».
Ας πιάσουμε όμως το νήμα της ιστορίας από την αρχή. Το μοναστήρι της Santa Maria della Misericordia, της Παναγίας του Ελέους, ιδρύθηκε το 1583 από τους Αυγουστινιανούς μοναχούς στην Παλιά Πόλη των Χανίων. Ήταν ένα από τα τέσσερα ανδρικά καθολικά μοναστήρια που λειτουργούσαν εντός των τειχών της οχυρωμένης πόλης, ένα ήσυχο πνευματικό καταφύγιο, χτισμένο σε εποχές ακμής και εμπορικής άνθησης. Με την κατάληψη των Χανίων από τους Οθωμανούς το 1645, το μοναστήρι γνώρισε ριζική μεταμόρφωση: από χώρος προσευχής μετατράπηκε σε κατοικία Τούρκου άρχοντα.

Αιώνες αργότερα, το 1923, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το κτίσμα διαιρέθηκε σε τέσσερις κατοικίες για να στεγάσει οικογένειες Μικρασιατών προσφύγων που έφεραν μαζί τους άλλες μνήμες, άλλες πατρίδες, άλλες πληγές. Οι τροποποιήσεις, οι προσθήκες και οι αλλοιώσεις που υπέστη το κτίριο μαρτυρούν την πάροδο του χρόνου και την πολυκύμαντη ιστορία του.
Το 1991, ένας άνθρωπος με βλέμμα καλλιτεχνικό, ο Κάρολος Καμπελόπουλος, κατάφερε να αποκτήσει και τις τέσσερις κατοικίες που προέκυψαν από το παλιό μοναστήρι. Με δικά του έξοδα ξεκίνησε την αναστήλωσή του, με σεβασμό και σπάνια αφοσίωση. Η αποκατάσταση βασίστηκε σε μια γκραβούρα του 17ου αιώνα, αλλά και στο πολύτιμο έργο του Ενετού αρχαιολόγου Τζουζέπε Τζερόλα, ο οποίος το 1900 είχε σταλεί στην Κρήτη από το Ινστιτούτο Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών της Βενετίας με εντολή να τεκμηριώσει φωτογραφικά και να καταγράψει τα ενετικά μνημεία του νησιού πριν χαθούν για πάντα.
Ο Κάρολος Καμπελόπουλος δεν δημιούργησε ένα μουσείο με τη συμβατική έννοια του όρου. Από τα πρώτα κιόλας λεπτά της περιήγησής μου, νιώθω σαν να έχω βρεθεί στα παρασκήνια μιας παράστασης. Είναι σαν να είσαι σε ένα καμαρίνι λίγο πριν ανοίξει η αυλαία. Κάθε αντικείμενο γύρω μου μοιάζει να περιμένει να σου διηγηθεί τη δική του ιστορία. Ο ίδιος εξελίχθηκε με τα χρόνια σε παθιασμένο συλλέκτη, και αυτό αποτυπώνεται με εντυπωσιακό τρόπο σε κάθε όροφο της εμβληματικής κατοικίας. Η αισθητική του δεν υπακούει σε κάποια μουσειακή λογική. Είναι περισσότερο θεατρική, προσωπική και βαθιά συναισθηματική.
Ανάμεσα στις προτομές, ξεχωρίζει ένας αφηρημένος Μινώταυρος, ενώ λίγα βήματα πιο πέρα στέκεται μια Νίκη της Σαμοθράκης. Το βλέμμα, μεταξύ άλλων, μαγνητίζει το κρεβάτι της Μαντάμ Ορτάνς, ενώ σε μια γωνία συναντά κανείς προτομές του Κωνσταντίνου Καβάφη και τεράστια πορτρέτα ζωγραφικής, π.χ. της Άννας Μαρίας Λουίζας της Ορλεάνης, φιλοτεχνημένα από τον Fernand Léger, τον ίδιο πορτρετίστα που απαθανάτισε τον Λουδοβίκο ΙΔ΄. Ανάμεσα σε πίνακες, κοστούμια και ετερόκλητες μνήμες ξεπροβάλλει και ένα σπάνιο αντίτυπο της Αγίας Γραφής του 1670.



