ΤΟ «BLACK COOL» είναι μια από τις μεγαλύτερες καινοτομίες που εισήγαγε η Αμερική στον κόσμο, μαζί με το μπάσκετ, τα μπλουτζίν και το διαδίκτυο. Συνδυάζει διάφορες μορφές και φόρμες –μουσική, αθλητισμό, μόδα, ομιλία, τρόπους κίνησης στο χώρο– σε μια εντελώς ξεχωριστή αισθητική με παγκόσμια απήχηση. Υπάρχουν γαλλικοί οίκοι μόδας που έχουν προσκυνήσει τη γοητεία φιγούρων που πρωτοεμφανίστηκαν στο Χάρλεμ, Ιάπωνες που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο να παίζουν δίσκους τζαζ στη Σιμπούγια του Τόκιο, και μεγαλοπρεπείς τοιχογραφίες του Tupac Shakur σε μέρη τόσο μακρινά μεταξύ τους όσο το Σίδνεϊ και η Σιέρα Λεόνε.
Ο Σον Κομπς, ο διασυρμένος μεγιστάνας της δισκογραφίας, σίγουρα δεν εφηύρε το Black cool. Αλλά όπως ο Μάιλς Ντέιβις, ο Μοχάμεντ Άλι και ο Μάικλ Τζόρνταν πριν από αυτόν –και όπως ο Jay-Z, ο Kanye West και πολλοί άλλοι που ακολούθησαν– υπήρξε για μια χρονική στιγμή ο πιο ισχυρός πρεσβευτής του.
Αυτή η στιγμή συνέπεσε με την εφηβεία πολλών από εμάς, γι' αυτό και η αποκάλυψη των εξωφρενικών πράξεων του Combs –της αχρειότητας με την οποία μόλυνε όλα όσα είχε κερδίσει– μας άφησε με ένα αίσθημα προδοσίας. Όταν ήμασταν πιο ευάλωτοι, μας έμαθε τι να επιδιώκουμε και μας έδωσε ένα πρότυπο για το πώς να συμπεριφερόμαστε και να πετυχαίνουμε. Παρακολουθώντας τον μύθο του να συντρίβεται στη μέση ηλικία μας, κάτι μέσα μας σπάει. Η ενέργεια και η αυτοπεποίθηση που εισήγαγε στα παιδικά μας όνειρα έχουν μετατραπεί σε κάτι σάπιο. Στην ακμή του, όμως, ο Puffy μετέδιδε μια αίσθηση νεανικής φιλοδοξίας την οποία λαχταρούσαμε. Πριν κλείσει τα 25, είχε ιδρύσει τη δική του εταιρεία –που σύντομα θα γινόταν αυτοκρατορία– η οποία έμοιαζε να καθορίζει την κουλτούρα, και ήξερε ακριβώς πώς να αξιοποιήσει την αυξανόμενη περιουσία του σε κοινωνικό κεφάλαιο.
Ο Puffy δεν προσποιούταν ότι η μανιακή δουλειά που απαιτούσε η επίτευξη των στόχων του ήταν κάτι το μυστικό ή το χαρισματικό. Όταν έκλεινε μια συμφωνία εκατομμυρίων δολαρίων, έκλεινε το τηλέφωνο με δύναμη και ούρλιαζε.
Περισσότερο από την επιτυχία του, μας εντυπωσίαζαν δύο ιδιότητες που μας φαίνονταν πρωτοποριακές. Η πρώτη ήταν ο κόπος που έδειχνε στο έργο του, στοιχείο το οποίο, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, ενίσχυε την αίσθηση του «cool». Ο Puffy δεν προσποιούταν ότι η μανιακή δουλειά που απαιτούσε η επίτευξη των στόχων του ήταν κάτι το μυστικό ή το χαρισματικό. Όταν έκλεινε μια συμφωνία εκατομμυρίων δολαρίων, έκλεινε το τηλέφωνο με δύναμη και ούρλιαζε. (Χρόνια αργότερα, θα γινόταν ένας από τους πρώτους influencers της κουλτούρας του «hustle» στο Twitter.) Μας έδειξε ότι η επιτυχία και η ευρωστία δεν ήταν κάτι το έμφυτο, αλλά ότι η πολυτέλεια και η εργασία ήταν συνδεδεμένες. Η δεύτερη ιδιότητα ήταν η ικανότητά του να κάνει τους Μαύρους και την Μαύρη κουλτούρα –ακόμη και την πιο ασυμβίβαστη, ακόμα κι αυτή που ήταν συνδεδεμένη με την κουλτούρα του δρόμου– να νιώθουν σαν στο σπίτι τους σε μέρη που προηγουμένως ήταν ανεπιθύμητοι.
Ο Puff Daddy μας φαινόταν τότε σαν ένας μαύρος άντρας απόλυτα ελεύθερος, σε μια εποχή αυξανόμενων ευκαιριών. Από τη μία πλευρά, ήταν το αντίδοτο στην ψυχοφθόρα διαδικασία της κοινωνικής και επαγγελματικής ανόδου που τόσο φοβόμασταν – πτυχία, δουλειές σε γραφεία, λογαριασμοί. Από την άλλη πλευρά, έμοιαζε να έχει αφομοιωθεί ιδανικά στην καλή ζωή όπως την πρόβαλλε η mainstream κουλτούρα, στην οποία λαχταρούσαμε απεγνωσμένα να έχουμε πρόσβαση. Αυτό τον έκανε να διαφέρει δραματικά από τους συνομηλίκους του. Ο Tupac και ο Biggie ήταν αμφιλεγόμενοι και συγκρουσιακοί, κοίτα όμως πού τους οδήγησε αυτό. Άλλοι «μεγιστάνες» του ραπ, όπως ο Master P και ο Brian «Baby» Williams, ήταν πλούσιοι αλλά γκετοποιημένοι. Ο Puffy, αντίθετα, φαινόταν να προσφέρει μια ιδανική λύση στο πρόβλημα του συνδυασμού επιτυχίας και αυθεντικότητας που προσπαθούσαμε να λύσουμε.
Ωστόσο, υποφέραμε από μια μορφή μυωπίας. Και δεν ήμασταν οι μόνοι. Η γενιά μετά από εμάς εναπόθεσε την πίστη της στον Kanye West, του οποίου η πιο πρόσφατη συμβολή στην κουλτούρα είναι ένα τραγούδι με τίτλο «Heil Hitler». Τα πρότυπα είναι σαν τις εποχές. Η μία χάνεται ανεπιστρεπτί μέσα στην επόμενη, αλλά για μια στιγμή μπορεί να αποκαλύψουν δυνατότητες που διαρκούν και τις ξεπερνούν.
Με στοιχεία από The Atlantic