«Εδώ, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Κάθε αντικείμενο, κάθε γωνιά, είναι μια σκηνογραφία ζωής. Μια ιδιότυπη προσωπική βιογραφία, γραμμένη όχι με λέξεις, αλλά με υφές, σχήματα, σκιές και φως», μου λέει κατά τη διάρκεια της ξενάγησης η Στέλλα Κουτσουπάκη. Καθώς η περιήγηση συνεχίζεται, μου αφηγείται ένα ακόμα στιγμιότυπο από τη ζωή του, μια ιστορική λεπτομέρεια. Ήταν εκείνος που επιμελήθηκε την περιβόητη τότε αλλαγή στην εμφάνιση της Δήμητρας Λιάνη, στην πρώτη τους κοινή συνέντευξη με τον Ανδρέα Παπανδρέου για το «Βήμα». Ήταν μια στιγμή που δεν σημάδεψε απλώς την εικόνα της αλλά δίχασε και μονοπώλησε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Λίγες ημέρες αργότερα, έλαβε μια ευγενική κάρτα από τον Ανδρέα και τη Δήμητρα που του έγραφαν: «Στον Κάρολο, με αγάπη».
Οι χώροι είναι ασφυκτικά γεμάτοι από αντικείμενα τέχνης. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι θησαυροί που είχε στο σπίτι του στο Παρίσι και έχουν μεταφερθεί πλέον στα Χανιά ήταν τόσο σημαντικοί που οι ασφαλιστικές τότε του είχαν ζητήσει 6.400.00 δραχμές για το ασφαλίσουν.
Στον πρώτο όροφο της κατοικίας ο επισκέπτης βλέπει εργαλεία κομμωτικής από έναν ολόκληρο αιώνα παρατεταγμένα δίπλα σε περούκες εποχής, σπάνιες γκραβούρες, λιγοστά αλλά πολύτιμα τεκμήρια από διεθνείς όπερες. Τα έπιπλα θυμίζουν αθηναϊκά σαλόνια παλιάς κοπής· τραπέζια βαριά με ξυλόγλυπτα φινιρίσματα και κάδρα που ίσως κάποτε στόλιζαν κάποιο salon de beauté στο Παρίσι των ’50s. Ο ειδικά διαμορφωμένος εκθεσιακός χώρος του κομμωτηρίου λειτουργεί σαν μικρό σκηνικό. Εκεί συναντά κανείς χτενάκια, καθρέφτες, φωτογραφίες διασήμων με περίτεχνα χτενίσματα, παλιά έπιπλα κομμωτηρίου αλλά και τεκμήρια από σκηνές όπερας, εκδόσεις, γαλλικά λευκώματα. Παράλληλα, εκτίθενται έργα του ίδιου του Καρόλου Καμπελόπουλου, όπως γλυπτά, ζωγραφικά έργα και μονοτυπίες.



Ο δεύτερος όροφος αποκαλύπτει ένα διαφορετικό πρόσωπο της συλλογής, διότι εδώ το προσωπικό βλέμμα του Καμπελόπουλου εκτείνεται στον παγκόσμιο εικαστικό χάρτη. Η ιδιωτική του συλλογή καλύπτει ένα τεράστιο χρονικό και αισθητικό φάσμα: από φουρούσια και γκραβούρες του 16ου αιώνα και ένα σπάνιο polychrome άγαλμα μέχρι γλυπτά, πίνακες και εννοιολογικά έργα από τον 17ο έως και τον 20ό αιώνα, αλλά και πειραματικές, μεικτές τεχνικές του σήμερα. Οι Τσαρούχης, Φασιανός, Εγγονόπουλος, Γεωργιάδης, Παύλος, Μόραλης, Τakis, Αλεξάκης συναντούν τους Jean Cocteau, Delaunay, Giacometti, Moirignot, Fernand Léger, Jacques-Louis David, Jean Delpech, Pourbaix, Tremblay, Le Moult, Niki de Saint Phalle, Silvano «Nano» Campeggi και πολλούς άλλους σε μια διασταύρωση οραμάτων, υλικών και πολιτισμών.
Η εμπειρία ολοκληρώνεται με τη βιβλιοθήκη στον τελευταίο όροφο. Βιβλία τέχνης, αρχιτεκτονικής, ιστορίας και πολιτισμού, που χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα και έπειτα· σπάνιες εκδόσεις στην ελληνική, τη γαλλική και την αγγλική γλώσσα, τοποθετημένες σε ράφια που μυρίζουν κερί και παλιό χαρτί. Είναι μια βιβλιοθήκη όχι μόνο για μελέτη αλλά και για περισυλλογή.

Το ωραιότερο, ωστόσο, σημείο του σπιτιού για μένα είναι το παλιό Χαμάμ. Ο Κάρολος το έχει μετατρέψει σ’ ένα ιδιόμορφο εικονοστάσι με λατρευτικά έργα τέχνης, καλύπτοντας ένα χρονικό φάσμα από τον 15ο αιώνα έως σήμερα. Εκεί, δίπλα στο φως που μπαίνει διακριτικά από τον θόλο, αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει προσωπική λατρεία. Όχι μυστικιστική αλλά καλλιτεχνική. Κάθε χώρος εδώ είναι μια προσεκτικά τοποθετημένη ανάμνηση. Στον έναν τοίχο, η Κάλλας σε μια προσωπογραφία. Δίπλα της, επιρροές από Giacometti και Moirignot.
Πιο κάτω, βαριά έπιπλα, κορνίζες μπαρόκ, πορσελάνες και εικόνες, όλα τοποθετημένα έτσι ώστε να αφηγούνται όχι απλώς τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά το πάθος του για τη μορφή, για το σώμα, για την αφή. Όπως ο ίδιος αναφέρει: «Φιλοτέχνησα το πορτρέτο της Μαρίας Κάλλας, του Νίκου Καζαντζάκη, του Ρίτσου και πολλά άλλα. Είμαι αυτοδίδακτος ζωγράφος, γλύπτης, όπως και κομμωτής. Η αγαπημένη μου τέχνη είναι η κομμωτική, την οποία έμαθα σκουπίζοντας στα κομμωτήρια του Καΐρου, όπου και γεννήθηκα στις αρχές της δεκαετίας του ’30».


Ο Καμπελόπουλος γνώριζε επτά ξένες γλώσσες, λάτρευε την όπερα, τα ταξίδια, το διάβασμα και την ποίηση. Η φιλοσοφία του είναι αποτυπωμένη σε ένα ρητό: «Ο καλλιτέχνης εμπνέεται συνεχώς και πρέπει να είναι ένας ακούραστος εργάτης. Όσο εργάζεται κανείς, δεν γερνάει». Λίγο πριν την αποχαιρετήσω, η Στέλλα Κουτσουπάκη θα μου πει, σχεδόν ψιθυριστά, με βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό του χώρου: «Ο Κάρολος άφησε μια πλούσια παρακαταθήκη στον χώρο της τέχνης, εδώ, στην πόλη των Χανίων που τόσο αγάπησε. Ένα πολιτισμικό κόσμημα που θα συζητηθεί τα επόμενα χρόνια».
Και δεν έχει άδικο. Το Μοναστήρι του Καρόλου δεν είναι απλώς ένας μουσειακός χώρος αλλά μια ξεχωριστή κοιτίδα πολιτισμού που συνδέει την προσωπική βιογραφία με την ιστορική μνήμη, την τέχνη με το βίωμα. Κάθε δωμάτιο είναι σχεδιασμένο και διακοσμημένο από τα χέρια του δεξιοτέχνη κομμωτή και χαρισματικού γλύπτη. Αναμφίβολα, είναι μια κατοικία που στέκει ως ζωντανή μαρτυρία μιας άλλης εποχής.